Οταν ήμουν παιδί, το πιο αγαπημένο μου τραγούδι ήταν ο «Κυρ Αντώνης», σε μουσική και στίχους Μάνου Χατζιδάκι. Το τραγουδούσα – ίσως και να το χόρευα – αλλά συγχρόνως μου προκαλούσε ένα δέος, μια αμηχανία. Ηταν οι στίχοι του που έλεγαν ότι ο κυρ Αντώνης ζούσε «με ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ». Φορούσε πάντα ένα λουλούδι στα παλιά του ρούχα. Και θύμωνε όπως υποδηλώνει η στροφή «…και τον θυμό σου πάντα ξεχνάμε». Ενας άνθρωπος που σήμερα θα έλεγα ότι «ζούσε εκτός» όπως περιγράφεται στο δεύτερο κουπλέ: «Ο κυρ Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί / γιατί το βράδυ στο όνειρό του θέλει να θυμηθεί / ό,τι ποτέ δεν έζησε μες στ’ όνειρό του ζει /μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει το πρωί».

Ολα αυτά – και, κυρίως, το παιδικό ένστικτό μου – μου έλεγαν ότι ο κυρ Αντώνης (που ποτέ δεν έμαθα αν υπήρξε κάποιο πραγματικό πρόσωπο το οποίο ενέπνευσε τον Χατζιδάκι) ήταν ένας «αγαθός». Ετσι λέγαμε στη Σύρο τους ανθρώπους περιορισμένης αντίληψης. Και τους είχαμε σαν «Κυρ Αντώνηδες». «Αχ, κυρ Αντώνη, πώς σ’ αγαπάμε και μαζί σου τ’ άστρα μετράμε…». Κι ας υπάρχει αυτή η στροφή στο τέλος που λέει : «…σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή». Ουδεμία σχέση με χλευασμό είχε εκείνο το γέλιο. Μόνο ευφορία που ένας «μεγάλος» συμπεριφερόταν σαν παιδί. Ναι, ξέρω ότι σε μια ναυτική κοινωνία όπως η συριανή, «ανοιχτή» και εξοικειωμένη με το διαφορετικό, οι άνθρωποι περιορισμένης αντίληψης δεν ζούσαν απομονωμένοι αλλά αποτελούσαν χαρακτηριστικές ψηφίδες της τοπικής κοινωνίας.

Από τότε που τραγουδούσα τον «Κυρ Αντώνη» έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας. Και ενώ υποτίθεται ότι έχουμε εξελιχθεί, ότι η πολιτική ορθότητα έχει επιβάλει άλλες συμπεριφορές, ότι η συμπερίληψη είναι το μεγάλο στοίχημα και συγχρόνως μείζον ζητούμενο, η επικαιρότητα μας λέει ότι οι «κυρ Αντώνηδες» της εποχής μας αντιμετωπίζονται, στην καθημερινότητα, είτε ως παρείσακτοι είτε ως άτομα προς εκμετάλλευση. Είναι ο Αντωνάκης από την Κρήτη που πριν από δύομισι μήνες τον πέταξαν από τον καταπέλτη στη θάλασσα σαν να ήταν ένα άχρηστο πράγμα, ένα σκουπιδάκι. Και, τώρα, τα άλλα παιδιά που κάποιος εξευτέλιζε on camera και κάποιοι άλλοι πλήρωναν για να βλέπουν live τον εξευτελισμό τους. Ακόμη και η υπόθεση της Φαίης Μπακογιώργου. Και παράλληλα, όλα αυτά τα περιστατικά που περνούν στα ψιλά. Ή και στα «χοντρά». Διότι όταν γίνεται είδηση το αυτονόητο, το ότι, για παράδειγμα, μια μητέρα που βρέθηκε στο πάρκο με το παιδί της, του επέβαλε να παίξει με το παιδάκι που είχε σύνδρομο Down και το οποίο ήταν ολομόναχο, κάτι δεν πάει καλά.

Δεν ισχυρίζομαι ότι παλαιότερα τα πράγματα ήταν καλύτερα όσον αφορά τη συμπεριφορά προς τα Ατομα με ειδικές Ανάγκες. Απλά, στην εποχή μας η δύναμη, η άσκηση εξουσίας θεωρείται κατάκτηση, ίσως μεγαλύτερη και από την απόκτηση χρημάτων. Αυτό λέει το κυνήγι της αναγνωρισιμότητας, στην πραγματική ή τη διαδικτυακή ζωή. Και σε μια τέτοια συνθήκη, όταν προσπαθείς να απλώσεις την ελάχιστη εξουσία σου, σαν ελάχιστη μαρμελάδα πάνω σε μια φέτα ψωμί, οι άνθρωποι που θεωρείς ότι είναι πιο «αδύναμοι» από εσένα είναι ο πιο εύκολος στόχος.

Ισότητα και διαφορετικότητα

Η αποδοχή της διαφορετικότητας είναι σήμερα – και καλώς είναι – ένα είδος «μαθήματος σωστής συμπεριφοράς». Αναρωτιέμαι όμως τι πρέπει να υποβάλουμε στα παιδιά. Σεβόμαστε τα Ατομα με ειδικές Ανάγκες, τους «αγαθούς», επειδή είναι διαφορετικοί; Μήπως θα ήταν καλύτερα να τα μαθαίνουμε ότι είναι εντελώς ίδια με εμάς. Οτι εξαιτίας μιας «γενετικής ατυχίας» που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα φαίνονται ή συμπεριφέρονται κάπως διαφορετικά;

Και βλέπω ότι ακόμη και σε σίριαλ εποχής όπου, προκειμένου να υπηρετήσουν τη σύγχρονη πολιτική ορθότητα, κάνουν άτσαλα άλματα προς το μέλλον, ο «αγαθιάρης του χωριού» μπορεί μεν να παρουσιάζεται άκρως συμπαθής, πάντα όμως αιωρείται η απειλή του κινδύνου που εγκυμονούν τα ξεσπάσματά του.