Οι αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια έχουν ως φόντο τη δεκαετία του 1970 και μια γειτονιά στο κέντρο, περίπου, της Καλαμάτας, προς τα βόρεια, προς την παλιά πόλη, πολύ κοντά στο 5ο Δημοτικό Σχολείο, το Μπενάκειο. Ζήσαμε και σε άλλες περιοχές αργότερα αλλά αυτή η πρώτη, η παιδική γειτονιά είναι η σημαντική. Οταν μεγαλώνεις, οι γειτονιές δεν μετράνε. Θέλεις να απομακρυνθείς από τη βάση σου, να νιώσεις ανεξάρτητος. Ενώ όταν είσαι μικρός, κινείσαι σε μια περιορισμένη ακτίνα γύρω από το σπίτι σου, η γειτονιά σου είναι ο κόσμος σου.  Εγώ, μέχρι την πρώτη εφηβεία, δεν ήξερα καλά καλά όλη την Καλαμάτα. Εφτανα μέχρι εκεί που με πήγαινε το ποδήλατό μου. Για παράδειγμα, στην παραλία πήγαινα αποκλειστικά με τους γονείς μου, ποτέ μόνος μου, δεν ήταν «δική μου» περιοχή. Δεν με ενδιέφερε άλλωστε. Το όριο του θαυμασμού και της περιέργειάς μου ήταν η κεντρική πλατεία, μεγάλη και εντυπωσιακή, με πολύ κόσμο και πολλά μαγαζιά.

Στη δική μου γειτονιά υπήρχαν τα κλασικά μαγαζιά της επαρχίας. Κυρίως φούρνοι. Τρεις σε έναν δρόμο. Του Σουρέα, του Ζήρα και του Κριαρά. Και το μπακάλικο του Κασιδάκη. Θυμάμαι και κάποιες παράξενες φιγούρες, έναν κύριο, για παράδειγμα, που σαφώς είχε κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα ο άνθρωπος και πηγαινοερχόταν συνέχεια στη Λεΐκων (τον κεντρικό δρόμο της περιοχής που οδηγούσε στα Λέικα, το οποίο ήταν και το χωριό της οικογένειας).

Ωστόσο, η πιο έντονη ανάμνησή μου είναι ο σεισμός του 1986. Λίγους μήνες πριν είχαμε μετακομίσει σε μια περιοχή που τώρα λέγεται Νέα Είσοδος και, παραδοσιακά, λεγόταν Νησάκι επειδή υπήρχαν πολλά έλη. Ηταν Σεπτέμβρης, θα πήγαινα στη Β’ Λυκείου κι εκείνο το σαββατιάτικο απόγευμα ήμουν στο σπίτι μιας φίλης. Μόλις έγινε ο σεισμός έτρεξα στο σπίτι και, παρόλο που η απόσταση δεν ήταν μεγάλη, η διαδρομή ήταν εφιαλτική. Είδα πολύ άσχημες εικόνες τότε. Σπίτια να έχουν καταρρεύσει, άνθρωποι απελπισμένοι να φωνάζουν για βοήθεια μέσα από τα χαλάσματα κι εγώ να τρέχω πανικόβλητος.

Μέχρι που είδα ότι το σπίτι μας ήταν όρθιο. Δεν ήξερα ακόμη τι σήμαινε αυτό, αν θα έπρεπε, για παράδειγμα, να κατεδαφιστεί, μου έφτανε ότι ήταν ακόμη όρθιο, κάτι που σήμαινε ότι οι γονείς μου ήταν καλά. Θυμάμαι μάλιστα ότι εκείνο το απόγευμα ο αδελφός μου, ο οποίος, ως μικρότερος, κρατούσε περισσότερες επαφές με τους παιδικούς φίλους, είχε πάει με το ποδήλατο στην παλιά μας γειτονιά, όχι πολύ κοντά για τα δεδομένα της Καλαμάτας. Αλλη αγωνία μέχρι να γυρίσει. Ωστόσο ο σεισμός, αυτό το τόσο δραματικό γεγονός, άνοιξε μεν πληγές αλλά, μακροπρόθεσμα, άλλαξε την πόλη προς το καλύτερο. Ανοικοδομήθηκε, δημιουργήθηκαν ολόκληρες καινούργιες συνοικίες.

Εκείνη η εποχή, δηλαδή η δεκαετία του 1970 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ήταν – και όχι μόνο για την Καλαμάτα θεωρώ – μια μεταβατική περίοδος. Οπου το καινούργιο συνυπήρχε με το παλιό που ακόμη άντεχε. Στις γειτονιές είχαν αρχίσει να σηκώνονται ψηλά κτίρια ενώ οι δρόμοι μύριζαν ακόμη γιασεμί. Ακριβώς απέναντι από το δικό μας σπίτι που ήταν, ας πούμε, πιο σύγχρονο, υπήρχε το σπίτι της γιαγιάς μου, ένα από αυτά τα κλασικά, χαμηλά σπίτια μιας περασμένης εποχής με τα τρία σκαλάκια, την πίσω αυλή, τις πολλές γλάστρες με λουλούδια και τρία-τέσσερα δένδρα – τη μουσμουλιά μόνο θυμάμαι γιατί τρώγαμε πολλά μούσμουλα. Οι γονείς μου ήταν εκπαιδευτικοί, απουσίαζαν πολλές ώρες από το σπίτι και όλη την ημέρα ήμασταν στης γιαγιάς.

Βέβαια, στην παιδική μου ηλικία, ένα άλλου είδους «περιβάλλον» για μένα, ήδη από τα έξι μου χρόνια, ήταν η μουσική. Λόγω των γονιών μου που την αγαπούσαν πολύ. Παλιοί χορωδοί στην ιστορική χορωδία «Ορφέας» της Καλαμάτας και με παρέες με τις οποίες μοιράζονταν αυτή την αγάπη. Στις φιλικές συγκεντρώσεις των γονιών μου, τραγουδούσαν όλοι. Και ειδικά εγώ τραγουδούσα παντού. Στις γιορτές, σε σπίτια φίλων, ακόμη και στον δρόμο, στην κεντρική πλατεία όταν πηγαίναμε με τον πατέρα μου, μέσα στα μαγαζιά. Ημουν θρασύς από μικρός. Και μου άρεσε κάπως που, επειδή είχα καλή φωνή για την ηλικία μου, έκανα μια κάποια εντύπωση.

Γενικά πάντως, δεν είμαι άνθρωπος «κολλημένος» με τη νοσταλγία. Θυμάμαι πολλά πράγματα με συγκίνηση, με τρυφερότητα, αλλά δεν λέω «αχ, γιατί δεν είναι πια έτσι». Κάθε περίοδος της ηλικίας μας, τα παιδικά χρόνια, τα εφηβικά, τα νεανικά, τα χρόνια της ωριμότητας, είναι ένας κύκλος που κλείνει για να τον διαδεχθεί ένας άλλος. Κι αυτό ακριβώς είναι η ζωή.

Ο Δημήτρης Πλατανιάς είναι βαρύτονος.