Τις τελευταίες ημέρες, όλοι στην παρέα μιλάνε για τον Πάπα. Πόσο καλός ήταν ο Φραγκίσκος, ποιων τα πόδια έπλυνε, ποιων τα πόδια φίλησε, γιατί όμως στην τάδε περίπτωση έκανε τα στραβά μάτια, ποιους κάλυψε, ποιους αποκάλυψε, ποιος θα τον διαδεχθεί, ποιος πρέπει να τον διαδεχθεί, πώς θα επηρεάσει αυτό το διεθνές πολιτικό τοπίο, τι θα φοράει η Μελάνια στην κηδεία… Για να πω την αλήθεια, δεν τους το ‘χα αυτό το ενδιαφέρον για τα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, περί της οποίας φαίνεται να γνωρίζουν τα πάντα όλα. Δεν θυμάμαι δηλαδή παλαιότερα να είχαμε τέτοιον γκαϊλέ για τον επικεφαλής του Βατικανού. Να είναι άραγε αυτό απότοκο του τουρκομπαρόκ κοσμοπολιτισμού που μας διακατέχει εσχάτως; Ή μήπως οι σοσιαλμιντιακές κουβενταρίες επιβάλλουν να έχουμε άποψη (και να την καταθέτουμε βεβαίως βεβαίως) για όλα; Τέλος πάντων, ό,τι και να ‘ναι, καλό μάς κάνει διότι μας απομακρύνει, έστω και προσωρινά, από την εμμονική μας ομφαλοσκόπηση.
Προσωπικά, η πρώτη μου γνώση περί Πάπα ήταν οπερετική. Οι γονείς μου μού τραγουδούσαν, ως παιδικό άσμα, το «Θέλω να δω τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα, θέλω να τον δω». Και μόνο όταν το άκουσα, πολλά χρόνια μετά, σε ένα πρόγραμμα του Γιώργου Μαρίνου στη Μέδουσα, έμαθα ότι είναι απόσπασμα από την ομώνυμη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη που παρουσιάστηκε το 1920 με τεράστια επιτυχία στο Θέατρο Παπαϊωάννου (και που η πιο πρόσφατη παρουσίασή της έγινε τον περασμένο Ιανουάριο στην ΕΛΣ, σε σκηνοθεσία Νατάσας Τριανταφύλλη). Το λιμπρέτο είχε γράψει ο ίδιος ο Σακελλαρίδης με έμπνευση από τη θεατρική φάρσα του Μορίς Ενεκέν «Οικιακές χαρές».
Η υπόθεση αναφέρεται σε ένα ζευγάρι, την Αννα και τον Αδριανό, που πηγαίνουν γαμήλιο ταξίδι στη Ρώμη. Εκεί, την Αννα την πιάνει μια φούντωση, μια φλόγα να δει τον ποντίφικα. Ο Αδριανός το θεωρεί αδύνατον και, τέλος πάντων, το ζευγάρι φτάνει στα πρόθυρα του διαζυγίου, αλλά ο «καλός θεός» της οπερέτας σώζει τα προσχήματα, μαζί και τον γάμο. Το θέμα, για τα χρηστά ήθη της εποχής, θεωρήθηκε σκανδαλιστικό διότι, με κάποιον τρόπο, αμφισβητούσε την ιερότητα του γάμου. Περισσότερο όμως προκάλεσε την μήνιν των ελλήνων καθολικών που είδαν να διακωμωδείται ο προκαθήμενός τους.
Στις 11 Δεκεμβρίου 1921 και ενώ το «Θέλω να δω τον Πάπα» ήταν το απόλυτο (όπως θα λέγαμε σήμερα) σουξέ της εποχής, μια ομάδα από μαθητές της Εμπορικής Σχολής Πειραιά, από τους οποίους ο μεγαλύτερος ήταν 18 και ο μικρότερος 12 ετών, ενώ περνούσαν έξω από την «Εκκλησία των Δυτικών» (έτσι έλεγαν τον καθολικό ναό) στην οδό Φίλωνος, άρχισαν να το τραγουδάνε. Εξω από την εκκλησία στεκόταν ο καθολικός Αντώνιος Ριγκούτσης που θεώρησε ότι οι νεαροί κοροϊδεύουν το δόγμα του, λόγο στον λόγο πιάστηκαν στα χέρια και ένας από τους μαθητές κατάφερε τη θανάσιμη μαχαιριά στον Ριγκούτση. Παραλίγο να γίνει ξεσηκωμός από τους καθολικούς του Πειραιά, ο οποίος όμως αποφεύχθηκε ύστερα από την επέμβαση του καθολικού Αρχιεπισκόπου.
Τελικά, η οπερέτα, για να συνεχίσει τις παραστάσεις τα επόμενα χρόνια, παίχθηκε με τίτλο «Ταξίδι του μέλιτος» ή «Νυφικό κρεβάτι» και ο Πάπας αντικαταστάθηκε από τον Πουτσίνι.
Ανθρωποι και ποντίκια
Ηταν δώδεκα χρονών. Ενα κορίτσι Ρομά που καθάριζε τζάμια στα φανάρια στον Ρέντη. Ενα αυτοκίνητο έπεσε πάνω του, ενώ στεκόταν στο διαχωριστικό διάζωμα, και το σκότωσε. Η είδηση πέρασε στα ψιλά. Και μετά ήρθε μια άλλη. Οτι το κορίτσι έμενε σε μια σκηνή, κάτω από τη γέφυρα, μαζί με τους παππούδες του. Ο πατέρας στη φυλακή, η μητέρα από ‘δώ και από ‘κεί.
Και ύστερα μιλάμε για αναβαθμίσεις, για στεγαστικές πολιτικές, για επιδόματα που είναι και δεν είναι επιδόματα. Εντάξει όλα αυτά, αλλά αναρωτιέμαι πόσο επηρεάζει τον δείκτη του πολιτισμού το να ζουν (και να πεθαίνουν) δωδεκάχρονα σε συνθήκες που παραπέμπουν στο «Ανθρωποι και ποντίκια».