* Απόδοση: Αλεξάνδρα Πράσσα

Πόσο μπορεί να αποσυνδεθεί ο πρόεδρος μιας χώρας από ένα από τα πλέον συνταρακτικά γεγονότα της (μέχρι τώρα) θητείας του, ακόμη κι αν πρόκειται για προαναγγελθείσες εξελίξεις που κληρονόμησε από τους προκατόχους του;

Κατά πάσα πιθανότητα, σχεδόν καθόλου.

Ιδίως αν, όπως συνέβη με τον Τζο Μπάιντεν και το μπαράζ γεγονότων που ακολούθησε την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, ο πρόεδρος αυτός είχε προχωρήσει σε δηλώσεις αδικαιολόγητης σιγουριάς, πριν η πραγματικότητα αποδειχθεί καταιγιστική.

Είναι γεγονός ότι η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων μετά από 20 χρόνια παρουσίας στη χώρα της Μέσης Ανατολής είχε συμφωνηθεί από την κυβέρνηση Τραμπ – και μάλιστα με αρχικά συμφωνημένη ημερομηνία την 1η Μαΐου του 2021, με την κυβέρνηση Μπάιντεν να μεταφέρει αυτό το χρονικό περιθώριο στην μείζονος συμβολικής σημασίας 11η Σεπτεμβρίου και εντέλει να αποσύρει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού των ΗΠΑ από τη χώρα στις αρχές Ιουλίου.

Όμως ήταν ο Τζο Μπάιντεν που μόλις πριν από πέντε εβδομάδες δήλωνε με αυτοπεποίθηση:

«Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να δούμε ανθρώπους να αποχωρούν με ελικόπτερα από την οροφή πρεσβείας των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν». Η αναφορά του, φυσικά, παρέπεμπε στην ιστορική φωτογραφία του 1975 που απεικονίζει αμερικανικό ελικόπτερο να πετά επάνω από αμερικανική πρεσβεία της Σαϊγκόν, για να απομακρύνει το προσωπικό από τον κίνδυνο.

Αφγανιστάν όπως Σαϊγκόν

Στις 23 Απριλίου εκείνης της χρονιάς, ο τότε πρόεδρος, Τζέραλντ Φορντ δήλωνε ότι ο Πόλεμος του Βιετνάμ «έχει τελειώσει, όσον αφορά την Αμερική». Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Λαϊκός Στρατός του Βιετνάμ θα περικύκλωνε τη Σαϊγκόν, πρωτεύουσα του Νότιου Βιετνάμ. Ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, ο πρέσβης των ΗΠΑ στη χώρα, Γκράχαμ Μάρτιν, διαβεβαίωνε ότι αμερικανικές δυνάμεις θα μπορούσαν να παραμείνουν στη Σαϊγκόν «για ένα χρόνο ακόμη».

Τελικά, στις 29 και 30 Απριλίου, οι εναπομείναντες Αμερικανοί διπλωμάτες και πολίτες θα εγκατέλειπαν τη χώρα από αέρος, αφήνοντας πίσω τους αμέτρητους ανθρώπους που είχαν λάβει διαβεβαιώσεις πως, βοηθώντας τον αμερικανικό στρατό, θα εξασφάλιζαν την ασφαλή τους μετανάστευση στις ΗΠΑ.

Αυτό ήταν το σκηνικό που ξόρκιζε ο Μπάιντεν λέγοντας ότι «το ενδεχόμενο οι Ταλιμπάν να κατακτήσουν τα πάντα και να πάρουν όλη τη χώρα στον έλεγχό τους είναι εξαιρετικά απίθανο».

Επιχειρήματα που λυγίζουν μπροστά στις εικόνες

Όμως την Κυριακή, οι προβλέψεις (και οι ελπίδες;) του προέδρου των ΗΠΑ θα διαψεύδονταν πανηγυρικά. Και είναι βέβαιο πως οι τρέχουσες εξελίξεις θα του χρεωθούν από τη συλλογική μνήμη των ΗΠΑ και του πλανήτη, όσο και αν ο ίδιος, μιλώντας για το ζήτημα το Σάββατο, απέδωσε την κατάσταση στη συμφωνία Τραμπ-Ταλιμπάν, που όπως είπε επέτρεψε στους δεύτερους «να αποκτήσουν τη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που είχαν ποτέ από το 2001 και έπειτα».

