Η ελληνική οικονομία αναζητεί σήμερα ένα μέλλον με βιώσιμη, κοινωνικά συμπεριεκτική και δυναμική ανάπτυξη που θα φέρει ποιοτικές θέσεις εργασίας σε μια χώρα που έχει όλες τις προϋποθέσεις να προσφέρει ποιότητα ζωής σε όσους κατοίκους και οικογένειες ζουν ή και εγκαθίστανται σε αυτή.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις καθώς αυτές δεν είναι μια διαδικασία που γίνεται άπαξ, αλλά μια συνεχής διαδικασία συμβατή με τις αρχές της «καλής νομοθέτησης». Σε έναν κόσμο που αλλάζει ριζικά και συνεχώς λόγω του ψηφιακού μετασχηματισμού και της ανάγκης για στροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη, όποιος εγκαταλείψει τις προσαρμοστικές αλλαγές απλά θα μένει πίσω. Το μεταρρυθμιστικό έργο που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια είναι σημαντικό, αλλά μένει ακόμη περισσότερο έργο προς υλοποίηση. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθούν τα θέματα χωροταξίας και αδειοδότησης, με το δεύτερο να εξαρτάται άμεσα από το πρώτο. Ηδη έχουν δρομολογηθεί ή εξαγγελθεί έργα που θα ολοκληρώσουν τον χωροταξικό σχεδιασμό στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας και θα εκσυγχρονίσουν την εφαρμογή του σε τοπικό επίπεδο, αυτή τη φορά με αναγνώριση της ανάγκης για χωροθέτηση και υποστήριξη της παραγωγής. Κυρίως, όμως, εκκρεμεί η θεσμική ωρίμαση σε τέτοιο βαθμό, ώστε το πελατειακό κράτος να μην αποτελεί πλέον απειλή, κυρίως επειδή οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα μπορούν εφεξής να βρίσκουν το δίκαιό τους και να κάνουν τη δουλειά τους βασιζόμενοι στους θεσμούς και στις υπηρεσίες του κράτους.

Δεύτερον, πρέπει να ξαναδούμε πιο προσεκτικά το τι μένει να γίνει στο επίπεδο της φορολογίας. Οι σημαντικές παρεμβάσεις που έχουν γίνει, όπως της μείωσης φόρων σε εταιρικά κέρδη και μερίσματα, η θέσπιση ρεαλιστικών όρων διανομής δικαιωμάτων προαίρεσης σε στελέχη και προσωπικό, σειρά σημαντικών τεχνικών ρυθμίσεων, όπως η φορολογική αντιμετώπιση των ζημιών από διαγραφές οφειλών στα πλαίσια πτωχευτικών και προ-πτωχευτικών διαδικασιών και πολλές άλλες επεμβάσεις που έχουν γίνει, σίγουρα έχουν καταστήσει έως και ανταγωνιστική σε κάποιες παραμέτρους τη φορολογία στην Ελλάδα. Παραμένει όμως η ανάγκη ειδικά η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα να μειωθεί παραπέρα και να μειωθεί κυρίως η υπερ-προοδευτικότητά της, η οποία παραμένει ίσως η μεγαλύτερη στην Ευρώπη, αποτρέποντας την εξέλιξη της αγοράς εργασίας σε θέσεις καλύτερης ποιότητας και υψηλότερων αποδοχών. Επίσης, έχουμε ακόμα μπροστά μας την απομάκρυνση αρκετών υπερβολικών φόρων και επιβαρύνσεων, όπως αυτών που ανακόπτουν τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τη στροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη και που επιβαρύνουν το κόστος χρηματοδότησης παραγωγικών επενδύσεων.

Τρίτον, καθώς έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στη χώρα, προσφέρεται η ρευστότητα του Ταμείου Ανάκαμψης για τη χρηματοδότηση επενδύσεων και υποδομών που άμεσα θα τονώσουν την οικονομία αλλά και θα συνεισφέρουν στην κάλυψη του σωρευμένου επενδυτικού κενού με τρόπο που θα στρέψει την οικονομία προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ψηφιοποίηση.

Η αισιοδοξία για μια επερχόμενη ανάκαμψη συνεπώς δεν πρέπει να μας δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι η χώρα έχει την πολυτέλεια να χάσει την ευκαιρία που η ίδια, με πολλές θυσίες, δημιούργησε ή ότι η πορεία λίγων ετών θα καταστήσει την πρόοδο μη αναστρέψιμη.

Ο Θεόδωρος Πελαγίδης είναι υποδιοικητής της ΤτΕ και καθηγητής Οικονομικής Ανάλυσης στο Παν. Πειραιώς

Ο Μιχάλης Μητσόπουλος είναι διευθυντής Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών του ΣΕΒ