Οταν ο Κάρολος Ντίκενς έγραφε τον Ολιβερ Τουίστ, το 1837, χρειαζόταν έναν φρικτό δικαστή, έναν σκληρό άνδρα, που θα ήταν ο πρόεδρος στη δίκη στην οποία ο νεαρός ήρωας ήταν κατηγορούμενος για κλοπή πορτοφολιών. Ο συγγραφέας δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ για να εντοπίσει την προσωπικότητα πάνω στην οποία θα έπλαθε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ηξερε ότι δεν θα έβρισκε καταλληλότερο από τον διαβόητο κ. Λέινγκ, ο οποίος εργαζόταν στον Χάτον Γκάρντεν, ένα δρόμο πιο κάτω από το σπίτι του, στην οδό Ντότι, στο Λονδίνο.

Ο Ντίκενς ζήτησε από έναν γνωστό να του επιτρέψει να μπει κρυφά στο γραφείο του Λέινγκ ώστε να μπορέσει να έχει δια ζώσης άποψη για τον άνδρα που θα εμφανιζόταν εν συνεχεία στο μυθιστόρημα ως ο φοβερός κ. Φανγκ, ένας άνδρας με «ξεπλυμένο πρόσωπο», ο οποίος, «εάν δεν είχε τη συνήθεια να πίνει περισσότερο από ό,τι άντεχε, ίσως και να είχε κινηθεί νομικά για δυσφήμηση στο πρόσωπό του και να είχε κερδίσει μια καλή αποζημίωση». Τώρα οι φανατικοί αναγνώστες των έργων του Καρόλου Ντίκενς θα μπορούν να ακολουθήσουν τα βήματα του αγαπημένου τους συγγραφέα από το σπίτι του, το οποίο λειτουργεί ως Μουσείο Ντίκενς, στην οδό Ντότι 48, ως το γραφείο του Λέινγκ, καθώς το μουσείο διαμορφώνει μια νέα δράση: καλεί τους επισκέπτες να μην περιοριστούν μόνο στα εκθέματα που διαθέτει στο εσωτερικό του, αλλά τους προτρέπει να περπατήσουν στη γύρω περιοχή και να γνωρίσουν τα σημεία που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή του Ολιβερ Τουίστ: από το Σάφρον Χιλ, την αλλοτινή παραγκούπολη όπου βρισκόταν το κρησφύγετο των πορτοφολάδων και το σπίτι του γηραιού εκπαιδευτή παιδιών σε κλοπές, Φάγκιν, μέχρι το Κλερκενγουέλ Γκριν, την περιοχή όπου ο Ολιβερ Τουίστ παρακινήθηκε από τον αρχηγό της συμμορίας να κλέψει τα πορτοφόλια όσων ψώνιζαν στην πολυσύχναστη αγορά.

Στάση

Το γραφείο του Λέινγκ αποτελεί μια στάση στην προτεινόμενη διαδρομή, ενώ στο μουσείο θα εκτίθεται η επιστολή με την οποία ο Ντίκενς ζητούσε βοήθεια ώστε να καταφέρει να βρεθεί κοντά στον άνδρα που θα μεταμορφωνόταν στις σελίδες του μυθιστορήματος σε στριφνό δικαστή. «Στις επόμενες σελίδες του Ολιβερ Τουίστ, πρέπει να έχω έναν δικαστή. Και αναζητώντας κάποιον του οποίου η σκληρότητα θα τον καθιστούσε κατάλληλο για να ταιριάζει με συνέπεια στον χαρακτήρα που έχω στον νου μου, έπεσα πάνω στον κ. Λέινγκ του Χάτον Γκάρντεν», έγραφε ο Ντίκενς. «Γνωρίζω τον χαρακτήρα του άνδρα απολύτως, αλλά καθώς θα ήταν απαραίτητο να περιγράψω και την εμφάνισή του, θα έπρεπε να τον έχω δει, κάτι το οποίο (ευτυχώς ή δυστυχώς αναλόγως με την περίπτωση) δεν έχω κάνει ποτέ».

