Ο Χειροπαλαιστής ξεκίνησε ως ντοκιμαντέρ μικρού μήκους. Έκανε πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας το 2019 (Βραβείο Β’ Καλύτερης Ταινίας) και τιμήθηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου ως το Καλύτερο Μικρού Μήκους Ντοκιμαντέρ εκείνης της χρονιάς.

Τι έκανε τον σκηνοθέτη των «Μαγνητικών Πεδιών» να εξελίξει το ντοκιμαντέρ σε ταινία μεγάλου μήκους, μας απαντά ο Γιώργος Γούσης.

Συναντήσαμε τα δύο αδέρφια με αφορμή την προβολή της ταινίας στις αίθουσες και μας μίλησαν για την ιδιαίτερη σχέση τους που πλέον πήρε και επαγγελματικό υπόβαθρο.

Πώς προέκυψε η ιδέα να γυριστεί η ταινία Χειροπαλαιστής; Τι σας έκανε να την επεκτείνετε από μικρού μήκους;

Γ.Γ: Την μικρού μήκους την κάναμε απο καθαρή ανάγκη να κάνουμε μια ταινία. Η διαίσθηση και η ανυπαρξία χρημάτων μας οδήγησε στην επιλογή του αδερφού μου και των συνθηκών της ζωής του στο χωριό, ως ικανό θέμα για να αποτελέσει μια ταινία.

Η μικρού μήκους που κάναμε έχει τελικά διαφορετικό θέμα από την μεγάλου μήκους, πράγμα που έχει ενδιαφέρον και σίγουρα αποτέλεσε σημαντικό κίνητρο για εμάς ώστε να συνεχίσουμε την κινηματογράφηση.

Από την στιγμή που ο ίδιος αλλάζει την ζωή του (έφυγε απο το χωριό και επέστρεψε στην Αθήνα) και αρχίζει να κυνηγάει τα όνειρα που έλεγε ότι είχε στη μικρού μήκους, θεωρήσαμε λοιπόν πως αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε να τον ακολουθούμε, ώστε να κάνουμε πιο “τρισδιάστατο” και πιο πλήρες αυτό το πορτραίτο.

Οπότε, ενώ το θέμα της μικρού μήκους ήταν η ασφυξία που μπορεί να βιώνει ένας νέος άνθρωπος στην επαρχία, τώρα, στην μεγάλου μήκους, το θέμα είναι περισσότερο ψυχαναλυτικό και αφορά την ασφυξία που νιώθει ένας νέος άνθρωπος με τον εαυτό του, σε συνάρτηση με τα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής μας για την επιτυχία, την ευτυχία, την απόλυτη νίκη ή την απόλυτη ήττα, χωρίς αυτό να ταυτίζεται απαραίτητα με έναν τόπο.

Στη μεγάλη εκδοχή, οι συγκρούσεις είναι πολύ περισσότερο εσωτερικές, παρά εξωτερικές.

Στη ζωή του αδερφού μου με γοητεύουν οι αντιφάσεις της μεταξύ σκληράδας και τρυφερότητας, η εξωστρέφειά της, οι εικόνες της, τα προβλήματά της και γενικά όλα τα χαρακτηριστικά που την μετατρέπουν στα δικά μου μάτια σε μύθο και κινηματογραφική αφήγηση, όντας όμως ταυτόχρονα ένας πολύ καθημερινός τύπος.

Πόσο εύκολο ήταν να συνεργαστείτε μεταξύ σας; Σας επηρέασε η αδελφική σχέση σας;

