Τον Μάρτιο του 2023, η πρώτη δημοσκόπηση της METRON μετά την τραγωδία στα Τέμπη αποτύπωνε μια κοινωνία σε σοκ. Θλιμμένη, θυμωμένη, μα προπάντων ανασφαλή, φοβισμένη. Στο ερώτημα αν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες για το φονικό δυστύχημα, ένα θηριώδες 94% απαντούσε «ναι». Αλλά στην κατανομή αυτής της πολιτικής ευθύνης, ένα 78% την απέδιδε σε όλες τις κυβερνήσεις διαχρονικά και μόνον ένα 22% ειδικά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Αντίστοιχα ήταν και τα ευρήματα της δημοσκόπησης που τις ίδιες ημέρες έκανε η Pulse. Το 51% απέδιδε την ευθύνη σε όλες τις κυβερνήσεις, ένα 12% ειδικά στις δύο τελευταίες, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, και μόνον ένα 28% θεωρούσε υπεύθυνη αποκλειστικά την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Συνεπή προς αυτήν την εικόνα ήταν και τα ευρήματα των πολιτικών μετρήσεων. Η ΝΔ συγκέντρωνε τον Μάρτιο του 2023 (Pulse) 30% ως εκτίμηση ψήφου, με απώλειες 4 μονάδων από την προ Τεμπών μέτρηση, και ο ΣΥΡΙΖΑ 26%, με απώλειες και αυτός. Ενα μήνα αργότερα, η διαφορά είχε διευρυνθεί: ΝΔ 31%, ΣΥΡΙΖΑ 26%. Κι όταν στήθηκαν οι πραγματικές κάλπες, τον Μάιο, το σκορ ήταν: ΝΔ 40,8% – ΣΥΡΙΖΑ 20%. Και τον Ιούνιο, 40,5% – 17,8%.

Συμπέρασμα; Το φονικό στα Τέμπη, σε πρώτο χρόνο, προκάλεσε περισσότερο φόβο παρά οργή, γέννησε μεγαλύτερη ανάγκη για σταθερότητα, ασφάλεια, προστασία, παρά για τιμωρία. Κόστισε πολιτικά στην αντιπολίτευση περισσότερο από ό,τι στην κυβέρνηση.

Σαν να μεγέθυναν τα Τέμπη το πρόβλημα του τότε ΣΥΡΙΖΑ: Πως από την επομένη των εκλογών του 2019, μεταξύ πολιτικής αμηχανίας και πνευματικής οκνηρίας, είχε βάλει όλα τα λεφτά του στο στοίχημα μιας γρήγορης φθοράς της κυβέρνησης της ΝΔ. Περίμενε πως να, όπου να ‘ναι, θα σημάνουν οι καμπάνες και ο Μητοστάκης θα πέσει. Θα τον ρίξει ο Πολάκης, με τα σκάνδαλα που κυνηγούσε, η πανδημία, οι νεκροί της ή οι νέοι που αντιδρούσαν στον εγκλεισμό, τα εμβόλια, ο χύδην διαδικτυακός «αντί-μητσοτακισμός». Τα Τέμπη προπάντων. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα επέστρεφε, χωρίς να χρειαστεί να κουνήσει καν το δαχτυλάκι του. Χωρίς να κάνει μια προσπάθεια να επουλώσει τα τραύματα της διακυβέρνησής του, να εξηγήσει τη συνεπή ασυνέπειά του, να απολογηθεί για τα λάθη του (έστω αυτά, τα οποία εκ των υστέρων ο Αλέξης Τσίπρας αναγνώρισε), να δείξει πως έμαθε, άλλαξε, κι έχει να προτείνει ένα πειστικό κυβερνητικό σχέδιο.

Οσοι είχαν ποντάρει πως η κυβέρνηση της ΝΔ θα πέσει λόγω Τεμπών, έπαιξαν κι έχασαν.

Η ΝΔ κέρδισε τις εκλογές (και) επειδή έπεισε πως εκείνη μπορεί, περισσότερο από τον ανταγωνιστή της, να γιατρέψει το τραύμα, να κάνει κάτι για τις φοβερές, διαχρονικές αμαρτίες που η τραγωδία των Τεμπών, με λεπτομέρειες που μας άφηναν άφωνους καθώς ξετυλιγόταν η αφήγηση της συμφοράς, έφερε στο φως, να αλλάξει το κράτος και τα χούγια του. Κατά κάποιον τρόπο, η νίκη της ΝΔ και η καταστροφική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ εξηγούνται (και) από την πολιτική διαχείριση του μετατραυματικού σοκ των Τεμπών.

