Περισσότερες και καλύτερες δουλειές» υποσχόταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την προεκλογική καμπάνια του 2019 πριν από την εκλογή της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας. Εχοντας ολοκληρώσει μια τετραετή θητεία, ο Πρωθυπουργός μπορεί να υπερηφανεύεται για τη σημαντική μείωση της ανεργίας τα τελευταία χρόνια – οι αριθμοί δείχνουν να δικαιώνουν τις επιλογές της κυβέρνησης.

Πού βρίσκεται όμως πραγματικά η ελληνική οικονομία σε σχέση με την ανεργία; Μπορούμε να μιλάμε για λύση του μεγάλου προβλήματος που αποτελούσε μια από τις κορυφαίες ανησυχίες των Ελλήνων κατά τη δεκαετία της κρίσης;

Η κυβέρνηση μπήκε στη δεύτερη τετραετία της όχι με ποσοτικό, αλλά με ποιοτικό πρόταγμα αυτή τη φορά. Το ζητούμενο; Καλύτεροι μισθοί. Τι απέγιναν όμως οι περισσότερες δουλειές; Ολοκληρώθηκε το έργο της κυβέρνησης σε αυτόν τον τομέα;

Η μείωση των δεικτών της ανεργίας είναι πράγματι εντυπωσιακή. Από το αρνητικό ρεκόρ του Ιουλίου του 2013 με 28,2%, στο 17,3% τον Ιούλιο του 2019 και από εκεί στο σημερινό 10,8% (Μάιος 2023), η ανεργία μοιάζει πλέον διαχειρίσιμη. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ, πρώην ΟΑΕΔ), οι εγγεγραμμένοι στα μητρώα άνεργοι είναι πλέον κοντά στα επίπεδα του 2011.

Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με σημαντικά υψηλότερη ανεργία από τον μέσο όρο της ΕΕ (5,9% τον Μάιο του 2023). Υψηλότερο ποσοστό ανεργίας σημειώνει μόνο η Ισπανία, με 12,7%, ενώ στην τρίτη θέση έρχεται η Ιταλία με 7,6%.

Παρόμοια είναι η εικόνα και στην ανεργία των νέων. «Η Ελλάδα έχει σήμερα το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ στους νέους 19-24 ετών και το υψηλότερο ποσοστό στους νέους 25-29 ετών, 27% και 19% αντίστοιχα» επισημαίνει η Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Επιπλέον, αν και το ποσοστό της ανεργίας βαίνει μειούμενο, ο ρυθμός της μείωσης έχει σημειώσει επιβράδυνση. «Ο ρυθμός μείωσης της ανεργίας παρουσιάζει τελευταία επιβράδυνση, που οφείλεται στην επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης και αύξησης της απασχόλησης» σημειώνει στα «ΝΕΑ» η κ. Καραμεσίνη. «Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των διεθνών οργανισμών είναι ότι το ποσοστό ανεργίας θα σταθεροποιηθεί φέτος» συνεχίζει η ίδια.

«Η σταθεροποίηση της ανεργίας γύρω στο 10% – οι προβλέψεις μας δεν εκτιμούν μία αξιόλογη συνέχιση της μείωσής της – θα μας αναγκάσει να σκεφτούμε πολύ πιο δημιουργικά από εδώ και πέρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος» υπογραμμίζει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο επίτιμος καθηγητής Οικονομικών του ΕΚΠΑ, Παναγιώτης Πετράκης.

Παράλληλα, ο αριθμός των απασχολούμενων σημειώνει ανεπαίσθητες αυξήσεις το τελευταίο διάστημα, που σημαίνει ότι η μείωση της ανεργίας δεν οφείλεται μόνο στην αύξηση των θέσεων εργασίας, αλλά και στη μείωση του εργατικού δυναμικού της χώρας. Συγκεκριμένα, μεταξύ Μαΐου 2022 και Μαΐου 2023, τα άτομα εκτός εργατικού δυναμικού αυξήθηκαν κατά 18.599 (από 3.092.917 σε 3.111.516). Κατά το ίδιο διάστημα, οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά 45.901 (από 4.140.278 σε 4.186.179).

«Η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας για δημογραφικούς λόγους (μείωση γεννήσεων, εξωτερική μετανάστευση) είναι μια σημαντική αιτία πίσω από τη μείωση της ανεργίας. Οταν μειώνεται ο πληθυσμός, λιγότεροι νέοι εισέρχονται στην αγορά εργασίας μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής τους και άρα λιγότερα άτομα αναζητούν εργασία. Αυτό μεταφέρεται διαχρονικά και στις επόμενες ηλικιακές ομάδες» λέει η καθηγήτρια του Παντείου.

Κακή εικόνα

Η Ελλάδα παρουσιάζει, μάλιστα, ιδιαίτερα κακή εικόνα σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή των πολιτών στο εργατικό της δυναμικό, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Συγκεκριμένα, μόλις 51,4% των Ελλήνων συγκαταλέγονταν στο εργατικό δυναμικό της χώρας τον Μάιο. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν στο 74,7% το πρώτο τρίμηνο του 2023, ενώ ακόμα και η Ισπανία, με τα προαναφερθέντα προβλήματα στην αγορά εργασίας, βρίσκεται στο 58,5%.

Το παραπάνω ζήτημα επισήμανε, μάλιστα, και το Παρατηρητήριο Μεταρρυθμίσεων του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) σε πρόσφατό του δελτίο (5/7): «Παρά τις βελτιώσεις, τα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας και απασχόλησης στη χώρα μας παραμένουν χαμηλότερα από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ-27 και η ανεργία εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα».

Πέραν του δημογραφικού ζητήματος, η μείωση του εργατικού δυναμικού οφείλεται εν πολλοίς και στην αποθάρρυνση που δημιουργείται σε μεγάλο τμήμα των εργαζομένων από τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να μην αναζητούν πλέον εργασία, όπως σημειώνει ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας της Εργασίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Αλέξης Ιωαννίδης, σε έρευνα που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων (ΙΜΕ) της ΓΣΕΒΕΕ τον περασμένο Απρίλιο.

Η μακροχρόνια ανεργία, που συχνά οδηγεί στην αποχώρηση από το εργατικό δυναμικό, αποτελεί σημαντικό πρόβλημα στη χώρα μας. Σύμφωνα με στοιχεία του 2020 που παρουσιάζει η έκθεση του κ. Ιωαννίδη, το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων αναζητούσαν εργασία για παραπάνω από ένα έτος, ανεξαρτήτως ηλικίας: 58% μακροχρόνια άνεργοι στις ηλικίες 20-29, 67% των ανέργων 30-34 ετών, 56% των ανέργων 35-39 ετών, 67% στην ηλικιακή ομάδα 40-44, με τα ποσοστά να ξεπερνούν το 70% στους άνεργους άνω των 45 ετών.

Τα παραπάνω στοιχεία διαμορφώνουν μια μάλλον προβληματική εικόνα για το μέλλον της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια. Η νέα ηγεσία του υπουργείου Εργασίας θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στα εν λόγω ζητήματα, προκειμένου η χώρα μας να ευθυγραμμιστεί με την υπόλοιπη Ευρώπη.