Στον εκθεσιακό χώρο θα παρουσιαστεί μια σελίδα από το χειρόγραφο του μυθιστορήματος, επιστολές του Ντίκενς στις οποίες αναφέρεται στη διαδικασία της συγγραφής και ένα μενταγιόν, το οποίο εκτίθεται για πρώτη φορά, και περιέχει μια μπούκλα από τα μαλλιά της πρόωρα χαμένης κουνιάδας του, Μαίρης Χόγκαρθ. Η Μαίρη ζούσε με τον Ντίκενς και τη σύζυγό του – και αδελφή της – Κάθριν και πέθανε ξαφνικά τον Μάιο του 1837 σε ηλικία 17 ετών. Ο θάνατός της συντάραξε τον συγγραφέα και του ενέπνευσε τον χαρακτήρα της Ρόουζ Μέιλι στον Ολιβερ Τουίστ.  «Εκείνος και η Κάθριν ήταν σε απόγνωση», λέει η υπεύθυνη του μουσείου Λουίζα Πράις, η οποία επανειλημμένως έχει υποστηρίξει ότι δεν υπήρχε κρυφή ερωτική σχέση ανάμεσα στον συγγραφέα και την κουνιάδα του, αλλά μια σχέση τρυφερότητας. «Η Ρόουζ είναι ουσιαστικά η Μαίρη: καλή, νεαρή και όμορφη. Ο Ντίκενς στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου του περιγράφει το ευτυχισμένο τέλος της Ρόουζ: παντρεύεται και αποκτά παιδιά. Δίνει δηλαδή στην ιστορία το φινάλε που θα ήθελε για τη Μαίρη».

Ο Ντίκενς συνέλαβε την ιδέα για τις περιπέτειες του Ολιβερ Τουίστ λίγες  εβδομάδες αφότου αυτός και η Κάθριν έφεραν στον κόσμο το πρώτο τους παιδί. Το μυθιστόρημα ξεκίνησε να δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1837, ταυτόχρονα με «Τα χαρτιά του Πίκγουικ» που είχε ξεκινήσει ήδη να δημοσιεύεται δυο χρόνια νωρίτερα επίσης σε συνέχειες κι ενώ ο Ντίκενς ήταν μόλις 25 ετών.«Εχουμε μια κόκκινη καρέκλα στο καθιστικό και γνωρίζουμε από τις αναφορές του γαμπρού του ότι ο Ντίκενς καθόταν σε αυτήν όταν έγραφε τον Ολιβερ Τουίστ κι έγραφε ενώ έπαιζε και μιλούσε στα παιδιά του, που είχαν γεννηθεί με ελάχιστη χρονική απόσταση το ένα από το άλλο», λέει η Πράις. Η νέα αυτο-καθοδηγούμενη ηχητική περιήγηση που γίνεται με τα πόδια στην περιοχή πέριξ του μουσείου εγκαινιάζεται παράλληλα με περιοδική έκθεση που θα λειτουργεί από τις 30 Ιουνίου και θα εστιάζει σε πρόσωπα και τοποθεσίες που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τη συγγραφή των Περιπετειών του Ολιβερ Τουίστ. «Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που έτυχε πολύ θετικής υποδοχής. Οι αναγνώστες απέκτησαν μια εικόνα για τον κόσμο των φτωχών και την εγκληματικότητα, αλλά υπήρχαν και ορισμένοι που πίστευαν πως ό,τι έγραφε ο Ντίκενς δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ότι οι παραγκουπόλεις δεν υπήρχαν».

Στην έκθεση παρουσιάζονται και κριτικές για το μυθιστόρημα την εποχή που κυκλοφόρησε, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησής του από τη βασίλισσα Βικτωρία, η οποία και το χαρακτήρισε ως «υπερβολικά ενδιαφέρον». Αντιθέτως ο λόρδος Μέλμπουρν, που εκείνη την περίοδο διατελούσε χρέη πρωθυπουργού, δήλωνε αναστατωμένος από το γεγονός ότι η υπόθεση εκτυλίσσεται ανάμεσα σε φέρετρα και πορτοφολάδες. «Δεν μου αρέσουν όλα αυτά. Θέλω να τα αποφεύγω. Δεν μου αρέσουν στην πραγματικότητα, επομένως δεν επιθυμώ και την αναπαράστασή τους».