Ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες για τα Οσκαρ και πολύ χαρήκαμε για τις έντεκα υποψηφιότητες της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου. Το «Poor Things» είναι μία εξαιρετική παραγωγή, απόλυτα ενταγμένη στο πνεύμα και τις επιταγές της εποχής και, μάλιστα, με «οδηγό» ένα υπόγειο, αφοπλιστικό, σαρκαστικό χιούμορ. Πάμε όμως παρακάτω. Θεωρώ ότι η Ακαδημία Κινηματογράφου, εφέτος αδίκησε κατάφορα την «Barbie». Τα μέλη της, «παγιδευμένα» ίσως σε σκονισμένα κλισέ δεκαετιών, δεν μπόρεσαν – ή δεν θέλησαν – να δουν την ουσία πίσω από την εικόνα, το γκρι πίσω από το ροζ, τη «σάρκα» πίσω από το πλαστικό, τον σκοπό πίσω από το μέσον.

Εντάξει, έχει οκτώ υποψηφιότητες: καλύτερης ταινίας (όπου συμμετέχει ως συμπαραγωγός και η πρωταγωνίστρια Μάργκοτ Ρόμπι), Β’ ανδρικού ρόλου (Ράιαν Γκόσλινγκ), Β’ γυναικείου ρόλου (Αμέρικα Φερέρα), διασκευασμένου σεναρίου (στο οποίο συμμετείχε και η σκηνοθέτις Γκρέτα Γκέργουιγκ), σχεδιασμού παραγωγής, κουστουμιών και δύο στην κατηγορία καλύτερου τραγουδιού. Λείπουν όμως οι δύο κατηγορίες που, συνδυαστικά, αποτελούν τον μοχλό αυτή της ταινίας, την «καύσιμη ύλη» της. Της σκηνοθεσίας και του α’ γυναικείου ρόλου. Ακριβώς όπως τα είπε ο Γκόσλινγκ μετά την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων: «…Δεν υπάρχει Kεν χωρίς Μπάρμπι και δεν υπάρχει ταινία «Barbie» χωρίς την Γκρέτα Γκέργουιγκ και τη Μάργκοτ Ρόμπι […] Καμία αναγνώριση δεν θα ήταν δυνατή για οποιονδήποτε στην ταινία χωρίς το ταλέντο, το θάρρος και την ιδιοφυΐα τους». Ναι, στην εποχή μας θέλει θάρρος για να αναγάγεις την Barbie σε φιγούρα του νεοφεμινισμού. Να υποδυθείς μία πλαστική κούκλα προσδίδοντάς της ανθρώπινα χαρακτηριστικά, σπάζοντας την τελειότητα και την αέναη νεότητά της με μικρές ρυτίδες και μεγάλους πανικούς.

Η φιγούρα της Μπάρμπι κουβαλά πολλά κλισέ στην πλάτη της. Στερεότυπα 65 χρόνων – όσα και η «ηλικία» της – που τη συνδέουν με την έννοια του material girl, τη χαζογκόμενα που την ενδιαφέρουν μόνο τα λούσα και η καλοπέραση. Για εμάς όμως, τα κορίτσια που μεγαλώσαμε μαζί της, που βάλαμε στην άκρη τις κούκλες που είχαμε μέχρι τότε για να ανοίξουμε χώρο στην Μπάρμπι, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ακριβώς όπως περιγράφονται στην πρώτη σεκάνς της ταινίας. Σε έναν κόσμο όπου τα κοριτσάκια παίζαμε με κούκλες – μωρά που τα «ταΐζαμε», τα «κοιμίζαμε», τα μαλώναμε, τα βγάζαμε βόλτα σε μικροσκοπικά καροτσάκια, εκπαιδευόμαστε δηλαδή για να γίνουμε νοικοκυρές και μητέρες, ήρθε και προσγειώθηκε μια θεογκόμενα. Με τις ποδάρες της, τη μαλλούρα της και τα τολμηρά της ρούχα, σε μία εποχή που, καλώς ή κακώς, η γυναικεία χειραφέτηση ξεκινούσε και από τις ντουλάπες.

Και πλάι στα αναγνωστικά στα οποία δέσποζε η αγία οικογένεια, με τη «μητερούλα» κλεισμένη στο σπίτι και αποκλειστικό ρόλο αυτόν της νοικοκυράς, εμείς είχαμε την Μπάρμπι αεροσυνοδό, γιατρό, δικηγόρο, ταξιδιώτισσα. Δεν τη θυμάμαι με outfit μαμάς και αν κυκλοφόρησε αυτή η εκδοχή της, μάλλον άπατη πήγε. Ενώ επίσης δεν είχε σύζυγο, δεν ήταν κανενός. Γκόμενος ήταν ο Κεν. Και πάντα «ο Κεν της Μπάρμπι». Ποτέ «η Μπάρμπι του Κεν».

Η Μπέλα Μπάξτερ και η Μπάρμπι

Η Μπάρμπι υπήρξε ένα είδος αντισύμβολου σε μια εποχή όχι πολύ μακρινή αλλά πολύ ξεπερασμένη. Τότε που έλεγαν ότι οι γυναίκες που είναι πολύ όμορφες και, ιδιαίτερα, πολύ κομψές, πολύ περιποιημένες είναι ολίγον χαζές, αφελείς και υποταγμένες σε ρόλους που καθορίζονται από άνδρες. Και μετά ήρθε το Sex and the City και τα σάρωσε αυτά – διότι η επιδραστικότητα της ποπ κουλτούρας είναι τεράστια. Ακόμη και σήμερα όμως βλέπω πολλούς αλλά κυρίως πολλές, που σπεύδουν να δηλώσουν ότι δεν τους άρεσε η ταινία Barbie θεωρώντας ότι έτσι κερδίζουν πόντους κουλτούρας, διανόησης και σοβαρότητας. Μέγα λάθος κορίτσια.

Ψάχνοντας να βρω τις διαφορές ανάμεσα στην Μπέλα Μπάξτερ, την ηρωίδα του Λάνθιμου, και την Μπάρμπι διαπιστώνω πόσο πολύ μοιάζουν.

Στο κάτω – κάτω, με διαφορετικά μέσα η κάθε μία και με διαφορετική «φόδρα», κατάφεραν να επιβληθούν στο ανδρικό κατεστημένο.