Μα τώρα, η ιστορία μοιάζει να αντιστρέφεται. Ενα χρόνο μετά τα Τέμπη, οκτώ μήνες μετά τις εκλογές, οι δημοσκοπήσεις μετρούν κυβερνητική φθορά. Στους περισσότερους και σημαντικότερους τομείς η κυβέρνηση βαθμολογείται εξαιρετικά αρνητικά. Ενα 66% (METRON 21/3) θεωρεί ότι η χώρα βαδίζει σε λάθος κατεύθυνση, ένα ανάλογο ποσοστό αξιολογεί αρνητικά την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό (61%) και για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, ο Κανένας επιστρέφει στην πρώτη θέση ως «καταλληλότερος πρωθυπουργός», με 39% έναντι 31% του Κυριάκου Μητσοτάκη. Στις δημοτικότητες, ο Κουτσούμπας προσπέρασε τον Μητσοτάκη. Στους εκλογικούς δείκτες, η ΝΔ έχει χάσει 5,1%, μέσα σ’ ένα μήνα, και βρίσκεται στο 31,4%, πάνω από τον συμβολικά σημαντικό δείκτη του 30%, μα κάτω από το ποσοστό της στις ευρωεκλογές του 2019.

Τα Τέμπη είναι μάλλον το κλειδί για την κατανόηση αυτής της αλλαγής κλίματος, αυτού του βαρομετρικού χαμηλού απαισιοδοξίας.  Αν το προεκλογικό λάθος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως πίστεψε ότι αρκεί να τοκίσει οργή για να κερδίσει, σαν να μην είχε καταλάβει τη φύση του τραύματος των Τεμπών, το μετεκλογικό λάθος της ΝΔ ήταν πως θεώρησε, ίσως, πως το τραύμα έχει επουλωθεί, πως οι κάλπες έκλεισαν τα βιβλία, οι ψηφοφόροι ψήφισαν και μετά ξέχασαν, η υπόθεση μπήκε στο αρχείο.

Λάθος. Η τραγωδία των Τεμπών αποδεικνύεται μια από εκείνες τις βραδυφλεγείς υποθέσεις που αφήνουν αποτύπωμα στην κοινή συνείδηση, σαν ένα ρήγμα σε ύπνωση, που κάτι απρόβλεπτο μπορεί ανά πάσα στιγμή να διεγείρει. Ισως να αρκούσε το ύφος, η αλαζονεία, η προφανής έλλειψη ενσυναίσθησης στη συμπεριφορά κάποιων στελεχών της ΝΔ που ανέλαβαν να την εκπροσωπήσουν στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής. Ισως να ήταν η σύγκριση ανάμεσα στο δικό τους ύφος και εκείνο της μητέρας ενός θύματος, που κατάφερε να δώσει έλλογο πολιτικό περιεχόμενο στο πένθος. Ισως να ήταν η αποκάλυψη του σκανδάλου της διαρροής των ηλεκτρονικών διευθύνσεων των αποδήμων από το υπουργείο Εσωτερικών, που καθώς συνέπεσε με τις ημέρες της επετείου, ήταν σαν να μας διαβεβαίωνε πως το κράτος, εκσυγχρονιζόμενο, επιστρέφει στις πιο αρχαίες, κομματικές του αμαρτίες. Ή ίσως τα Τέμπη να λειτουργούν ως κοινός παρονομαστής, που δίνουν σχήμα σε μια γενικευμένη δυσθυμία, στην οποία αθροίζονται θέματα όπως η πίεση από το αυξημένο κόστος ζωής ή ένα ενισχυμένο αίσθημα ανασφάλειας.

Το βέβαιο είναι ότι τα Τέμπη επιστρέφουν τώρα, με καθυστέρηση ενός χρόνου. Και εκδικούνται. Η κυβέρνηση μοιάζει να αθετεί την υπόσχεση που της έδωσε την εκλογική νίκη, την υπόσχεση πως θα θεραπεύσει τις αιτίες πίσω από την αδιανόητη τραγωδία. Και, επιπλέον, να υποτιμά την ανάγκη για μια κάποια κάθαρση της τραγωδίας. Η δημοσκόπηση της METRON υπενθυμίζει ότι αυτό είναι ένα εκκρεμές, και πολιτικά σημαντικό αίτημα: Ενα πολύ υψηλό 88% δηλώνει ότι το πολιτικό και το δικαστικό σύστημα δεν έχουν κινηθεί αποτελεσματικά, δώδεκα μήνες τώρα, ώστε να αποδοθούν οι ευθύνες για το σιδηροδρομικό δυστύχημα.