Πρέπει να ήταν αρχές του 1968. Στο κτίριο της Νομικής Σχολής, στη Σόλωνος, ένας συμφοιτητής μου με πλησίασε και μου είπε: «Να σου γνωρίσω τον Γιώργο τον Μανιάτη. Είναι της Φιλοσοφικής. Θα έχετε πολλά να πείτε οι δυο σας, κυρίως για τον Νίτσε». Τα επόμενα χρόνια κατέληξε να βρισκόμαστε σχεδόν κάθε μέρα με τον Γιώργο. Είδαμε μαζί εκατοντάδες ταινίες, πήγαμε μαζί σε δεκάδες συναυλίες στο Ηρώδειο, περπατήσαμε ούτε κι εγώ ξέρω πόσα χιλιόμετρα μαζί στα πεζοδρόμια της Αθήνας, ανταλλάξαμε απόψεις για τα πάντα και μερικά ακόμα. Δεν θυμάμαι πάντως να μιλήσαμε έστω και μία φορά για τον Νίτσε.

Για εκείνα τα χρόνια, τα τόσο δίσεκτα λόγω χούντας αλλά και τόσο ενδιαφέροντα λόγω της ηλικίας μας και της τάσης μας να ρουφάμε κάθε εμπειρία και κάθε γνώση, θα μπορούσα να γράψω πολλά. Δεν είναι όμως ούτε ο κατάλληλος χώρος, ούτε η κατάλληλη περίσταση. Θα αρκεστώ λοιπόν σε κάτι δευτερεύον αλλά απολύτως ενδεικτικό. Ο Γιώργος έμενε τότε στην πλατεία Αμερικής. Εγώ, στους Αμπελόκηπους. Μετά τη σχεδόν απαραίτητη κάθε βράδυ παράσταση (ταινία, θέατρο, μουσική), πηγαίναμε σε κάποιο ζαχαροπλαστείο, όπου είτε τρώγαμε κάτι σαν μακαρόνια μπολονέζ, είτε περιοριζόμασταν σε ένα ταπεινό ζελέ, αναλύοντας βέβαια παράλληλα ό,τι είχαμε δει ή ακούσει. Οταν έκλεινε το ζαχαροπλαστείο, γύρω στις δύο τη νύχτα, έλεγα στον Γιώργο: «Αντε να σε πάω μέχρι το σπίτι σου». Αυτό και γινόταν. Οταν φτάναμε όμως στην πόρτα του, καθώς η συζήτηση είχε ανάψει (συνήθως για το πώς θα σώσουμε τον κόσμο, πώς θα πέσει η χούντα, αλλά και αν ο Τοσκανίνι ήταν ή όχι ο κορυφαίος μαέστρος), μου έλεγε: «Να σε πάω κι εγώ λίγο πιο πάνω». Εννοείται ότι καταλήγαμε να περπατήσουμε από την πλατεία Αμερικής μέχρι τους Αμπελόκηπους, χωρίς βέβαια να έχουν λυθεί καθ’ οδόν τα ακανθώδη ζητήματα που συζητούσαμε. Επειτα, ο Γιώργος το έκοβε ξανά ποδαρόδρομο μέχρι την πλατεία Αμερικής. Μ’ ετούτα και μ’ εκείνα, δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν πέφταμε για ύπνο.

Πιστεύω ότι έχουν τη μικρή τους αξία όλα αυτά. Δεν είμαι υπέρ των νεκρολογιών που διολισθαίνουν σε βλαχοδημαρχικές υπερβολές, ούτε υπέρ εκείνων που δεν απέχουν πολύ από την αγιοποίηση (δημοσιεύτηκαν και αναρτήθηκαν, άλλωστε, ουκ ολίγες ανακρίβειες για τη διαδρομή του Μανιάτη, πολιτική και άλλη). Είμαι υπέρ των αποχαιρετισμών που δίνουν έμφαση στις πιο ανθρώπινες, ακόμα και στις πιο χαριτωμένες (ναι, χαριτωμένες) στιγμές και πλευρές αυτού που «μας άφησε».

