Χρόνια αναρωτιόταν η Αλβανία τι να κάνει με το σπίτι του Ενβέρ Χότζα. Η βίλα που μοιραζόταν ο δικτάτορας στα Τίρανα με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά τους έχει παραμείνει ανέγγιχτη απ’ όταν πέθανε εκεί, στο κρεβάτι του, πριν από 36 χρόνια, αφού πρώτα βύθισε τη χώρα του στον τρόμο και στην εξαθλίωση. Ενα βρετανικό αρχιτεκτονικό γραφείο σπεύδει τώρα να βοηθήσει παρουσιάζοντας σχέδια μετατροπής της κατοικίας σε έναν «νέο πολιτιστικό προορισμό», έναν τόπο «φαντασίας και συζήτησης» – με δυο λόγια, όλα όσα μισούσε ο Χότζα, φανατικός οπαδός του απομονωτισμού και ορκισμένος εχθρός της «μπουρζουά κουλτούρας».

«Η ιδέα», λέει στους βρετανικούς «Times» η Βανέσα Νόργουντ, μια από τους αρχιτέκτονες που εμπλέκονται στην πρόταση δημιουργίας ενός εκθεσιακού περιπτέρου, ενός βιβλιοπωλείου και ενός καφέ, «είναι να δημιουργήσουμε έναν χώρο όπου ό,τι απαγόρευε τώρα ενθαρρύνεται. Για παράδειγμα», προσθέτει αστειευόμενη, «θα μπορούσαν να γίνονται εκεί συναυλίες από γενειοφόρους που παίζουν το γαλλικό κόρνο». Υπό τον εκκεντρικό μεταξύ άλλων Χότζα, τα γένια, ο Μπετόβεν και το γαλλικό κόρνο απαγορεύονταν, μαζί με άλλα «έκφυλα εισαγόμενα είδη», από βιβλία και έργα τέχνης μέχρι ιδιωτικά αυτοκίνητα.

Με βάση τα σχέδια του αρχιτεκτονικού γραφείου Στάντον Ουίλιαμς, του ίδιου που ανακαίνισε τη Βασιλική Οπερα στο Λονδίνο το 2018, η κρεβατοκάμαρα και το γραφείο του Χότζα θα διατηρηθούν ως μέρος ενός μουσείου, ενώ κομμάτι της βίλας που σχεδίασε τη δεκαετία του 1970 με τη βοήθεια ξένων περιοδικών αρχιτεκτονικής (καμία από τις απαγορεύσεις που επέβαλε στον λαό του δεν ίσχυαν για τον «Μεγάλο Δάσκαλο») θα μετατραπεί σε στέγη καλλιτεχνών: μια ιδέα που μάλλον θα αρέσει στον αλβανό πρωθυπουργό και ζωγράφο Εντι Ράμα – ο ίδιος κάλεσε άλλωστε τους βρετανούς αρχιτέκτονες να φανταστούν «μια νέα ζωή» για το σπίτι του Χότζα.

Ο δήμαρχος, σε κάθε περίπτωση, των Τιράνων Εριόν Βελιάι φάνηκε ενθουσιασμένος στον Μάθιου Κάμπελ, τον δημοσιογράφο των «Times» που τον επισκέφθηκε στο γραφείο του στα Τίρανα την περασμένη εβδομάδα. Ο δήμος, του εξήγησε, είχε ήδη αρχίσει να «χλευάζει το φάντασμα» του «Ανώτατου Συντρόφου», επέτρεψε σε μια μπάντα πανκ-ροκ μουσικής να γυρίσει ένα βίντεο κλιπ στην κρεβατοκάμαρα του Χότζα – για ένα τραγούδι ονόματι «Rock the Dictator». «Χοροπηδούσαν πάνω-κάτω στο κρεβάτι του. Αλλοτε ταμπού, μια πηγή τρόμου, αυτός ο τόπος πρέπει τώρα να ανοίξει σε όλους» δήλωσε ο Βελιάι.

