Το κλίμα που επικρατεί στην πολιτική σκηνή των ΗΠΑ εν όψει των ενδιάμεσων εκλογών, αλλά και το τι διακυβεύεται με ορίζοντα τις προεδρικές εκλογές του 2024 αναλύει στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Στίβεν Ερλάνγκερ, επικεφαλής διπλωματικός ανταποκριτής των «New York Times» στην Ευρώπη. Ηταν άλλωστε στην Ουάσιγκτον το προηγούμενο διάστημα, επιστρέφοντας προ ολίγων ημερών στην έδρα του στις Βρυξέλλες.

«Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Δημοκρατικοί μπορεί να χάσουν και τα δύο Σώματα. Βέβαια, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς με σιγουριά ένα αποτέλεσμα, που κρίνεται σε μερικές Πολιτείες. Αλλά η αναμέτρηση στις ενδιάμεσες εκλογές είναι δύσκολη και συνήθως το κόμμα εξουσίας χάνει έδρες. Είναι ο τρόπος να εκφράσουν οι άνθρωποι τη δυσαρέσκειά τους» λέει ευθύς εξαρχής στη συζήτησή μας ο αμερικανός δημοσιογράφος και αποδέκτης δύο βραβείων Πούλιτζερ. «Η αναμέτρηση μοιάζει με την περίπτωση Ομπάμα, ο οποίος είχε την πλειοψηφία στα δύο Σώματα τα δύο πρώτα χρόνια και μετά την έχασε για τα επόμενα έξι χρόνια. Ηταν δύσκολο».

Αν συμβεί το ίδιο, προβλέπει ότι η λήψη αποφάσεων και το νομοθετικό έργο «θα γίνουν ακόμα δυσκολότερα. Σε τέτοιες περιπτώσεις κάνεις περισσότερα με εκτελεστικά διατάγματα και όλα είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Ο Μπάιντεν είναι καλός στη διαπραγμάτευση με τη Γερουσία, ήταν γερουσιαστής και έχει ήδη κάνει πολλά με τη Γερουσία, η οποία είναι διχασμένη στην πραγματικότητα και η Κάμαλα Χάρις έχει την αποφασιστική ψήφο». Θεωρεί πάντως ότι «σε ορισμένα ζητήματα υπάρχει διακομματική υποστήριξη, όπως για το ΝΑΤΟ, για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πιο κρίσιμες θα είναι οι εξελίξεις σε εσωτερικά ζητήματα και υπάρχει ανησυχία».

Η επόμενη μέρα

Μας μεταφέρει στην επόμενη μέρα. «Το ζήτημα που αιωρείται πάνω από όλα δεν είναι τι θα γίνει στις ενδιάμεσες αλλά, σε δύο χρόνια, στις προεδρικές εκλογές. Και αυτό κάνει πολλούς, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, επιφυλακτικούς. Κάποιοι στην Ουάσιγκτον εκτιμούν ότι ο Τραμπ θα είναι υποψήφιος και θα κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών. Και τότε θα έχουμε προβλήματα. Και ο Μπάιντεν μάλλον θα θέσει υποψηφιότητα. Ανησυχώ διότι αν ο Μπάιντεν είναι αντιμέτωπος με τον Τραμπ ή ένα πρόσωπο τύπου Τραμπ τότε θα έχουμε μια πραγματική συνταγματική αναταραχή. Γιατί οι Ρεπουμπλικανοί θα αμφισβητήσουν την εγκυρότητα των εκλογών και τις εκλογικές διαδικασίες. Η υπονόμευση της νομιμότητας των εκλογών – την είδαμε να γίνεται από τον Τραμπ – είναι επικίνδυνη». Επεξηγεί ότι ο Τραμπ, τον οποίο γνώρισε το 1999 και έκτοτε τον παρακολουθεί ανελλιπώς, περιμένει να δει τα αποτελέσματα για να κρίνει τι θα κάνει στις προεδρικές εκλογές. «Είναι ενδεικτικό το τι έγινε με τη Ρεπουμπλικανή και αρκετά δεξιά Λιζ Τσένι, που ο πατέρας της ήταν αντιπρόεδρος, και θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει την Πολιτεία Γουαϊόμινγκ μια ζωή. Επαιξε σημαντικό ρόλο στις ακροάσεις για την 6η Ιανουαρίου και έχασε τις προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικανών στο Γουαϊόμινγκ από τον αντίπαλό της που υποστηρίχθηκε από τον Τραμπ. Αν ο Τραμπ επιλέξει να είναι πάλι υποψήφιος στις προεδρικές, υπάρχει ο κίνδυνος να υποεκτιμήσουμε πόσο δημοφιλής είναι». Υπάρχει αντίστοιχος κίνδυνος αμφισβήτησης των εκλογών στις ενδιάμεσες; «Κάτι τέτοιο γίνεται και τώρα, αλλά σε αυτή την περίπτωση είναι λιγότερο δραματικό από ό,τι στις προεδρικές».

