Πριν ακόμα ο νόμος για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, που έχει προκαλέσει εντονότατες αντιδράσεις, δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, έχουν ήδη ξεκινήσει οι συζητήσεις για τον τρόπο της ακύρωσής του μέσω του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής μάλιστα επί της ουσίας άνοιξε παράθυρο προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο θα κρίνει την εναρμόνιση ή μη των νέων διατάξεων με το Σύνταγμα. Δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο θα κρίνει αν το άρθρο 16 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου», μπορεί να ερμηνευτεί με βάση τις απαιτήσεις του Ενωσιακού Δικαίου, το οποίο ορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ως μια από τις θεμελιώδεις ελευθερίες της εσωτερικής αγοράς.

Μετά την ψήφιση και την εφαρμογή του νόμου δικαίωμα προσφυγής με αίτηση ακύρωσης έχει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, με έννομο συμφέρον σε σχέση με μια διοικητική πράξη που θα εκδοθεί βάσει του νέου νόμου. Τέτοια πράξη μπορεί, για παράδειγμα, να είναι μια άδεια για ίδρυση ενός «νεοπαγούς» ιδρύματος παροχής ανώτατης εκπαίδευσης. Εννομο συμφέρον θα έχουν, σε αυτή την περίπτωση, μεταξύ άλλων, τα συλλογικά όργανα ή μεμονωμένοι καθηγητές των σήμερα λειτουργούντων δημοσίων πανεπιστημίων.

Η υπόθεση κατ’ αρχάς θα εισαχθεί προς συζήτηση σε Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά λόγω σημασίας είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα εξεταστεί από την Ολομέλεια, πιθανώς μάλιστα με διαδικασία «πρότυπης δίκης», που θα λειτουργήσει ως «πυξίδα» και για άλλες παρόμοιες.

 

Ασφαλιστικά μέτρα

Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από την κύρια προσφυγή, είναι πολύ πιθανό ότι θα ασκηθούν και ασφαλιστικά μέτρα, με τα οποία θα ζητείται το άμεσο «πάγωμα» εφαρμογής της προσβαλλόμενης πράξης. Για να γίνει δεκτό ένα τέτοιο αίτημα το δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι υπάρχει άμεσος κίνδυνος και υψηλή πιθανολόγηση για ευόδωση της προσφυγής.

Αν απορριφθούν τα ασφαλιστικά μέτρα, η πράξη εφαρμόζεται και παράγει έννομες συνέπειες, μέχρις ότου ενδεχομένως ακυρωθεί με δικαστική απόφαση, οπότε αίρονται – με αναδρομική ισχύ – τα αποτελέσματά της. Αν έχει δοθεί, για παράδειγμα, μια άδεια λειτουργίας ιδιωτικού πανεπιστημίου και αυτή κριθεί παράνομη, η άδεια όχι απλώς παύει να ισχύει, αλλά θεωρείται ότι δεν δόθηκε ποτέ.

Δεν αποκλείεται μάλιστα στο πλαίσιο της δικαστικής διαδρομής να σταλεί και κάποιο προδικαστικό ερώτημα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, χωρίς η γνώμη του να είναι δεσμευτική.

Σε ό,τι αφορά τον χρονικό ορίζοντα της έκδοσης μίας απόφασης, εάν και εφόσον βέβαια προκριθεί η προσφυγή στην Ελληνική Δικαιοσύνη, ουδείς είναι σε θέση να προσδιορίσει το διάστημα που θα μεσολαβήσει, αλλά με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα θα απαιτηθούν μερικοί μήνες.

Υπό αυτό το πρίσμα, όπως επισημαίνουν νομικές πηγές, «είναι εύκολα αντιληπτό τι προβλήματα θα επιφέρει μια τέτοια εξέλιξη από πλευράς κύρους των νέων ιδρυμάτων αλλά και αναστάτωσης όσων ενδιαφέρονται να φοιτήσουν σε αυτά».