Γ.Γ: Παραδόξως δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Με έναν τρόπο, κάθε κινηματογραφικό σετ προσπαθεί να λειτουργεί ως μια οικογένεια, αυτός είναι ο στόχος, να δημιουργηθεί ένα τέτοιο κλίμα εμπιστοσύνης.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε ήδη αυτό και χωρίς αρχικά να καταλαβαίνει απαραίτητα τι κάνουμε, ο αδερφός μου μας έδειχνε τυφλή εμπιστοσύνη ότι δεν θα τον εκθέσουμε και ότι στο τέλος, η ταινία, δεν θα είναι κλειδαρότρυπα στη ζωή του, αλλά το πρίσμα για να αναδειχτεί το θέμα της και η κοινωνία μας.
Ήταν πολύ γενναιόδωρος μαζί μας και αυτό μπορώ να το δω μόνο ως τρυφερό δώρο. Ταυτόχρονα, προσπαθήσαμε να μείνουμε όσο πιο ανεπηρέαστοι γίνεται και να αφήσουμε το συναίσθημα να δουλέψει μόνο του σε τρίτο επίπεδο, κάτω από την ιστορία και το θέμα της ταινίας.
Έτσι κι αλλιώς, είναι ένα ζητούμενο να μένεις όσο πιο αποστασιοποιημένος και αντικειμενικός γίνεται απέναντι στο υλικό σου, ώστε να μπορείς να μοντάρεις την ταινία όχι μόνο ως δημιουργός, αλλά και ως θεατής. Παρόλα αυτά, η αδερφική μας σχέση δεν είναι απούσα από την ταινία, ενώ συγχρόνως δεν την καπελώνει.

Πόσο καιρό κράτησαν τα γυρίσματα της ταινίας; Θυμάστε κάποιες αντιξοότητες; Πώς αντέδρασε η οικογένεια σας;

Γ.Γ: Με τη διακοπή λογω κόβιντ, περίπου 2 χρόνια, αλλά γυρίζαμε σε σπαστά μικρά χρονικα μπλοκ. Οποτεδήποτε νιώθαμε οτι υπήρχε μια κατάσταση ή μια συνθήκη άξια παρατήρησης. Όλο γεμάτο αντιξοότητες ήταν αλλά καμία δεν έχει μείνει στο μυαλό μου ως τέτοια.
Τώρα πια τις θυμάμαι απλά σαν ενδιαφέρουσες περιπέτειες. Η πρώτη αντίδραση από την οικογένεια ήταν αμηχανία και το κατανοώ, είναι πάντα πολύ δυσκολο να βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Γρήγορα όμως το ξεπέρασαν αυτό και νομίζω οτι είναι περήφανοι και χαρούμενοι με την ταινία. Εξάλλου, την έκαναν τα παιδιά τους, πως θα μπορούσαν να μην είναι…

Η ταινία έβγαλε πτυχές της σχέσης σας που κρύβονταν τόσα χρόνια;

Γ.Γ: Όντας δυο πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, από την εφηβεία και μετά αρχίσαμε να έχουμε ξεχωριστές καθημερινότητες, παρέες, και κατ’ επέκταση ζωές, με αποτέλεσμα οι σχέσεις μας να είναι καλές, αλλά τυπικές. Το παράδοξο είναι πως από την στιγμή που αποφασίζει να φύγει, γύρω στο 2012, από την Αθήνα και να μετακομίσει στην επαρχία, η επικοινωνία μας γίνεται πιο συχνή και πιο ουσιαστική.
Τα γυρίσματα ήταν το πικ αυτής της επικοινωνίας και έσφιξαν πολύ την σχέση μας. Με αφορμή την ταινία, μάθαμε καλύτερα ο ένας τον άλλον και κατ’ επέκταση, τους εαυτούς μας. Κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσής μας, όντως άρχισε να με ενδιαφέρει εμένα περισσότερο η τέχνη και αυτόν περισσότερο τα σπορ, όμως τελικά παρατηρώ ότι και εγώ ασχολούμαι με τα σπορ ακόμα σήμερα, κι εκείνος, μέσω της υποκριτικής, με την τέχνη.

Ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να περάσει στο κοινό;

Γ.Γ: Δυστυχώς δεν έχουμε απαντήσεις και μηνύματα για το κοινό. Όλη η προσπάθεια της αφήγησής μας αφορά μια συνεχόμενη διερώτηση πάνω στο θέμα της ταινίας, απο όσο περισσότερες πλευρές του μπορούμε να το μελετήσουμε. Τα συμπεράσματα αφορούν τους θεατές. Δεν είναι και δεν πρέπει να είναι δική μας δουλειά.

