Ο Πάπας Φραγκίσκος (2013-2025) προερχόμενος από την Αργεντινή (γεννήθηκε το 1936), ανήλθε στον θρόνο της Ρώμης σε μια περίοδο όπου άλλοι τη χαρακτήρισαν ως σημείο καμπής, και άλλοι την εξέλαβαν ως εσχατολογική εκπλήρωση. Αν και διέφερε από τους προκατόχους του, παρέμεινε στην πορεία που είχαν χαράξει. Θα ήταν ανεδαφικό άλλωστε να ανέμενε κανείς στη θητεία του την πραγμάτωση της θεολογίας της απελευθέρωσης, που κυριάρχησε κατά την ωρίμανσή του στη Λατινική Αμερική, ή να αναστρέψει την πορεία της Δύσης. Βεβαίως, ήταν ο πρώτος Ιησουίτης που ανήλθε στον παπικό θρόνο, διαμορφώνοντας με τόλμη ένα διαφορετικό ήθος ηγεσίας, στοχεύοντας στην απλότητα, την κοινωνική δικαιοσύνη και τη θεσμική ανανέωση.
Το όραμά του να αφυπνίσει τη συνοδική συνείδηση στη Δύση, μετατράπηκε σε απόφαση όταν αισθάνθηκε ότι είχε την ισχύ να το θέσει (2021-2024). Επιχείρησε να μετατοπίσει το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής από την αυστηρή ιεραρχία, στις συλλογικές λειτουργίες, θέτοντας εν αμφιβόλω το πιο κυρίαρχο ενοποιητικό στοιχείο του χώρου του, τον ίδιο τον παπισμό, αφού στην πράξη ο κατέχων τη θέση του Πάπα είναι ο μοναδικός επίσκοπος της Δύσης. Ηταν η απόπειρα μιας μεταστροφής που «συνομιλεί» άμεσα με την αρχαία εκκλησιολογική παράδοση της Ανατολής και που αναζητά τρόπους να την ενσωματώσει.
Είχε ήδη υποστεί μια ήττα στο πεδίο των συμβολισμών, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις εγνωσμένες ηθικές παρεκκλίσεις του κλήρου του στην Αμερική, ένα τεράστιο ηθικό και ποιμαντικό σκάνδαλο. Προσπάθησε, λοιπόν, να ανατρέψει τη σταδιακά παγιωμένη καθολική αγαμία του κλήρου στη Δύση, μετά τη Σύνοδο της Αρελάτης (314). Το άνοιγμα της συζήτησης για τον γάμο των κληρικών, συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις. Τελικά, η αρχή της αλλαγής έγινε με το καθεστώς των «viri probati» (έγγαμοι άνδρες με αποδεδειγμένη πίστη), ιδίως σε περιοχές με έλλειψη ιερέων, όπως ο Αμαζόνιος. Η θέση του αυτή χαρακτηρίσθηκε από ποιμαντικό ρεαλισμό και την αποφυγή ρήξεων, υποδεικνύοντας έναν δρόμο προσεκτικών μεταρρυθμίσεων, που άφησε, όμως, την επίλυση του προβλήματος για το μέλλον.
Διατήρησε την ενάργεια των σχέσεων με την Ανατολή, με αξιοσημείωτη ευαισθησία και προσεκτική προσέγγιση. Ενώ ανέπτυξε την τακτική επικοινωνία και τις κοινές δηλώσεις με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, αναγνωρίζοντας την Ανατολή ως θεολογικό εταίρο, και όχι ως περιθωριακό συνομιλητή, η συνάντησή του και με τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο στόχευσε στο άνοιγμα διαδρόμων επικοινωνίας με τη Ρωσική Εκκλησία. Η συμμετοχή του, μάλιστα, σε ζητήματα της Μέσης Ανατολής, καταδεικνύει μια αυξημένη πρόθεση γεφύρωσης των αιώνων διαίρεσης. Παράλληλα η έμφαση στην ενότητα του χριστιανικού κόσμου, αποτελούσε διαρκή μέριμνα. Οι προσπάθειες για τον εορτασμό κοινού Πάσχα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αν και προς το παρόν συμβολικές, δείχνουν την πρόθεσή του να υπερβεί παγιωμένες παραδόσεις προς όφελος του ορατού κοινού σημείου της εκκλησιαστικής μαρτυρίας και της ενότητας. Σε μια εποχή βαθιών παγκόσμιων κρίσεων έδειξε ότι η ενότητα δεν είναι πολυτέλεια αλλά αναγκαιότητα.
Ο Πάπας Φραγκίσκος, εν τέλει, δεν προσέφερε απλώς ένα διαφορετικό πρόσωπο της παποσύνης, αλλά επιχείρησε να επανερμηνεύσει τον θεσμό με θεολογικά και ποιμαντικά κριτήρια, ανοίγοντας νέες δυνατότητες για τον διάλογο, την ανανέωση και την ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Η παρακαταθήκη για τους διαδόχους του τεράστια.
Ο Ιωάννης Αντ. Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Θεολογικής Σχολής ΕΚΠΑ