Μαρία Βασιλείου

Η στοχευμένη και εξαιρετικά μεγάλη παρέμβαση, που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) τον Μάιο του 2010 ήταν κρίσιμη για να προστατευθεί η Ελλάδα έναντι της επίθεσης που δεχόταν από κερδοσκόπους, επισημαίνει ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο πρώτος πρόεδρός της. Στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο» ο γάλλος οικονομολόγος δηλώνει βέβαιος ότι η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να διασφαλίσει σταθερότητα των τιμών, ενώ προβλέπει ότι στην Ευρώπη ο δομικός πληθωρισμός θα υποχωρήσει γύρω στο 2%. Επαναφέρει την πρότασή του για υπουργό Οικονομίας της ευρωζώνης, ενώ συστήνει μεγαλύτερη πολιτική ενότητα στην ΕΕ.

Στη διάρκεια της θητείας σας, ποιες αποφάσεις είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην ευρωζώνη;

Θα έβλεπα τρεις σημαντικές στιγμές, οι οποίες ήταν καθοριστικές στη διάρκεια της θητείας μου. Πρώτον, όταν συνειδητοποίησα, το 2005, ότι η ΕΚΤ θα παρείχε πράγματι σε όλους τους Ευρωπαίους ό,τι είχε υποσχεθεί, δηλαδή ένα σταθερό νόμισμα με σταθερές τιμές σύμφωνα με τη δέσμευσή μας. Δεύτερη πολύ σημαντική στιγμή, η κρίση των subprime και της Lehman Brothers. Αποφάσισα τότε ότι η ΕΚΤ έπρεπε να είναι πιο μπροστά από τους άλλους. Για αυτό τον λόγο παρεμβήκαμε με 95 δισ. ευρώ στις 9 Αυγούστου 2007 για να αντιμετωπίσουμε τον τεράστιο αντίκτυπο της κρίσης των subprime στην ευρωπαϊκή αγορά χρήματος. Ηταν η πρώτη τεράστια και εξαιρετικά γρήγορη παρέμβαση – αποφασίστηκε σε τρεις ώρες – που έγινε ποτέ από κεντρική τράπεζα εκείνη την εποχή. Η ΕΚΤ και εγώ ανακηρυχτήκαμε Πρόσωπο της Χρονιάς από τους Financial Times λόγω της τόλμης στην προσφορά ρευστότητας 95 δισ. ευρώ. Η τρίτη πολύ σημαντική στιγμή ήταν όταν η κερδοσκοπία επιτέθηκε σε Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία τον Μάιο του 2010. Αποφάσισα με τον Λουκά Παπαδήμο και τους συναδέλφους μου ότι θα κάναμε μία εξαιρετικά μεγάλη και στοχευμένη παρέμβαση, το επονομαζόμενο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (SMP), προκειμένου να προστατεύσουμε την Ελλάδα έναντι επιθετικής κερδοσκοπίας. Στόχος ήταν να μπορεί η Ελλάδα και οι άλλες δύο χώρες να απολαμβάνουν επιτόκια όσο το δυνατόν πλησιέστερα σε αυτά που αποφάσιζε η ΕΚΤ για το σύνολο της ευρωζώνης, παρά την ανοδική πίεση που τους ασκούσε η κερδοσκοπία.

Το 2011 η ΕΚΤ διπλασίασε τα επιτόκια σε τέσσερις μήνες, μια απόφαση που προκάλεσε ανάμεικτες αντιδράσεις. Ποια είναι η θέση σας;

Η ΕΚΤ αγωνιζόταν εκείνη την εποχή σε δύο μέτωπα. Αφενός ήταν εξαιρετικά σημαντικό να ξεκινήσουμε αποφασιστικά με τα απαραίτητα μη συμβατικά μέτρα (συμπεριλαμβανομένων των αγορών ελληνικών ομολόγων) για την αντιμετώπιση της κρίσης. Οπως γνωρίζετε, αυτές οι τολμηρές παρεμβάσεις επικρίθηκαν έντονα, κακώς, από ορισμένους ως παράνομες και για το ότι άνοιγαν τον δρόμο για υψηλό πληθωρισμό. Αφετέρου η ΕΚΤ έπρεπε να διατηρήσει την αξιοπιστία της, ως υπεύθυνου θεσμικού οργάνου ικανού να εξασφαλίσει σταθερότητα τιμών έναντι όλων των συμπολιτών της ευρωζώνης, σε μια εποχή που ο πληθωρισμός ήταν υψηλός και απειλητικός στα μάτια πολλών. Για αυτό τον λόγο η ΕΚΤ παρενέβη ταυτόχρονα με τόλμη στο μη συμβατικό μέτωπο, για να στηρίξει όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και την Πορτογαλία, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία, και στα επιτόκια για να διατηρήσει τη σταθερότητα των τιμών.

