Ο Ληρ σύμφωνα με τον Σαίξπηρ είναι 80χρονος που πηγαίνει όμως για κυνήγι μαζί με 100 άντρες. Είναι πολύ βίαιος, με τρομερή ενέργεια, οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι αισθάνεται πως φτάνει στο τέλος της ζωής του. Υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που αποφασίζει να δώσει όλα αυτά που δίνει. Και απαιτείται να το ψάξει κανείς. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι γιατί δεν υπάρχουν μητέρες στο έργο. Από κει ξεκινάμε. Στην αφίσα του στην κορυφή του θρόνου υπάρχει ένα μωρό, και αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι κάποια στιγμή αρχίζει να παλιμπαιδίζει.

Το γιατί όμως ο Ληρ μετατρέπεται σε μωρό έχει σχέση με την έλλειψη της μητέρας. Σε πολλά έργα του Σαίξπηρ παρατηρείται αυτό, εδώ όμως είναι ιδιαίτερα υπογραμμισμένο. Διότι στο συγκεκριμένο έργο υπάρχουν δύο οικογένειες: η μία έχει μόνο κόρες, η άλλη έχει μόνο γιους, αλλά καμιά δεν έχει μητέρα. Είναι σαν να σου ανάβει το φωτάκι ο Σαίξπηρ και να σου λέει ψάξ’ το. Στα πρώτα λόγια του έργου δίνεται πολύ έντονα η εντύπωση ότι το βασίλειο θα χωριστεί στα δύο, στον Δούκα του Ολμπανι και τον Δούκα του Κόρνουολ. Ξαφνικά όμως βλέπουμε τον Ληρ να διατείνεται ότι το βασίλειό του θα το μοιράσει στα τρία. Θα πάρει δηλαδή – εκτός από τις δύο παντρεμένες κόρες του – μερίδιο, και μάλιστα το μεγαλύτερο, και η μικρότερη κόρη του, η Κορντέλια. Το βασικό είναι να κατανοήσει κανείς την πρώτη σκηνή που, κατά την άποψή μου, είναι το άπαν. Να συνειδητοποιήσουμε δηλαδή γιατί αποφασίζει να εκχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος του βασιλείου του στη μικρή του κόρη και να ζήσει μάλιστα μαζί της. Οταν εισπράττει την άρνηση της Κορντέλια αρχίζει ο κατήφορός του.

Προ-οιδιπόδειο σύμπλεγμα

Η δική μου ερμηνεία λοιπόν είναι ότι ο Ληρ έχει βιώσει πολύ μεγάλη τραυματική εμπειρία ως παιδί με τη μητέρα του. Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε, αν τους εγκατέλειψε ή αν πέθανε. Η μόνη αναφορά στη μητέρα του γίνεται όταν η μία του κόρη τού λέει «χαίρομαι που σε βλέπω» και εκείνος τής απαντά «το πιστεύω. Αν δεν το πίστευα θα χώριζα τον τάφο της μάνας σου, γιατί θα με είχε απατήσει». Βάζει την Κορντέλια στη θέση και της δικής του μητέρας, αλλά και της μητέρας της Κορντέλια. Υπάρχει δηλαδή ένα περίπλοκο προ-φροϋδικό σύμπλεγμα. Προ-οιδιπόδειο για την ακρίβεια.

Εχει τρομερές ελλείψεις από την παιδική του ηλικία και προσπαθεί να τις αναπληρώσει αναγορεύοντας τη μικρή του κόρη σε μητέρα του ουσιαστικά. Είναι γραμμένο μέσα στο κείμενο με σαφήνεια: «Από δω και πέρα θα ακουμπήσω στο στήθος της για να με θρέψει μέχρι το τέλος». Αυτό είναι το κίνητρο του έργου, από καθαρά ανθρώπινη ανάγκη, η οποία όμως δεν εκπληρώνεται. Περιμένει η Κορντέλια να του πει «εγώ σ’ αγαπώ περισσότερο από όλους» κι εκείνη του ξεκαθαρίζει «σ’ αγαπώ όσο είναι το καθήκον μου». Γιατί δεν θέλει να παίξει το παιχνίδι της ποσοτικοποίησης της αγάπης που παίζει ο Ληρ. Ετσι την εξορίζει για να την τιμωρήσει, αλλά στην ουσία εξορίζει τον εαυτό του.

