Ο καλός φίλος είναι τώρα γύρω στα πενήντα. Επιτυχημένος επαγγελματίας, ανώτατου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου και με καταγωγή από σημαντική οικογένεια των Τεχνών και των Γραμμάτων. Στην αρχή του πρώτου λοκντάουν, τότε που όλοι ξεκαθαρίζαμε αρχεία και ανοίγαμε κουτιά και φακέλους που είχαν πολλά χρόνια να ανοιχθούν, σε μια τέτοιου τύπου εκκαθάριση στο πατρικό του σπίτι, ανακάλυψε το οικογενειακό μυστικό.

Δύο μέλη της οικογένειάς του – ο αδελφός του παππού και η αδελφή της γιαγιάς του – έπασχαν από βαριά ψυχική ασθένεια. Κανείς δεν του είχε μιλήσει γι’ αυτό. Κάτι μισόλογα μόνο περί… ιδιότροπων χαρακτήρων. Ούτε για κρίσεις, ούτε για επεισόδια για την αντιμετώπιση των οποίων επενέβαινε η αστυνομία, ούτε τίποτα. Και ο ίδιος ήταν έξαλλος διότι είχε ήδη δύο μικρά παιδιά και δεν ήξερε αν αυτές οι ασθένειες ήταν κληρονομικές.

Η προκατάληψη

Αναρωτιόμουν γιατί οι γονείς του – επιστήμονες, πολυταξιδεμένοι, κοσμοπολίτες – του είχαν αποκρύψει τα δύο οικογενειακά μυστικά. Η απάντηση είναι εδώ και χρόνια μπροστά στα μάτια μου. Η προκατάληψη για τις ψυχικές ασθένειες δεν λαμβάνει υπόψη της μορφωτικές, κοινωνικές, οικονομικές τάξεις, είναι κοινή σε αστικά κέντρα και σε ασφυκτικές επαρχίες. Κι αυτό διότι έχει να κάνει με την ψυχή. Που, επειδή είναι άυλη, δεν φωτογραφίζεται, δεν ανιχνεύεται ούτε αυτή ούτε οι δυσλειτουργίες της σε υπερηχογραφήματα και αξονικές, νομίζουμε, περίπου, ότι δεν υπάρχει. Εχει να κάνει περισσότερο με τη μεταφυσική και λιγότερο με την ιατρική. Και ότι οι βλάβες της είναι κάπως σαν κατάρες. Τον «τρελό» ακόμη τον λένε «διαμονισμένο» και ότι τον «καβάλησε ο διάβολος». Και, σε κάποιες περιπτώσεις, τον πηγαίνουν στον παπά για «να τον διαβάσει».

Δεν πρόκειται όμως ούτε για κατάρες ούτε για στοιχειώματα. Οι ψυχικές παθήσεις είναι ασθένειες. Σοβαρότερες, ελαφρύτερες, η κάθε μία με τα δικά της χαρακτηριστικά αλλά ασθένειες. Οπως η ηπατίτιδα, το σάκχαρο ή ο καρκίνος. Και όπως μια οικογένεια δεν ντρέπεται, δεν θεωρεί ότι στιγματίζεται επειδή κάποιο μέλος της έχει ηπατίτιδα, έτσι δεν θα έπρεπε να ντρέπεται επειδή κάποιος από αυτήν έχει μια ψυχική ασθένεια.

Μεγάλη λέξη βέβαια το «θα έπρεπε» σε μια κοινωνία – και δεν εννοώ μόνο την ελληνική – όπου το πρόθεμα «ψυ» πυροδοτεί ένα είδος δυσπιστίας για ψυχίατρους, ψυχικές διαταραχές, ψυχοθεραπείες, ψυχοφάρμακα. Ιδιαίτερα μάλιστα για τα ψυχοφάρμακα. Γι’ αυτό ακόμη και ασθενείς που έχουν επίγνωση της κατάστασής τους, σταματούν την αγωγή τους μόλις δουν τα πρώτα δείγματα βελτίωσης. Υποκαθιστούν, δηλαδή, τον γιατρό ενώ δεν ξέρω κάποιον που θα σταματούσε όποτε ο ίδιος έκρινε και παρά τη γνώμη του γιατρού του την αγωγή αντιμετώπισης ενός καρκίνου.

Μιλάνε ανοικτά

Ναι, τα τελευταία χρόνια κάποια άτομα και μάλιστα αναγνωρίσιμα από το κοινό, μιλάνε ανοιχτά για ψυχικές παθήσεις, κυρίως για την κατάθλιψή τους. Από την άλλη όμως η λέξη «τρελός» κουβαλά ακόμη πολύ βαριά φορτία. Προκαλεί φόβο και εύκολα παραπέμπει στο έγκλημα μέσα από φράσεις κλισέ τύπου «Τρελάθηκε και τον/τη σκότωσε». Και αυτό θέλει πολλή δουλειά για να ανατραπεί. Να χρησιμοποιούμε με μεγαλύτερη φειδώ και περισσότερη συνείδηση τη λέξη «τρέλα» ακόμη και όταν αναφερόμαστε σε αυτήν συμβολικά ή μεταφορικά. Να συνειδητοποιήσουμε ότι οι ψυχικές διαταραχές είναι ασθένειες που αντιμετωπίζονται με φάρμακα και με αγωγές που πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα – ούτε με μαγιολίκια ούτε με συμβουλές αυτοβελτίωσης. Και κυρίως ότι δεν αποτελούν ντροπή. Ούτε για τον ασθενή ούτε για τους οικείους του.