Ταχθήκατε κατά της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Εκ των υστέρων πώς βλέπετε αυτή τη θέση;

Τον Μάιο του 2010, η κεντρική τράπεζα και οι κυβερνήσεις είχαμε αποφασίσει να πολεμήσουμε την κερδοσκοπία που άρχιζε να αποσταθεροποιεί την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η ΕΚΤ είχε αποφασίσει από την πρώτη μέρα να παρέμβει και να στηρίξει την Ελλάδα και τις άλλες χώρες. Τότε, δυστυχώς, η λεγόμενη «απόφαση Ντοβίλ» έγινε δεκτή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Σύμφωνα με αυτή την απόφαση, από τη στιγμή που μια χώρα, η Ελλάδα, η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία, θα ζητούσε βοήθεια από την ΕΕ, τότε ο ιδιωτικός τομέας θα έπρεπε να δεχτεί να χάσει χρήματα. Αυτό φαινόταν εκ πρώτης όψεως αποδεκτό από ορισμένες κυβερνήσεις – πιστωτές, αλλά, δυστυχώς, σε μια εποχή ανοιχτής κρίσης ήταν το ακριβές ισοδύναμο μιας ανταμοιβής των κερδοσκόπων και μιας τιμωρίας των μη κερδοσκόπων που είχαν διατηρήσει την εμπιστοσύνη τους στους τίτλους της χώρας. Επρεπε να εξηγήσω κατηγορηματικά μεταξύ του Μαΐου 2010 και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουλίου 2011 ότι εγώ και η ΕΚΤ δεν μπορούσαμε να δεχτούμε την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ωσότου εγκαταλειφθεί η λεγόμενη συμφωνία Ντοβίλ. Αυτός είναι ο λόγος που συμφώνησα πλήρως με την ελληνική αναδιάρθρωση την εποχή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουλίου 2011 που εγκατέλειψε τη συμφωνία Ντοβίλ.

Πώς μπορεί να ενισχυθούν καλύτερα η ευρωζώνη και το ευρώ, ειδικά στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής;

Μου κάνει μεγάλη εντύπωση η λαϊκή στήριξη για το ευρώ. Σύμφωνα με το τελευταίο Ευρωβαρόμετρο, 78% των Ευρωπαίων πιστεύει ότι το ευρώ είναι καλό για την ΕΕ, 69% πιστεύει ότι είναι καλό για τη χώρα τους, στην Ελλάδα το ποσοστό είναι 73% και στη Γερμανία το 76%, σχεδόν η ίδια συντριπτική έγκριση σε Ελλάδα και Γερμανία. Στη διάρκεια της κρίσης χρέους εξωτερικοί παρατηρητές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μού έλεγαν συχνά ότι το ευρώ είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει, γιατί οι Γερμανοί θα αποφάσιζαν να πάρουν πίσω το εθνικό τους νόμισμα και οι Ελληνες θα αποφάσιζαν να φύγουν από την ευρωζώνη. Αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι πολύ ενθαρρυντικό. Οσον αφορά τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, έχω πλήρη εμπιστοσύνη ότι το διοικητικό συμβούλιο υπό την ηγεσία της Κριστίν Λαγκάρντ θα συνεχίσει να παρέχει σταθερότητα τιμών. Φυσικά, οι τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και ορισμένων εμπορευμάτων ανεβαίνουν, αλλά αναμένω ότι ο δομικός πληθωρισμός στην Ευρώπη θα επιστρέψει στον ορισμό της σταθερότητας των τιμών που είναι περίπου 2%. Είμαι βέβαιος ότι η ΕΚΤ θα κάνει ό,τι είναι απαραίτητο για να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών. Οσον αφορά τις μελλοντικές μεταρρυθμίσεις, θα ήμασταν καλύτερα στην ευρωζώνη με έναν υπουργό Οικονομίας, μια πρόταση που έκανα το 2011. Χρειαζόμαστε επίσης περισσότερη δημοκρατική λογοδοσία και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορούσε να έχει περισσότερες ευθύνες σε ιδιαίτερα δύσκολες καταστάσεις. Τέλος, σε έναν κόσμο όπου ο αστερισμός των μεγάλων δυνάμεων, ενιαίες αγορές, ενιαία νομίσματα, ενιαία αμυντική και διπλωματική πολιτική, αποτελείται από την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Ινδία και, αύριο, τη Βραζιλία, την Ινδονησία κ.λπ., είναι σαφές ότι η ΕE πρέπει να είναι πολύ πιο ενωμένη πολιτικά.