Το ημερολόγιο δείχνει ότι σήμερα συμπληρώνονται σαράντα πέντε χρόνια από εκείνη την ημέρα του Νοεμβρίου που, από τις εφημερίδες, μάθαμε για μια ιστορία τρόμου και σκότους, μια υπόθεση που ερχόταν από αυτό που λέμε «βαθιά Ελλάδα» και μάλιστα εκείνης της εποχής. Σχεδόν μισός αιώνας και ακόμη θυμάμαι το σοκ που προκάλεσε η είδηση. Εκείνη την ημέρα, ύστερα από ένα ανώνυμο τηλεφώνημα, η αστυνομία έκανε έφοδο στην αποθήκη ενός σπιτιού στο χωριό Κωσταλέξι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία. Κι εκεί βρήκε έναν άνθρωπο που έμοιαζε περισσότερο με ζώο. Γυμνή, τυλιγμένη με μια κουβέρτα, ανάμεσα σε γεωργικά εργαλεία και ζωοτροφές, στον ίδιο χώρο που έκανε και τις σωματικές της ανάγκες, η Ελένη Καρυώτη, ύστερα από 29 χρόνια συνεχούς εγκλεισμού, είχε χάσει όλα τα ανθρώπινα στοιχεία της. Μούγκριζε, έβγαζε άναρθρες κραυγές, φαινόταν να μην έχει επαφή με το περιβάλλον, καλά καλά δεν μπορούσε να στηριχθεί όρθια.

Οι εφημερίδες είχαν άφθονο υλικό για να παρουσιάσουν μια ιστορία που είχε όλα τα υλικά (απαγορευμένοι έρωτες, οικογενειακά μυστικά, η συνωμοσία σιωπής ολόκληρου του χωριού) ενός καλού σίριαλ. Και ως σίριαλ το αντιμετωπίζαμε. Περιμέναμε κάθε μέρα τις εφημερίδες για να «δούμε» το καινούργιο επεισόδιο. Τα αδέλφια έλεγαν ότι στα 17 της η Ελένη τρελάθηκε, μασούσαν τα λόγια τους για τον αν την εξέτασε ποτέ ψυχίατρος και επέμεναν πως ό,τι έκαναν, το έκαναν για να την προστατεύσουν. Στο χωριό πάλι μιλούσαν για τον έρωτά της με έναν αντάρτη, στον τελευταίο χρόνο του Εμφυλίου, και πως ο πατέρας της που ήταν βασιλικός την τιμώρησε με αυτόν τον τρόπο. Ενώ κάποιοι άλλοι υποστήριζαν πως η Ελένη τρελάθηκε όταν είδε τους χωροφύλακες να σκοτώνουν τον αγαπημένο της μπροστά στα μάτια της.

Θυμάμαι τις φωτογραφίες από το νοσοκομείο όταν μέρα με τη μέρα η Ελένη άρχισε να εξανθρωπίζεται – τρόπος του λέγειν δηλαδή. Οταν τραύλιζε το όνομα του αγαπημένου της που άλλοτε τον έλεγαν Τόλη και άλλοτε Γιώργο. Οταν προσπαθούσε να γράψει, με κάτι κολυβογράμματα, το όνομά της και την ηλικία της. Δεκαοχτώ ετών, εκεί είχε μείνει. Οταν έτρωγε με ζωώδη βουλιμία φαγητά που είχε ξεχάσει – αν ήξερε ποτέ – ότι υπήρχαν. Ενώ οι φωτογραφίες που έχουν χαραχτεί στη μνήμη μου είναι όταν της έδωσαν καλλυντικά και, με το αφυπνισμένο γυναικείο ένστικτό της, προσπαθούσε να τα χρησιμοποιήσει, να καλλωπιστεί. Λίγους μήνες μετά έγινε δίκη αλλά ουδείς κρίθηκε ένοχος. Υστερα πέρασαν τα χρόνια, η ιστορία της Ελένης δεν ξεχάστηκε αλλά λίγοι μάθαμε ότι το 1998 εξαφανίστηκε. Μια γυναίκα, μια «κοιμωμένη» της ελληνικής επαρχίας, που, στην ουσία, δεν έζησε και, στην πραγματικότητα, δεν πιστοποιήθηκε ποτέ ο θάνατός της. Που η ζωή ήταν μόνο η καύσιμη ύλη ενός λαϊκού αφηγήματος. Τίποτα άλλο.

Η ιστορία της Ελένης έχει περάσει στη συλλογική μας μνήμη. Μαζί με εκείνα τα εγκλήματα όπως η δολοφονία του Αθανασόπουλου ή ο βασανισμός της ψυχοκόρης Σπυριδούλας, που φέρνουν στο φως τις παθογένειες της χώρας, αυτές που κρύβονται πίσω από κλειστές πόρτες και σφαλισμένα στόματα. Μοιάζει επίσης σαν να είναι το τελευταίο έγκλημα – τουλάχιστον δεν θυμάμαι εγώ κάτι άλλο – που οι αιτίες και οι αφορμές του έχουν τις ρίζες του στον Εμφύλιο. Ενώ το «Κωσταλέξι» έχει περάσει, πια, στη γλώσσα μας ως ουσιαστικό που παραπέμπει σε εγκλεισμό.

Αν ζούσε η Ελένη, σήμερα θα ήταν σχεδόν ενενήντα ετών. Αλλά – ποιος ξέρει; – μπορεί και να ζει. Να έγινε μια νεράιδα που έμεινε για πάντα στα δεκαοχτώ.

Η Ελένη και ο Τσικληρόπουλος

Οταν πρωτάκουσα το τραγούδι «Ελένη» με τη Χάρις Αλεξίου σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και στίχους Μπάμπη Τσικληρόπουλου, αν και πολλά χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση της ιστορίας στο Κωσταλέξι, είχα την εντύπωση ότι γράφτηκε με αφορμή αυτό το γεγονός. Μου ταίριαζαν οι στίχοι του. «Κι εσύ Ελένη και κάθε Ελένη, της επαρχίας, της Αθήνας κοιμωμένη, είναι άλλο να πεθαίνεις για την Ελλάδα κι άλλο η Ελλάδα να σε πεθαίνει». Αργότερα έμαθα ότι γράφτηκε για εντελώς άλλη αιτία, ένα βράδυ στο μπαρ Dada και ύστερα από κάμποσα ουίσκι. Ωστόσο μου δημιουργεί τον ίδιο συνειρμό, εξού και ο σημερινός τίτλος.