Η Τζι Μπάι, καθηγήτρια Λογιστικής με εξειδίκευση στα Οικονομικά της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins των ΗΠΑ, μίλησε στα «ΝΕΑ» δίνοντας τη δική της οπτική σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων των συστημάτων δημόσιας υγείας σε Ελλάδα και Ευρώπη.

«Υπάρχουν τρία βασικά δεδομένα που διαμορφώνουν την οικονομία της υγείας. Πρώτον, ο μεγαλύτερος πλούτος, ο οποίος δημιουργεί μεγαλύτερη προθυμία να δώσει κανείς χρήματα για να αγοράσει υπηρεσίες υγείας. Χρησιμοποιούμε τα χρήματα για να εξαγοράσουμε χρόνο, να επιμηκύνουμε τη διάρκεια της ποιοτικής ζωής. Δεύτερον, η ζήτηση και ανάγκη για νέες θεραπείες, οι οποίες χρειάζονται σημαντική χρηματοδότηση. Τρίτον, τα όρια που υπάρχουν στη δημόσια/κρατική χρηματοδότηση» λέει η καθηγήτρια του Johns Hopkins.

«Αν η χρηματοδότηση της υγείας έρχεται μόνο από τα κρατικά ταμεία, δημιουργούνται τρία προβλήματα. Πρώτον, αποτρέπεται – ως και απαγορεύεται – η ποικιλομορφία στις υπηρεσίες υγείας. Η κυβέρνηση σχεδιάζει για όλους, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει προσωπικά πακέτα που να καλύπτουν συγκεκριμένες ανάγκες και προτιμήσεις του εκάστοτε ασθενούς. Δεύτερον, υπάρχει όριο στην επένδυση στην υγεία, λόγω της πληθώρας των αναγκών που καλύπτει το κράτος. Τρίτον, βάζει φρένο στην καινοτομία στην παραγωγή φαρμάκων και νέων τεχνολογιών».

Η Τζι Μπάι θεωρεί πως τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας μπορεί μεν να καλύπτουν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού, όμως είναι πίσω σε ό,τι αφορά την καινοτομία. Αυτό φάνηκε σε σημαντικό βαθμό, άλλωστε, και στην παραγωγή των εμβολίων κατά του κορωνοϊού. «Στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχετε μια αποτελεσματική βασική φροντίδα, όμως χρειάζεστε περισσότερη καινοτομία για να καλύπτονται ασθενείς που έχουν οικονομική δυνατότητα και μπορούν να βάλουν χρήματα στον τομέα της υγείας. Πρέπει να επιτρέπεται στους πλούσιους να πληρώσουν για να παραχθούν προηγμένες θεραπείες που έχουν μεγάλο κόστος. Με αυτόν τον τρόπο θα γίνουν φθηνότερες, άρα πιο προσβάσιμες, στο μέλλον» λέει.

«Στην ΕΕ θεωρώ πως πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει η δημόσια κάλυψη της πρωτοβάθμιας φροντίδας. Στη δευτεροβάθμια, όμως, θα πρέπει να υπάρχουν και premium προϊόντα, με τη συμμετοχή και ιδιωτών» συνεχίζει η καθηγήτρια. Κάνει, μάλιστα, έναν παραλληλισμό των υπηρεσιών υγείας με το σκι. «Πριν από κάποια χρόνια, το σκι ήταν ένα σπορ μόνο για τους πλούσιους. Σήμερα, όμως, είναι προσβάσιμο σε πολύ περισσότερους γιατί έχει γίνει φθηνότερο» λέει και σημειώνει πως «η πρόσκαιρη ανισότητα φέρνει μεγαλύτερη πρόσβαση». «Αυτό μπορεί να συμβεί κατά το επόμενο διάστημα για παράδειγμα στα αντικαρκινικά φάρμακα. Αρχικά, θα είναι πολύ ακριβά, αλλά σε βάθος χρόνου θα είναι προσβάσιμα» καταλήγει η Τζι Μπάι.