Ενας άλλος τίτλος για το κείμενο, πιο τσαχπίνικος ίσως, θα μπορούσε να είναι «Ο άνθρωπος ορχήστρα», υπαινιγμός για το πάθος του Μανιάτη με την κλασική μουσική, αλλά και έμμεση αναφορά στις πολυσχιδείς δραστηριότητές του. Εξαιρετικός δάσκαλος, τόσο ως φιλόλογος στη Σχολή Μωραΐτη όσο και στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών αργότερα, μόνον καλά λόγια θ’ ακούσεις γι’ αυτόν από τους/τις κατά καιρούς μαθητές/τριές του και φοιτητές/τριές του.

Και τι να πει κανείς για τη σχέση του με τη μουσική; Για τις εκπομπές του στο Τρίτο Πρόγραμμα με τίτλο «Το αναπάντητο ερώτημα»; Για τη συλλογή του δίσκων (περίπου 15.000 βινύλια και 10.000 CD), αισθητά μικρότερη (!) πάντως από εκείνη του στενού του φίλου, Στάθη Αρφάνη, ο οποίος σχετικά πρόσφατα δώρισε τη δική του στο Ωδείο Αθηνών; Με του Γιώργου πάντως τη συλλογή, τα πράγματα είναι μάλλον πιο απλά: θα ενωθεί, υποθέτω, με εκείνη του γιου του, του Γιάννη, επίσης φανατικού συλλέκτη δίσκων.

Και ως συγγραφέας άφησε το αποτύπωμά του ο Γιώργος Μανιάτης, με συμμετοχή σε συλλογικούς τόμους αλλά και με τέσσερα δικά του βιβλία. Ανάμεσά τους, ένα για τον Ρουσώ («Το προσωπείο και το πρόσωπο») και ένα για τον Βάγκνερ («Το καθαρά ανθρώπινο»). Μάλιστα, μία μόλις εβδομάδα πριν «φύγει», μου έλεγε: «Εσύ, που ανακατεύεσαι με τα εκδοτικά, σκέφτεσαι κανέναν που θα ενδιαφερόταν να επανεκδώσει τον (εξαντλημένο) Βάγκνερ;».

Λιγότερο γνωστές είναι ίσως άλλες ιδιότητες του Γιώργου Μανιάτη, όπως του αξιόλογου ζωγράφου πορτρέτων ή του συνιδρυτή των εκδόσεων Υποδομή, από τις οποίες ωστόσο αποχώρησε νωρίς (αφήνοντας τη διεύθυνσή τους στα χέρια μου) προκειμένου να αφοσιωθεί στις πολιτικές του δραστηριότητες.

Συνεπής στην άποψή μου ότι οι νεκρολογίες δεν πρέπει να είναι αγιογραφίες, δεν θα παραστήσω τη στρουθοκάμηλο, δεν θα περιοριστώ στο ουδέτερο «να αφοσιωθεί στις πολιτικές του δραστηριότητες». Αυτός ο λάτρης του Ντεμπυσύ, αυτός ο θιασώτης του ντιλεταντισμού σε όλες τις εκφάνσεις του, το 1976, σε σχετικά όψιμη για τέτοιες επιλογές ηλικία, εντάχθηκε στο ΚΚΕ, του οποίου βέβαια δεν άργησε, λόγω ικανοτήτων, να αναδειχθεί σε στέλεχος. Εγινε έτσι αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και διευθυντής του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών. Ολα αυτά μέχρι το 1989, οπότε αποχώρησε από το ΚΚΕ. Εκτοτε, κινούνταν στον ευρύτερο χώρο του Νέου Αριστερού Ρεύματος (ΝΑΡ) και του μετωπικού του σχήματος, του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αβυσσος η ψυχή του ανθρώπου! Και βέβαια, ποιος είμαι εγώ που θα τον κρίνω, αυτόν και άλλους; Δεν θα πάψω, ωστόσο, ποτέ να αναρωτιέμαι πώς το μυαλό και η ευαισθησία του Μανιάτη μπόρεσαν να «χωρέσουν» τον πολιτικό παλαιοημερολογιτισμό και τον ιδεολογικό ιεχωβαδισμό του ΚΚΕ και των εκβλαστήσεών του.

Γεια χαρά, Γιώργο. Δυστυχώς, δεν θα μπορούμε πια να πλακωνόμαστε για τα πολιτικά. Πάντως, αν μη τι άλλο, είχαμε καταφέρει τελικά να συμφωνήσουμε έστω για τον Τοσκανίνι.

Ο Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.