Σημαντικό τεστ

Ποιο είναι το κλίμα γενικότερα; «Οι άνθρωποι στις ΗΠΑ έχουν θυμό. Η εργατική τάξη στρέφεται ολοένα και περισσότερο στον λαϊκισμό. Αισθάνεται απογοητευμένη από τους Δημοκρατικούς, για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τον Μπάιντεν αλλά με το ότι οι Δημοκρατικοί είναι επικεντρωμένοι σε θέματα για τα οποία η εργατική τάξη δεν ενδιαφέρεται, φαίνονται ελιτίστικα ακόμα και για αυτούς που ψηφίζουν Δημοκρατικούς. Είναι μια σοβαρή αναμέτρηση και οι άνθρωποι ανησυχούν. Θέλουν να δουν τα αποτελέσματα σχετικά με τους υποστηρικτές του Τραμπ. Είναι σημαντικό τεστ για το πόσο δημοφιλή είναι τα κόμματα».

Ποιος ο αντίκτυπος στην Ευρώπη; ρωτάμε τον Ερλάνγκερ. «Οσο ο Μπάιντεν είναι πρόεδρος δεν θα επηρεαστεί η Ευρώπη. Μου αρέσει να αστειεύομαι λέγοντας ότι ο Μπάιντεν είναι το τελευταίος εν ζωή διατλαντιστής. Είναι ειλικρινής σε αυτό. Πιστεύει ότι οι καλύτεροι σύμμαχοί μας είναι η Ευρώπη. Το ίδιο πιστεύουν ο Μπλίνκεν και ο Σάλιβαν. Και ο τρόπος που διαχειρίστηκαν το Ουκρανικό δείχνει ότι πράγματι ενδιαφέρονται». Παράλληλα, σημειώνει ο Ερλάνγκερ, «υπάρχει η αίσθηση σε λαϊκιστές και ορισμένους ανήσυχους αξιωματούχους ότι η Ευρώπη πρέπει να κάνει και να ξοδεύει περισσότερα. Υπάρχει αλλαγή αλλά προς το παρόν περισσότερο στα λόγια. Αναμένεται από την Ουάσιγκτον ότι η Ευρώπη θα πληρώσει περισσότερο για την ανασυγκρότηση της Ουκρανίας. Στην άμυνα φαίνεται ότι θα αυξήσουν τις δαπάνες. Αν η Ευρώπη κάνει περισσότερα, θα υπάρξει λιγότερη κριτική. Αν οι Ρεπουμπλικανοί ελέγξουν τη Γερουσία, δεν θα εγκαταλείψουν ξαφνικά τη στήριξη στην Ουκρανία. Υπάρχει στήριξη για την Ουκρανία, για την ελευθερία, για αντίσταση στη ρωσική επιθετικότητα. Είναι πραγματικά ερωτήματα για τα οποία έχουν ισχυρές απόψεις οι Ρεπουμπλικανοί».

Για την Τουρκία

Σχετικά με την Τουρκία; «Το Κογκρέσο δεν είναι ικανοποιημένο με την Τουρκία. Και τα δύο κόμματα είναι δυσαρεστημένα με την Τουρκία. Γνωρίζουν ότι η Τουρκία είναι στρατηγικά σημαντική, ότι τη χρειάζονται, αλλά είναι ακόμη θυμωμένοι για τους S-400. Δεν συμφωνούν με τη συμπεριφορά του Ερντογάν, ο οποίος ενδιαφέρεται να προωθεί τα τουρκικά συμφέρονται, τα οποία δεν συμπίπτουν πάντα με τα αμερικανικά, τα νατοϊκά ή τα ελληνικά. Δεν θέλει να χάσει τις εκλογές και δεν γνωρίζει κανείς τι θα κάνει στην πορεία. Ενδεχομένως θα επιτρέψει την είσοδο Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ διότι θα ήθελε τα F-16. Αν αντισταθεί, θα τα χάσει. Παράλληλα είναι γνωστό ότι δεν ακολουθεί τις κυρώσεις, ο αγωγός Turkstream λειτουργεί, οι Αμερικανοί επέπληξαν τον Ερντογάν για το ότι άφησε τουρκικές τράπεζες να έχουν πολλές σχέσεις με ρωσικές, ζήτησε από την Gazprom να καθυστερήσει πληρωμές, έλαβε πολλά χρήματα από τη ρωσική εταιρεία κατασκευής πυρηνικής μονάδας προκαταβολικά, έχει προκαλέσει δυσπιστία, αλλά παράλληλα είναι μέλος του ΝΑΤΟ, είναι και η Μαύρη Θάλασσα. Η Αμερική θα συνεχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά τι συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά δεν νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι. Ακόμα και αν άνθρωποι του Τραμπ πάρουν θέσεις, δεν θα χαράξουν τη εξωτερική πολιτική. Οι ενδιάμεσες εκλογές αφορούν κυρίως εσωτερικά θέματα, οικονομία, Μεταναστευτικό κ.λπ. Εχουν επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική αλλά περιορισμένα».