Πάνο μίλησε μας για τη σχέση σου με την υποκρτική. Σε ενδιαφέρει να γίνεις ενεργός ηθοποιός;

Π.Γ: Μπορώ να πω ότι με γοητεύει η διαδικασία αυτή. Ίσως να πεις ότι είμαι λίγο ψώνιο, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό που με κάνει να το ευχαριστιέμαι.
Κάποιος πρέπει να κάνει και αυτή τη δουλειά! Είχα παίξει και στο παρελθόν κάποιους μικρούς ρόλους σε ταινίες, όπως στο «Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη και στο «Dye» του Γιώργου Τελτζίδη και ένιωθα ωραία συμμετέχοντας σε αυτή την διαδικασία.
Η φαντασία και η αναμέτρηση με τα συναισθήματά μου είναι μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου. Ευχαρίστως θα το ξανάκανα και θα με ιντρίγκαρε πολύ να με δω και σε άλλους ρόλους.

Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το bras de fer;

Π.Γ: Μου αρέσει γενικά η γυμναστική και τα βαριά αθλήματα. Έχω παρελθόν στο άθλημα της άρσης βαρών, όπου έκανα πρωταθλητισμό μέχρις ενός σημείου στη ζωή μου. Το bras de fer το είδα στο internet. Διοργάνωναν τότε κάποιους αγώνες και πήγαιναν γνωστοί μου και μου άρεσε γιατί μου θύμιζε αυτό το «βάζαμε χέρι» όταν ήμασταν μικροί για να δούμε ποιος είναι πιο δυνατός.
Όταν στα 26 μου έφυγα από την Αθήνα και πήγα στο χωριό, όπου λόγω του μαγαζιού δεν είχα πολύ ελεύθερο χρόνο, αλλά και δεν υπήρχε και κανένα γυμναστήριο κοντά, είδα ότι αν ασχοληθώ με το bras de fer, θα μπορώ να γυμνάζομαι και μόνος μου στο σπίτι.
Έφτιαξα με τον πατέρα μου ότι χρειαζόταν από εξαρτήματα και όργανα γυμναστικής για την προπόνηση και ξεκίνησα. Κάθε φορά που γινόταν ένας αγώνας στην Αθήνα, ήταν για μένα λόγος να το σκάω για λίγο από την μονοτονία του χωριού.

Γιώργο πώς ένιωσες όταν τα Μαγνητικά Πεδία πήραν τον δρόμο για τα Όσκαρ και που τελικά δεν τα κατάφεραν;

Γ.Γ: Χαρά και τιμή που μας ψήφισαν και μας πρότειναν, αρχικά  οι συνάδελφοι μέσω της Ακαδημίας Κινηματογράφου και ύστερα και η επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού. Δεν ένιωσα κάτι που δεν περάσαμε στην τελική φάση. Τι είχαμε, τι χάσαμε. Είναι ήδη πολλά τα όσα έχει καταφέρει να μας δώσει αυτή η ταινία. Στόχος μας δεν ήταν ποτέ τα βραβεία και οι διακρίσεις, εμείς το μόνο που θέλουμε είναι να κάνουμε μια επόμενη ταινία.

Γιώργο από τι εμπνέεσαι για τις ταινίες σου;

Γ.Γ: Έλα ντε! Κάθε φορά από κάτι άλλο. Από τα λίγα που μπορώ να καταλάβω για μένα, νομίζω οτι με γοητεύουν έντονα οι αντιφάσεις, τα απρόσμενα, τα όρια και τα πράγματα που δεν είναι μόνο αυτό που φαίνονται. Ο Σταύρος Ψυλλάκης μου είπε πρόσφατα, «κάνε ταινίες που οι εικόνες τους θα είναι αγνώριστες».

Ποια είναι η γνώμη σας για τον ελληνικό κινηματογράφο;

Γ.Γ: Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι το ελληνικό σινεμά αλλάζει, αλλά είμαι επίσης πολύ σίγουρος ότι δεν μπορεί κανείς να κρίνει με αξιοπιστία οτιδήποτε συμβαίνει στη συγχρονία του, πόσο μάλλον τον εαυτό του.

Γι’ αυτό άλλωστε και χρησιμοποιούμε την επιστήμη της ιστορίας, γιατί όλα κρίνονται πολύ καλύτερα από τον χρόνο. Οπως λέει και ο φίλος μου ο Χάρης Λαγκούσης, «κανένας δεν ξέρει χειρότερα τον εαυτό του, από ό,τι ο ίδιος».

Επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια;

Γ.Γ: Γράφω, γράφω, γράφω και βλέπουμε…