Μια αντικοινωνική διάθεση έχει κατακλύσει τις ΗΠΑ και είναι ιδιαίτερα εμφανής στην πολιτική Αριστερά, ισχυρίζεται το άρθρο του damagemag.com που τιτλοφορείται «Η λέσχη του αντικοινωνικού σοσιαλισμού».

Φαινόμενα όπως η μοναξιά, η κατάρρευση των οικογενειών, η επιδημία των ναρκωτικών και το κύμα ανθρωποκτονιών συντελούν στη σύγχρονη κρίση της κοινωνικότητας, την οποία ο συγγραφέας του άρθρου Ντάστιν Γκουαστέλα περιγράφει ως «μια θεμελιωδώς αντικοινωνική ρύθμιση» που έχει διαμορφωθεί στις αμερικανικές πόλεις όπου υπάρχουν έντονες ανισότητες και η οποία αποθαρρύνει την κοινωνική αλληλεγγύη.

Από τη μοναξιά μέχρι την έλλειψη φύλου, από την κατάχρηση ναρκωτικών μέχρι την ανθρωποκτονία, πολλοί στην Αριστερά βρίσκονται να δικαιολογούν ή να αγνοούν τη σταθερή αύξηση της συλλογικής αντικοινωνικής συμπεριφοράς.

Ορισμένοι προοδευτικοί έχουν άθελά τους υποστηρίξει τη θεσμοθέτηση της μοναξιάς μέσω της ακραίας επέκτασης των πολιτικών πανδημίας, ενώ άλλοι θεωρούν την αντικοινωνική συμπεριφορά στη δημόσια ζωή κατά κάποιο τρόπο ως ενάρετη. Ακόμα περισσότεροι επιλέγουν να αγνοήσουν τις χειρότερες συνέπειες της κοινωνικής αποξένωσης – τη μαζική κατάχρηση ναρκωτικών και τις δολοφονίες.

«Αυτού του είδους η εγκατάλειψη του Κοινωνικού Ζητήματος θα καταστήσει ιδιαίτερα αμυδρές τις προοπτικές για πολιτική ανανέωση», επισημαίνει στο «Damage Magazine» ο Ντάστιν Γκουαστέλα, επιστημονικός συνεργάτης στο Κέντρο για την πολιτική της εργατικής τάξης και συγγραφέας άρθρων για τη δημοκρατική σοσιαλιστική πολιτική στρατηγική σε έντυπα όπως τα «Jacobin», «Guardian», «Huffington Post» και το κορυφαίο σοσιαλιστικό περιοδικό «Catalyst».

Λοκντάουν και μοναξιά

Οι ρίζες της αντικοινωνικής συμπεριφοράς βρίσκουν την προέλευσή τους στα δομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας που είναι αμφίρροπα ή ανταγωνιστικά προς τις μεγαλύτερες κοινωνικές παρορμήσεις μας: η διείσδυση της λογικής της αγοράς ακόμη και στα πιο ιδιωτικά μέρη της ζωής μας, η τάση για ιδιωτικοποίηση όλων όσων κάποτε ήταν δημόσια και, φυσικά, η τάση η επαγγελματική ζωή να καταβροχθίζει την υπόλοιπη ζωή.

«Τουλάχιστον από τα μέσα του περασμένου αιώνα γινόμαστε μάρτυρες της μείωσης της συμμετοχής σε ομαδικά αθλήματα, εθελοντικές ενώσεις, εργατικά συνδικάτα, κοινωνικές λέσχες, πολιτικές οργανώσεις και φιλανθρωπικούς σκοπούς. Η πορεία προς την κοινωνική απομόνωση είναι μεγάλη.

Εξάλλου υπάρχουν πλέον πολλά στοιχεία που δείχνουν ότι ο απομονωτισμός ως πρώτη αντίδραση για να «ισοπεδωθεί η καμπύλη» της πανδημίας δεν ήταν ούτε ο μόνος ούτε ο καλύτερος τρόπος. Γι’ αυτό και η υιοθέτηση της πολιτικής αποκλεισμού είχε μεγάλο κοινωνικό κόστος που αποτιμάται με την απότομη αύξηση των δολοφονιών, την κατάχρηση ναρκωτικών και την κατάθλιψη, τη μείωση του αλφαβητισμού των μαθητών, την απουσία φιλικών σχέσεων και του σεξ».

Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι εκκλήσεις για επιστροφή στην κανονική ζωή χωρίς μάσκες σπάνια προήλθαν από την πλευρά της Αριστεράς.

Πέρυσι, παρά το γεγονός ότι το 79% του συνόλου των γονέων μαθητών προτιμούσε τη διά ζώσης εκπαίδευση, πολλοί αμερικανοί προοδευτικοί αντιστάθηκαν επιθετικά στην επαναλειτουργία των σχολείων.