Λίγα επιχειρήματα μπορούν να σταθούν απέναντι στη δύναμη των εικόνων, που θυμίζουν εκείνες της Σαϊγκόν πολύ περισσότερο από όσο θα επιθυμούσε ο Αμερικανός πρόεδρος. Τα ελικόπτερα δεν ανέσυραν κόσμο από την οροφή της πρεσβείας, όμως έφτασαν πολύ κοντά σε αυτό – για την ακρίβεια, σε έναν αεροδιάδρομο δίπλα της.

Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που ο Μπάιντεν απέφυγε να προχωρήσει ο ίδιος σε δηλώσεις γύρω από το χάος που επικρατεί στην Καμπούλ.

Στις 11 Σεπτεμβρίου, οι Ταλιμπάν θα έχουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη τη χώρα. Λες και δεν πέρασε μια μέρα από το 2001.

Αναμφίβολα, ο Μπάιντεν διέθετε μεγαλύτερη εμπειρία σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής από τη συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων προέδρων των ΗΠΑ. Όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι εξίσου μεγάλα ήταν και τα λάθη και οι παραλείψεις του σχεδιασμού του για την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη χώρα της Μέσης Ανατολής, που υποφέρει από συρράξεις εδώ και τέσσερις δεκαετίες.

Το μεγαλύτερο αγκάθι είναι με βεβαιότητα η αποτυχία της Αμερικής να φυγαδεύσει εγκαίρως τους Αφγανούς που συνεργάστηκαν με τα στρατεύματά της και πλέον κινδυνεύουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στη χώρα. Ένα λάθος που σε κάποιο βαθμό μπορεί να αποδοθεί στην υπεραισιόδοξη εκτίμηση των ΗΠΑ ότι ο αφγανικός στρατός θα αντέξει ακόμη και 18 μήνες μάχης απέναντι στους Ταλιμπάν. Ο αφγανικός στρατός, που σε πολλές περιπτώσεις τράπηκε σε άτακτη φυγή ακόμη και πριν να πέσει η πρώτη σφαίρα.

Αιτία για αυτή την απόκλιση, η εμπιστοσύνη των ΗΠΑ στην καλύτερη εκπαίδευση και την αριθμητική υπεροχή του τακτικού στρατού της χώρας – που όμως δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πλεονέκτημα των Ταλιμπάν σε ό,τι αφορά τον στρατηγικό σχεδιασμό, την αποφασιστικότητα και το κίνητρο, όπως αναφέρουν οι Times.

«Πρέπει να πάρουμε μαθήματα από το Αφγανιστάν»

«Πρέπει να πάρουμε μαθήματα από το πώς διαχειρίστηκε την κατάσταση στο Αφγανιστάν η κάθε αμερικανική κυβέρνηση, από την αρχή ως το τέλος. Το χρωστάμε στο προσωπικό του στρατού μας και σε άλλους Αμερικανούς που έθεσαν σε κίνδυνο της ζωή τους για να αντλήσουν αυτά τα μαθήματα που θα μας βοηθήσουν να πάρουμε πληροφορημένες αποφάσεις στο μέλλον», δήλωσε η Μισέλ Φλουρνόι, η τρίτη τη τάξει στο Πεντάγωνο κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα και μια εκ των κυριότερων διεκδικητών της θέσης του υπουργού άμυνας του Μπάιντεν.

«Για την κυβέρνηση Μπάιντεν το ερώτημα είναι κατά πόσον υπήρξε επαρκής σχεδιασμός έκτακτης ανάγκης προκειμένου να είναι εφικτές οι κρίσιμες αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις», αλλά και κατά πόσον «εκπληρώσαμε τις υποχρεώσεις μας προς τους Αφγανούς που μας βοήθησαν, μειώσαμε τους κινδύνους που συνδέονται με την αποχώρησή μας από τη χώρα και προσφέραμε συνεχιζόμενη υποστήριξη προκειμένου ο αφγανικός στρατός να μπορέσει να επιβιώσει».

«Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη της κυβέρνησης Τραμπ, ήταν ότι υπέγραψε συμφωνία με τους Ταλιμπάν που δεσμευόταν για την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων χωρίς να εισάγει και ένα σαφές σχέδιο εκεχειρίας», συμπλήρωσε η Φλουρνόι, «ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε μονομερή απόσυρση του αμερικανικού στρατού, μειώνοντάς τον σε τέτοια επίπεδα ώστε πλέον η παρουσία του στη χώρα να μην είναι βιώσιμη. Αυτό άφησε τον πρόεδρο Μπάιντεν σε πολύ πιο δύσκολη θέση».

«Ανεξίτηλος λεκές για την προεδρία Μπάιντεν»

Ακόμη και οι πλέον έμπειροι στα ζητήματα που αφορούν την πολιτική ζωή της νότιας Ασίας, όπως ο Ράιαν Κρόκερ, βετεράνος διπλωμάτης και πρέσβης στο Αφγανιστάν επί κυβέρνησης Ομπάμα, αλλά και στο Ιράκ επί Μπους, πίστευαν ότι υπήρχε περισσότερος χρόνος, αναφέρουν οι Times.

Μια εβδομάδα πριν ο Κρόκερ δήλωνε στην εκπομπή «This Week» του ABC: «Ένας παρατεταμένος εμφύλιος είναι, για να είμαστε ειλικρινείς, πιθανότερο σενάριο από την άμεση κατάληψη της εξουσίας όλης της χώρας από τους Ταλιμπάν». Στη συνέχεια, ωστόσο, ανέφερε ότι ο Μπάιντεν «πλέον έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη της δέσμευσης του προέδρου Τραμπ για έξοδο από τη χώρα. Του ανήκει. Και πιστεύω πως αυτό αποτελεί ήδη έναν ανεξίτηλο λεκέ για την προεδρία του».

Ήδη, οι Ρεπουμπλικάνοι καταφέρονται ανοιχτά κατά του προέδρου Μπάιντεν, κατηγορώντας τον ότι με τις κινήσεις του επανέφερε το Αφγανιστάν στην κατάσταση που ήταν πριν το 2001 – μετατρέποντάς το, δηλαδή, σε «εύφορο έδαφος για την τρομοκρατία», όπως δήλωσε ο Μάικλ Μακόλ του Τέξας την Κυριακή στο CNN, αλλά και ότι δεν είχε αναπτύξει ουσιαστική στρατηγική εξόδου από τη χώρα.

Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι Times, στρατηγική πίσω από τις κινήσεις του Αμερικανού προέδρου, υπάρχει:

Κατά τη γνώμη του Μπάιντεν, τα χρόνια που πέρασαν οι ΗΠΑ προσαρμόζοντας την εξωτερική τους πολιτική στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου άφησαν ελεύθερο το πεδίο για την άνοδο της Κίνας και τις παρεμβάσεις της Ρωσίας και το περιθώριο στο Ιράν και τη Βόρεια Κορέα να εστιάσουν στην ανάπτυξη πυρηνικών. Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν είναι κομμάτι μιας ευρύτερης προσπάθειας επανιεράρχησης των προτεραιοτήτων της υπερδύναμης σε κεντρικές στρατηγικές προκλήσεις και νέες απειλές που ξεφυτρώνουν σε κάθε πεδίο: Από το διαδίκτυο μέχρι το διάστημα.

Ταυτόχρονα, αξιωματούχοι της κυβέρνησής του υποστηρίζουν ότι όχι απλώς υπήρχε σχέδιο, αλλά ότι αυτό είναι σαφές από την άμεση αντίδρασή τους στις καταιγιστικές εξελίξεις.

Όποιος κι αν έχει δίκιο, όμως, το γεγονός παραμένει: Η κατάληψη της ηγεσίας του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν και οι σκηνές τρόμου που ολόκληρος ο πλανήτης παρακολουθεί αυτές τις ημέρες με κομμένη την ανάσα, θα περάσει στην ιστορία ως ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν την κυβέρνηση Μπάιντεν.