To 2021 αποτελεί ορόσημο στην ιστορία του σακχαρώδους διαβήτη, καθώς φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ανακάλυψη της ινσουλίνης που άλλαξε σημαντικά τη ζωή εκατομμυρίων ασθενών σε όλον τον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά, οι επιστήμονες προειδοποιούν πως πρόκειται για μια νόσο-μάστιγα, διότι εξαπλώνεται με ταχείς ρυθμούς.

Και παρότι αποτελεί μια από τις συχνότερες ασθένειες (και) στη χώρα μας, δεν δείχνει το ίδιο «πρόσωπο» σε όλους, ούτε όμως η αντιμετώπιση είναι κοινή για όλους. Υπό τα δεδομένα αυτά οι ειδικοί της Ελληνικής Ενδοκρινολογικής Εταιρείας – Πανελλήνιας Ενωσης Ενδοκρινολόγων (ΕΕΕ – ΠΕΕ), σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου με αφορμή τη 14η Νοεμβρίου που εορτάζεται ως Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη, αναλύουν εκείνα που ξέρουμε και εκείνα που δεν γνωρίζουμε σχετικά με τον «γνωστό άγνωστο που αφορά κάθε οικογένεια».

Πιο συγκεκριμένα, ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί τη συχνότερη μεταβολική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία και οφείλεται σε ανεπαρκή έκκριση και /ή δράση της ινσουλίνης. Τα τελευταία χρόνια έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας με περίπου 463 εκατομμύρια άτομα να πάσχουν παγκοσμίως λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης της παχυσαρκίας και της μείωσης της φυσικής δραστηριότητας.

Οι τύποι του διαβήτη

Στη χώρα μας νοσούν περισσότερα από 1 εκατομμύριο άτομα, με έναν στους τρεις διαβητικούς ασθενείς να μη γνωρίζει ότι νοσεί, όπως έδειξαν μελέτες στον ελληνικό πληθυσμό. Επιπλέον, και όπως επισήμανε η Ανδρομάχη Βρυωνίδου-Μπομποτά, συντονίστρια διευθύντρια του Τμήματος Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού – Διαβητολογικό Κέντρο, ΓΝΑ Κοργιαλένειο-Μπενάκειο, ανάλογα με τους παθογενετικούς και αιτιολογικούς μηχανισμούς διακρίνουμε 4 τύπους διαβήτη:

Τύπος 1. Είναι γνωστός και ως νεανικός διαβήτης, γιατί εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά και νεαρούς ενηλίκους. Αφορά το 5%-10% των ασθενών με διαβήτη και είναι αυτοάνοσο νόσημα. Χαρακτηρίζεται από καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος που έχει σαν αποτέλεσμα την πλήρη έλλειψη ινσουλίνης. Τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 έχουν απόλυτη ανάγκη ινσουλινοθεραπείας, αλλιώς οδηγούνται σε καταβολισμό και διαβητική κετοξέωση.

Τύπος 2. Αποτελεί τον πιο κοινό τύπο διαβήτη (90% των περιπτώσεων). Χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία, σαν αποτέλεσμα της μειωμένης έκκρισης ινσουλίνης ή και ελαττωματικής δράσης αυτής. Είναι ετερογενής νόσος, με ισχυρή γενετική προδιάθεση, μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του τύπου 1, και περιβαλλοντικές επιδράσεις (παχυσαρκία, τρόπος ζωής). Η συχνότητά του αυξάνεται με την ηλικία, εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 40 ετών, αλλά τα τελευταία χρόνια υπάρχει τάση αύξησης της επίπτωσης της νόσου σε νέους και εφήβους. Λόγω της ήπιας συμπτωματολογίας του μπορεί να μείνει αδιάγνωστος για πολλά χρόνια και, σε συνδυασμό με την αυξημένη συχνότητα παχυσαρκίας, υπέρτασης και δυσλιπιδαιμίας που παρατηρείται σε αυτά τα άτομα, να οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο αθηροσκληρυντικής νόσου.

Διαβήτης της κύησης

Είναι ο διαβήτης που πρωτοεμφανίζεται και πρωτοδιαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της κύησης (συνήθως 2ο τρίμηνο). Παρατηρείται στο 3%-10% των εγκύων και η διάγνωση είναι σημαντική προκειμένου να αποφευχθούν επιπλοκές τόσο στο έμβρυο όσο και στη μητέρα. Οι γυναίκες με ιστορικό διαβήτη κύησης έχουν 10πλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν διαβήτη τύπου 2 σε μεγαλύτερη ηλικία.