Η γυναίκα μέσα του

Οι ελλείψεις διαμόρφωσαν τον Ληρ, όπως και όλους μας, σε μεγάλο βαθμό. Σαφώς μας διαμορφώνουν και οι παροχές που έχουμε, αλλά κυρίως οι ελλείψεις. Είναι ένα απόλυτα πατριαρχικό αυταρχικό κράτος αυτό που εντάσσει στην ιστορία ο Σαίξπηρ. Οπότε αυτό που έχει μάθει είναι να λέει «πες μου ότι μ’ αγαπάς» και να ακούει «σ’ αγαπώ». Δεν έχει μάθει να εμβαθύνει στις ανθρώπινες σχέσεις.

Δεν υπάρχουν γυναικείες ευαισθησίες. Αυτό το μαθαίνει με σκληρό τρόπο ο Ληρ. Από ένα σημείο και μετά αρχίζει και μπαίνει η γυναίκα μέσα του, έχει αρχίσει να μεταβάλλεται σε γυναίκα. Η γυναίκα εκδικείται και παίρνει μια μορφή μέσα του και έχει υστερικές εκδηλώσεις. Τώρα έχουμε άλλες γνώσεις, αλλά εκείνη την εποχή η υστερία αποδιδόταν αποκλειστικά στις γυναίκες.

Ο βασιλιάς και ο τρελός

Ο Ληρ δεν είναι ένας ήρωας που διαφωτίζεται στο τέλος και μέσου αυτού κι εμείς. Δεν κάνει τέτοιου είδους διεργασίες ο Σαίξπηρ. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος τσακίζεται επειδή έκανε τις λάθος επιλογές, επειδή η ζωή του είναι έτσι. Ο Ληρ δεν τρελάθηκε επειδή έχασε την αγάπη και την εξουσία. Τρελάθηκε επειδή ήταν αυτός που ήταν. Η τρέλα έρχεται λόγω των πράξεών του. Αλλά ο άνθρωπος που κάνει αυτές τις επιλογές έχει κάποιον λόγο που καταλήγει σε αυτές. Εχει μια συγκεκριμένη ψυχική δομή. Να τονίσουμε εδώ ότι μέσα στο έργο υπάρχουν άνθρωποι που του λένε την αλήθεια αλλά εκείνος δεν θέλει να την ακούσει. Εκτός από την Κορντέλια είναι ο Κεντ, αλλά και ο τρελός: μέσα από γνωμικά, μέσα από τραγούδια, από παροιμίες. Στη δική μου παράσταση ο τρελός είναι και η ενσάρκωση μιας φιλικής πλευράς του Ληρ που δεν αντέχει να την ακούει και να τη βλέπει παρά μόνο μέσα από έναν τρελό.

Λειτουργεί και ως υπενθύμιση – ο τρελός – ότι υπάρχει μέσα του ευαισθησία, αλλά δεν θέλει να την αφήσει να υπάρχει. Στην ουσία η υπόθεση του έργου είναι πάρα πολύ απλή. Αφηγείται αυτό που παθαίνουν όλοι οι άντρες οι οποίοι έχουν μεγαλώσει μέσα σε πατριαρχικές οικογένειες – είτε είναι ο πατέρας είτε είναι η μητέρα εκείνη που ενθαρρύνει το αγόρι να μην κλαίει, να είναι πολύ σκληρό, να βλέπει τις γυναίκες με έναν συγκεκριμένο τρόπο, να είναι κακοποιητής. Γι’ αυτό είναι ο Ληρ ένας κακοποιητής – προς τον εαυτό του πρωτίστως. Ο τρελός στη μέση του έργου εξαφανίζεται γιατί, υποθετικά μιλώντας πάντα, ο Ληρ αρχίζει να τρελαίνεται, οπότε δεν χρειάζεται και ένας δεύτερος τρελός.

