Μοιάζει συχνά να απωθείται ότι από το 2022 στην κυβέρνηση της Ιταλίας κυριαρχεί ένα κόμμα, τα Αδέλφια της Ιταλίας, που προέρχεται ευθέως από την παράδοση του ιταλικού φασισμού και η πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι ξεκίνησε την πολιτική της διαδρομή ως μαχητικό μέλος της νεολαίας του νεοφασιστικού MSI, χωρίς ποτέ να αποκηρύξει αυτή την πολιτική κληρονομιά. Συντελεί και ο τρόπος που η Μελόνι επέλεξε εξαρχής να δώσει εγγυήσεις και ως προς τον σαφώς «δυτικό» και «ατλαντικό» προσανατολισμό της κυβέρνησής της και ως προς τη συμμόρφωση με την οικονομική ορθοδοξία της ευρωπαϊκής εκδοχής νεοφιλελευθερισμού.

Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι σε μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες το φράγμα που απέτρεπε την άσκηση εξουσίας από όσους διεκδικούν την κληρονομιά του φασισμού κατέρρευσε. Προφανώς δεν είναι ούτε η πρώτη συμμετοχή της Ακροδεξιάς στη διακυβέρνηση στην Ευρώπη (αλλά και την Ιταλία), αφού ήδη από τη δεκαετία του 1990 έχουμε τέτοια παραδείγματα, όμως αποτελεί τομή αυτού του είδους ο πρωταγωνιστικός ρόλος, ιδίως εάν αναλογιστούμε τη διάχυτη ανησυχία μπροστά στις επερχόμενες ευρωπαϊκές εκλογές.

Ακριβώς με το τι σηματοδοτεί η κυβέρνηση Μελόνι ασχολούνται ο Γκαμπριέλε Πεντουλά, καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ρόμα Τρε και η Νάντια Ουρμπινάτι, καθηγήτρια Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, στο βιβλίο τους Democrazia Afascista που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Feltrinelli.

Η προέλευση του «αφασισμού»

Το επίθετο «αφασιστική» που χρησιμοποιούν στον τίτλο δεν είναι δικός τους νεολογισμός. Κατασκευασμένο «α λα γκρέκα», με χρήση του στερητικού α-, πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη δεκαετία του 1920 για να περιγράψει αυτούς που δεν ήταν ούτε ένθερμοι υποστηρικτές του φασιστικού κινήματος, ούτε όμως και αντίπαλοί του. Το επίθετο θα επιστρέψει στις συζητήσεις της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης που διαμόρφωσε το Ιταλικό Σύνταγμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε υπήρξαν αυτοί που επέμειναν ότι το είδος δημοκρατίας που χρειαζόταν δεν θα έπρεπε να είναι αντιφασιστικό, αλλά «αφασιστικό», να διαχωρίζεται δηλαδή από τον φασισμό, αλλά να μην ορίζεται σε σύγκρουση με αυτόν. Ωστόσο, η τοποθέτηση αυτή ήταν μειοψηφική σε μια Εθνοσυνέλευση όπου κυριαρχούσαν κόμματα που είχαν συμμετάσχει στην Αντίσταση, με αποτέλεσμα ο αντιφασιστικός χαρακτήρας της Ιταλικής Δημοκρατίας να θεωρηθεί δεδομένος.

Ο Πεντουλά και η Ουρμπινάτι στέκονται αναλυτικά στις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης, εκεί όπου ο Ρομπέρτο Λουτσίφερο, προερχόμενος από τη φιλελεύθερη και φιλομοναρχική Δεξιά θα επαναφέρει την έννοια της «αφασιστικής» δημοκρατίας και θα επιμείνει ότι το Σύνταγμα δεν μπορούσε να υποστηρίζει τον αντιφασιστικό χαρακτήρα της Δημοκρατίας. Αντιθέτως, ιστορικές μορφές όπως ο Παλμίρο Τολιάτι από τη πλευρά των κομμουνιστών και ο Αλντο Μόρο από την πλευρά των χριστιανοδημοκρατών θα επιμείνουν στο να κατοχυρωθεί ο αντιφασιστικός χαρακτήρας της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Για τον Πεντουλά και την Ουρμπινάτι η έννοια της «αφασιστικής» τοποθέτησης επανέρχεται στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ως τμήμα μιας πολεμικής από ακροδεξιά σκοπιά απέναντι στην υποτιθέμενη μονοκρατορία της Αριστεράς και του αντιφασισμού της, μέσα από τοποθετήσεις διανοουμένων όπως ο Τζουζέπε Μπέρτο. Αναλύουν επίσης την επιστολή που έστειλε η Τζόρτζια Μελόνι στις 25 Απριλίου του 2023 στην Corriere della Sera και στην οποία υπογράμμισε ότι o «θεμελιώδης καρπός» της 25 Απριλίου 1945 ήταν οι «δημοκρατικές αξίες» που ο φασισμός είχε καταπατήσει, για να επισημάνουν ότι αυτό που λείπει από την τοποθέτησή της είναι η καθοριστική παράμετρος της αντίθεσης στον φασισμό.