Ειδικοί υπότυποι

Πρόκειται για σπάνιες μορφές διαβήτη που σχετίζονται με γενετικές διαταραχές που αφορούν τη λειτουργικότητα των β-κυττάρων και τη δράση της ινσουλίνης, νοσήματα του παγκρέατος, ενδοκρινοπάθειες, έκθεση σε φάρμακα και ιογενείς λοιμώξεις. Μάλιστα, στις τελευταίες συμπεριλαμβάνεται η COVID- 19, καθώς έχει βρεθεί ότι μπορεί να απορρυθμίσει τον μεταβολισμό της γλυκόζης, οδηγώντας πιθανώς και στην εμφάνιση νέων περιπτώσεων σακχαρώδους διαβήτη.

Ρύθμιση και απορρύθμιση

Η ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη αποσκοπεί αφενός στην ανακούφιση από τα συμπτώματα της υπεργλυκαιμίας όπως πολυουρία, πολυδιψία, θάμβος οράσεως, κόπωση, υποτροπιάζουσες λοιμώξεις, αφετέρου στον περιορισμό των μακροχρόνιων επιπλοκών της νόσου.

Αναλυτικότερα και όπως εξήγησε η Αθηνά Μάρκου, διευθύντρια Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη, Μεταβολισμού, ΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς», χρόνιες επιπλοκές του χαρακτηρίζονται η μακροαγγειοπάθεια η οποία περιλαμβάνει την αμφιβληστροειδοπάθεια, τη νεφροπάθεια και τη νευροπάθεια, και η μακροαγγειοπάθεια η οποία περιλαμβάνει την αθηρωμάτωση των στεφανιαίων αγγείων, καρωτίδων, αορτής και περιφερικών αγγείων και που αναφέρονται ως Καρδιαγγειακή Νόσος (ΚΑΝ).

Επιπροσθέτως και σύμφωνα με την ειδικό οι στόχοι ρύθμισης πρέπει να εξατομικεύονται λαμβάνοντας υπόψη τις προτιμήσεις των ασθενών, τους πόρους και το σύστημα στήριξής τους, τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας όπως η υπογλυκαιμία ή αύξηση βάρους, η διάρκεια της νόσου, η ύπαρξη συννοσηροτήτων ή εγκατεστημένων επιπλοκών και το προσδόκιμο ζωής. Επίσης, επειδή ο ΣΔ είναι μια χρόνια νόσος η οποία εξελίσσεται κατά τη διάρκεια δεκαετιών, οι γλυκαιμικοί στόχοι πρέπει να επαναπροσδιορίζονται ώστε να υπάρχει εξισορρόπηση του ρίσκου με την ωφέλεια.

Αναλυτικότερα, η εξατομίκευση των στόχων γλυκαιμικής ρύθμισης ανά ασθενή γίνεται με βάση:

  • Τις προτιμήσεις των ασθενών.
  • Τους πόρους και το σύστημα στήριξής τους.
  • Τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας (όπως η υπογλυκαιμία ή η αύξηση βάρους).
  • Η διάρκεια της νόσου.
  • Η ύπαρξη συννοσηροτήτων ή εγκατεστημένων επιπλοκών (π.χ. νεφροπάθεια, καρδιακή ανεπάρκεια κ.τ.λ.).
  • Το προσδόκιμο ζωής.
  • Είναι σημαντικό εν τούτοις να σημειωθεί ότι ο σακχαρώδης διαβήτης επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ορισμένοι από τους οποίους εξαρτώνται από τον ασθενή και άλλοι όχι. Στους παράγοντες που εξαρτώνται από τον ασθενή συμπεριλαμβάνονται:
  • Η συμμόρφωση στη θεραπευτική αγωγή.
  • Η προσεγμένη διατροφή.
  • Η συστηματική φυσική δραστηριότητα.
  • Ο έλεγχος του σωματικού βάρους.
  • Η προστασία από τις λοιμώξεις.

Οι ορμόνες

Εν τω μεταξύ, όπως τόνισε η Γεωργία Κάσση, διευθύντρια ΕΣΥ Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη & Μεταβολισμού, ΓΝΑ Αλεξάνδρα – ειδική γραμματέας ΕΕΕ, ολοένα και περισσότερες μελέτες αναδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο που παίζουν οι ορμόνες στη ρύθμισή του αλλά και στην έκβαση των ασθενών.

Στο πλαίσιο αυτό, στους παράγοντες που δεν εξαρτώνται από τον έλεγχο των ασθενών πολύ χαρακτηριστικές είναι οι ενδογενείς ορμόνες, δηλαδή αυτές που παράγει ο οργανισμός. Οπως έχει παρατηρηθεί, τα επίπεδά τους αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία και το φύλο.

Επιπλέον, ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί να απορρυθμιστεί από:

  • Ενδοκρινικές παθήσεις (π.χ. σύνδρομο Cushing).
  • Ορισμένα φάρμακα.
  • Μια υποβόσκουσα κακοήθη νόσο.
  • Οξέα προβλήματα υγείας (π.χ. COVID-19).