Ο ίδιος πάντως παραδέχεται πως η χώρα δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με αυτό το «πολύ άσχημο κομμάτι της ιστορίας» της. «Προσπαθούμε να κάνουμε τη νεότερη γενιά να ενδιαφερθεί. Αλλά νομίζω ότι πολλοί μεγαλύτεροι Αλβανοί αποφεύγουν το θέμα, βρίσκονται ακόμα σε άρνηση. «Δεν συνέβη σε εμάς αυτό. Δεν το κάναμε στον εαυτό μας»». Την ίδια άποψη έχει και ο Μπλέντι Φέβζιου, ένας δημοσιογράφος της τηλεόρασης και συγγραφέας μιας βιογραφίας του Χότζα: «Ολοι θέλουν τώρα να ξεχάσουν αυτή τη φρικτή περίοδο. Οι περισσότεροι Αλβανοί δεν θέλουν καμία σχέση μαζί της. Πρέπει να ανοίξουμε τη βίλα ως μουσείο για να δείξουμε όλα τα φρικτά πράγματα που έκανε».

Ηγέτης και καταστροφέας

Γεννημένος στο Αργυρόκαστρο, ηγέτης της αντίστασης στον φασισμό επί Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Χότζα οδήγησε τον λαό του στην καταστροφή, ερχόμενος σε ρήξη με τον έναν κομμουνιστή του σύμμαχο μετά τον άλλο, απομονώνοντας την Αλβανία από τον υπόλοιπο κόσμο, μετατρέποντάς τη σε ένα είδος Βόρειας Κορέας των Βαλκανίων. Ολο και πιο παρανοϊκός κατά την τελευταία του δεκαετία στην εξουσία, γέμισε την πόλη με τσιμεντένια μπούνκερ ως ασπίδα απέναντι σε πραγματικούς και φανταστικούς εχθρούς. Χιλιάδες πολίτες οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, ανάμεσά τους και πολλοί από τους στενότερους συνεργάτες του, που ρίχτηκαν σε ανώνυμους τάφους· αναρίθμητοι άλλοι πέθαναν στην προσπάθειά τους να εγκαταλείψουν τη χώρα ή μέσα σε κάποιο στρατόπεδο εργασίας. Ολοένα και περισσότεροι απόγονοί τους ζητούν τώρα μετά θάνατον αναγνώριση των θυμάτων, εκταφή και αποκατάσταση των σορών τους. Οι Αρχές, λένε αρκετοί, εμφανίζονται απρόθυμες να βοηθήσουν.

«Μόνο για να αρπάξουν χρήματα ενδιαφέρονται οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες» λέει χαρακτηριστικά ο 47χρονος Γιόβαν Πακού, ένας πρώην τελωνειακός ο οποίος αναζητεί χρόνια τον πατέρα του: εκτελέστηκε το 1974 με βάση στημένες κατηγορίες για δολιοφθορά. Ο Πακού είναι αρκετά καλά δικτυωμένος, έχει μιλήσει με πολλούς αξιωματούχους του πρώην καθεστώτος, κατάφερε μάλιστα να βρει έγγραφα και φωτογραφίες από τη δίκη του πατέρα του, καθώς και ένα ηχητικό ντοκουμέντο με τον ίδιο να υπερασπίζεται τον εαυτό του – «η πρώτη και μοναδική φορά που άκουσα τη φωνή του πατέρα μου». Πριν από λίγα χρόνια, αηδιασμένος με την απουσία επίσημου ενδιαφέροντος, νοίκιασε μια μπουλντόζα και άρχισε να σκάβει σε μια βουνοπλαγιά στις παρυφές των Τιράνων. Βρήκε πολλά ανθρώπινα λείψανα. Ανάμεσά τους πιστεύει πως βρίσκονται και εκείνα του πατέρα του, δεν έχει όμως τα χρήματα που χρειάζονται ώστε να κάνει εξετάσεις DNA σε όλα τα οστά και οι Αρχές λένε μόνο «μην ανοίγεις πληγές. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Είναι περίπλοκο. Είναι ακριβό».