Η αντικοινωνική στάση που επικράτησε και η παράταση του κλεισίματος των σχολείων επιδείνωσαν τις μαθησιακές ικανότητες των μαθητών: τα παιδιά όχι μόνο έπρεπε να καλύψουν το κενό τους στα ακαδημαϊκά μαθήματα, αλλά έπρεπε τώρα να ξαναμάθουν βασικές κοινωνικές δεξιότητες.

Οι συνήθειες κοινωνικής απομάκρυνσης που έφεραν τα μέτρα κατά της πανδημίας προώθησαν στις ΗΠΑ και μία νέα τάση, την κατά μόνας κατανάλωση φαγητού στα εστιατόρια.

Το ένα τρίτο του αστικού πληθυσμού στις ΗΠΑ εργάζεται πλέον από το σπίτι και γευματίζει μόνο του σε τακτική βάση. Αυτοί οι σολίστες παίρνουν για συντροφιά τους και στο φαγητό το κινητό τους τηλέφωνο έτσι ώστε να δηλώνουν διαρκώς την παρουσία τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Οπως υπογραμμίζει ο Ντάστιν Γουαστέλα, «αυτό το μοναχικό και αγενές πλήθος είναι επίσης ένας πολιτικά προοδευτικός όχλος: σε κάθε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης (εκτός από το Pinterest), οι προοδευτικοί υπερτερούν κατά πολύ σε αριθμό από τους συντηρητικούς.

Και όλος αυτός ο χρόνος που περνάμε μόνοι μας στο Διαδίκτυο μας έχει κάνει λιγότερο έμπιστους απέναντι στους άλλους, απορριπτικούς και απαισιόδοξους. Οι έρευνες γνώμης δείχνουν ότι οι νέοι Αμερικανοί έχουν τώρα λιγότερη αισιοδοξία για τις προοπτικές της μελλοντικής γενιάς τους απ’ ό,τι είχαμε στη σκιά της Μεγάλης Υφεσης. Ακόμη χειρότερα, οι νέοι είναι επίσης πολύ πιο καχύποπτοι απέναντι στους άλλους».

Η οικογένεια σε κρίση

Οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέχουν σήμερα την πρώτη θέση παγκοσμίως σε μονογονεϊκά νοικοκυριά με ποσοστό 23% – υπερτριπλάσιο του ποσοστού του υπόλοιπου κόσμου.

Οι στάσιμοι μισθοί, η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας, το αυξανόμενο κόστος στέγασης έχουν συνδυαστεί για να παραλύσουν την οικογενειακή ζωή στις προηγμένες (και όχι τόσο προηγμένες) οικονομίες.

Οι γονείς αποκτούν λιγότερα παιδιά, τα νοικοκυριά συρρικνώνονται, οι γάμοι έχουν λιγότερες πιθανότητες να επιβιώσουν και η φροντίδα των παιδιών είναι όλο και πιο απρόσιτη για όσους αγωνίζονται να κρατήσουν τα πράγματα ενωμένα. Η οικογενειακή ζωή, που παλαιότερα αποτελούσε ένα δεδομένο κοινωνικό γεγονός, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε πολυτέλεια.

Ωστόσο πολλοί στην Αριστερά δεν βλέπουν την κρίση της οικογενειακής ζωής καθόλου ως κοινωνικό πρόβλημα.

Αντίθετα, η κατάρρευση των οικογενειών αποδίδεται ως λύση. Καθώς οι γάμοι καταρρέουν, τα παιδιά εξαφανίζονται και οι ηλικιωμένοι μεταφέρονται σε μονάδες ηλικιωμένων, μας επιβάλλεται να «καταργήσουμε την οικογένεια». Το «μανιφέστο για τη φροντίδα και την απελευθέρωση» της αριστερής θεωρητικού Sophie Lewis το 2022 υποστηρίζει ότι η μείωση της οικογενειακής ζωής αντιπροσωπεύει την αύξηση της κοινωνικής ελευθερίας. Ενώ ένα πρόσφατο μαχητικό άρθρο του Dissent αναφέρεται στην οικογενειακή ζωή ως «αμετάκλητα εξαθλιωμένη». Η απόρριψη της οικογένειας ως θεσμού είναι κοινός τόπος σε ορισμένους προοδευτικούς κύκλους.

Μια σαφώς «προοδευτική» απαισιοδοξία συμβάλλει στην επιτάχυνση της οικογενειακής κρίσης. Σύμφωνα με την εκτίμηση της Morgan Stanley: «Το κίνημα για τη μη απόκτηση παιδιών λόγω των φόβων για την κλιματική αλλαγή αυξάνεται και επηρεάζει τα ποσοστά γονιμότητας ταχύτερα από οποιαδήποτε προηγούμενη τάση στον τομέα της μείωσης της γονιμότητας».