Κι άλλη μία εξήγηση που θέλει τον ρόλο αυτόν να τον παίζει η ίδια η Κορντέλια, γιατί όταν εμφανίζεται εκείνη, εξαφανίζεται αυτός. Στη δική μας παράσταση ο τρελός θα μείνει μέχρι το τέλος. Η σχέση του με τον Ληρ δεν είναι μια σχέση γνωστικού με τρελό. Είναι δύο ανθρωπίνων πλασμάτων, κι αυτό είναι πολύ ουσιαστικό για να σταματήσει να υπάρχει κατά την άποψή μου. Εγώ προτίμησα να μην κάνω όλη αυτή την επιφανειακή συνένωση των ρόλων διότι εκτός από τις διαφορές τους έχουν και πάρα πολλές ομοιότητες. Στην πραγματικότητα η γυναικεία ευαισθησία, η ουσιαστική και βαθιά αγάπη, η αλήθεια είναι τα στοιχεία που ενώνουν αυτούς τους δύο ρόλους. Και αυτά όλοι τα χρειάζονται συνέχεια. Οταν βέβαια εμφανίζεται κάποια στιγμή η κόρη, αναγκαστικά ο τρελός μπαίνει σε δεύτερο πλάνο.

Κάμερες παντού

Ο λόγος που επέλεξα να αφηγηθώ το συγκεκριμένο έργο σε έναν σκοτεινό κόσμο μαφίας είναι γιατί από την αρχή μέχρι το τέλος αφηγείται έναν κόσμο εντελώς κλειστό, αυταρχικό, βίαιο, σκοτεινό, χωρίς διεξόδους. Επίσης υπάρχουν κώδικες τιμής, προδοσίας, οι ίδιοι με εκείνους των εγκληματικών οργανώσεων. Σε κάθε σκηνή του έργου σκοντάφτουμε πάνω στις ίδιες αξίες και στις ίδιες συμπεριφορές που έχει μια μαφιόζικη οργάνωση. Αυτό δεν μπορεί να μην ερεθίσει τη φαντασία ενός σύγχρονου σκηνοθέτη. Ούτως ή άλλως εγώ δεν θα μπορούσα να ανεβάσω το έργο κλασικά, μουσειακά. Με ενδιέφερε να δω περισσότερο αυτές τις εξουσιαστικές σχέσεις και τις ιεραρχικές δομές με έναν πολύ σημερινό τρόπο. Ο μόνος τρόπος λοιπόν για να το δει κανείς αυτό είναι να παρατηρήσει πώς λειτουργούν οι εγκληματικές οργανώσεις.

Παράλληλα επιχειρείται μια εσωτερική ακτινογραφία του Ληρ και των υπόλοιπων ηρώων. Στην παράσταση υπάρχουν κάμερες επί σκηνής. Ισως κάποιος υποθέσει ότι χρησιμοποιούνται και γι’ αυτό. Κατ’ αρχάς ο λόγος είναι και μορφολογικός, διότι σε έναν τόσο μεγάλο χώρο οι θεατές θα μπορούν να έχουν μια πιο άμεση εικόνα τού τι συμβαίνει πάνω στη σκηνή, το βάθος της οποίας χρησιμοποιώ. Επίσης με τη χρήση της κάμερας ο θεατής αποκτά οπτική πρόσβαση ακόμη και σε σημεία που υπάρχουν εμπόδια – μπορεί δηλαδή να δει τι συμβαίνει πίσω από αυτά. Από την άλλη, με ενδιαφέρει πάρα πολύ η σχέση του ηθοποιού με την κάμερα.

Οι αντιδράσεις του δηλαδή με ένα μηχανικό μέσο που τον ακολουθεί και συνδιαλέγεται. Αλλά ό,τι έργο και αν ανέβαζα θα με ενδιέφερε πολύ η χρήση της κάμερας. Υπάρχει ένας ηθοποιός που τη χρησιμοποιεί αλλά και εικονολήπτες. Παίζει δηλαδή στο έργο ρόλο και ένα άλλο μέσο εκτός από το θέατρο, που είναι ο κινηματογράφος. Αυτά τα δύο εδώ και καιρό με απασχολεί πώς συνδιαλέγονται πάνω στη σκηνή, γι’ αυτό και το κάνω σε αρκετές παραστάσεις. Αυτό το έχω ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’80. Οι κάμερες καταγράφουν, όμως και παρακολουθούν. Σε ένα τέτοιο κράτος και σε μια τέτοια κοινωνική δομή η παρακολούθηση είναι πολύ βασικός παράγων. Ολους μας κάποιος μάς παρακολουθεί, μπορεί να το πει κάποιος πολύ πεζά predator ή λίγο πιο μεταφυσικά και φιλοσοφικά. Οτι υπάρχει κάτι εκεί έξω που μας παρακολουθεί και εγώ έτσι αισθάνομαι χωρίς να μπορώ να το προσδιορίσω.