Δημοκρατία των «υπερπλειοψηφιών»

Ποια είναι όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της «αφασιστικής» δημοκρατίας, που εκπροσωπούν πολιτικοί όπως η Μελόνι; Κατά τον Πεντουλά και την Ουρμπινάτι, κατ’ αρχάς είναι μια δημοκρατία χωρίς αξίες (avoloriale), μια δημοκρατία «των επωνύμων» (notabiliare) που επιδιώκει μόνο να υπάρχουν «σταθερές κυβερνήσεις», μέσα από μια δημοψηφισματική αντίληψη που δίνει λευκή επιταγή στους κυβερνώντες. Γι’ αυτό και είναι μια δημοκρατία των «υπερπλειοψηφιών» και των εκλογικών νόμων που βασική επιδίωξη έχουν να δώσουν μια εγγυημένη ισχυρή πλειοψηφία στο κυβερνών κόμμα ώστε να κυβερνά χωρίς εμπόδια. Αυτό είχε ήδη αποτυπωθεί στην εποχή Μπερλουσκόνι ως η αντίληψη ότι οι εκλογές αποτελούν ένα δημοψήφισμα προς επικύρωση μιας πολιτικής τάξης που κυβερνά μέσα από την ισχύ των μέσων ενημέρωσης και προσφέρει σε ένα αποπολιτικοποιημένο κοινό αυτό που καταγράφουν οι μετρήσεις κοινής γνώμης.

Γι’ αυτό τον λόγο και η «αφασιστική» δημοκρατία που οραματίζονται πολιτικοί όπως η Μελόνι είναι μια δημοκρατία «χωρίς συγκρούσεις» (aconflittuale), παραβλέποντας ότι ο πυρήνας της δημοκρατίας και αυτό που της δίνει δυναμική είναι ακριβώς ότι μέσα στην κοινωνία υπάρχουν μεγάλες αντιπαραθέσεις και κοινωνικές συγκρούσεις, κάτι που ήταν πολύ οικείο στους προερχόμενους από την αντίσταση στον φασισμό συντάκτες και του ιταλικού Συντάγματος. Αντιθέτως, στην «αφασιστική» δημοκρατία η υποχρέωση της κυβέρνησης να ακούσει τις αντιρρήσεις της κοινωνίας και να προσαρμόζεται σε αυτές είναι μια περιττή απώλεια χρόνου. Γι’ αυτό και κατά τη γνώμη τους στην είσοδο του Παλάτσο Κίτζι, της επίσημης έδρας της ιταλικής κυβέρνησης, πλέον είναι ως να αναγράφεται «Μην ενοχλείτε τον οδηγό». Μια εικόνα που αναλογεί και στην τρέχουσα δυσανεξία των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απέναντι στην κοινωνική αντίδραση σε νομοθετήματα εμφανώς χωρίς νομιμοποίηση.

«Πέρα από τη γέφυρα»

«Πέρα από γέφυρα που είναι σε χέρια εχθρικά, είδαμε την άλλη όχθη, τη ζωή, όλα τα καλά του κόσμου, πέρα από τη γέφυρα». Ετσι περιέγραφαν οι στίχοι του Ιταλο Καλβίνο την ελπίδα που γέννησε ο αντιφασισμός της Αντίστασης. Οτι εκείνες οι υποσχέσεις και οι ελπίδες δεν δικαιώθηκαν, δεν αναιρεί κατά τον Πεντουλά και την Ουρμπινάτι, την ανάγκη να πιάσουμε ξανά το νήμα των αξιών που εκπροσώπησε η ρήξη με τον φασισμό.