Σε αχαρτογράφητα νερά εισέρχεται η διεθνής οικονομία. Η άνευ προηγουμένου επεκτατική δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν η οποία συνεχίζεται απτόητη με την πρόσφατη πρόταση του προϋπολογισμού 2022 για δαπάνη $6,1 τρισ. με φορολογικά έσοδα $4,1 τρισ., αναθερμαίνει εκ νέου τη συζήτηση στην Αμερική για τις πληθωριστικές προσδοκίες, τη συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου, την πορεία των τιμών των μετοχών, την αξία και τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, το ύψος του χρέους αλλά και τη δυνατότητα που (θα) έχουν οι Αρχές να πατήσουν μαλακά το φρένο αν οι υψηλές ταχύτητες φέρουν στο προσκήνιο τον κίνδυνο εκτροχιασμού της οικονομίας: είτε με μείωση της αγοράς περιουσιακών στοιχείων από τη FED είτε με την έναρξη της συζήτησης για μια σταδιακή άνοδο των επιτοκίων.

Εν τω μεταξύ, το επίπεδο και το εύρος των πληθωριστικών προσδοκιών ανέρχεται ξεπερνώντας τις επίσημες προβλέψεις, καθώς τον Απρίλιο έφτασε στο 4,2% σε σχέση με 12 μήνες πριν. Ενα κρίσιμο ζήτημα είναι το εάν το ύψος αυτό καθορίζεται κυρίως από τη λεγόμενη base effect, καθώς ήδη τον Απρίλιο του 2020 οι τιμές ήταν καθηλωμένες από την πανδημία και τον μερικό περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας. Από την ανάλυση του «δομικού πληθωρισμού» προκύπτει ότι οι μη κυκλικοί παράγοντες, δηλαδή αυτοί που δεν αφορούν την επίδραση βάσης, «συνεισφέρουν» περίπου το σημαντικό 1,5%. Μεταξύ των γνωστών πια παραγόντων που επιδρούν στην αυξητική τάση των τιμών, πέραν της αυξήσεως των τιμών των εμπορευμάτων, των πρώτων υλών των τροφίμων, των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, των ενοικίων σε ορισμένες περιοχές, της ενέργειας, κ.λπ., σημαντική είναι η κατάσταση στις αγορές εργασίες. Ο ισχυρισμός της FED ότι οι όποιες αυξήσεις στις πληθωριστικές προσδοκίες είναι μεταβατικές (transitory) και οφείλονται τόσο στις διαταραχές των συνθηκών προσφοράς όσο και στην απότομη ανάκαμψη της ζήτησης λόγω ενός ισχυρού αποθέματος αποταμιεύσεων, της προόδου των εμβολιασμών και του ανοίγματος της αμερικάνικης οικονομίας, βασίζεται κυρίως στην πεποίθηση ότι ο τελικός κριτής στη μάχη για τον περιορισμό μεσοπροθέσμως της αυξήσεων των τιμών θα είναι η αγορά εργασίας.

Τα πρόσφατα στοιχεία του Απριλίου, δείχνουν ότι η ανάκαμψη της αγοράς εργασίας είναι περιορισμένη και ότι αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός τότε θα χρειαστεί περίπου ένα έτος για να επανέλθει η αγορά στο επίπεδο απασχόλησης της προ-πανδημίας εποχής. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα καλό νέο για την άποψη της FED καθώς μια χαλαρή αγορά εργασίας δεν βοηθά τον πληθωρισμό. Αλλά μένει να αποδειχθεί με τα στοιχεία των επομένων μηνών. Οι συμπεριφορές και οι προτιμήσεις όλων έχουν αλλάξει μετά την πανδημία. Μερικοί εργαζόμενοι πήγαν προς την πρόωρη συνταξιοδότηση, κάποιοι ζουν με τα κρατικά επιδόματα, άλλοι έχουν μεταναστεύσει σε άλλες χώρες ή και άλλους τομείς, ενώ φαίνεται πως ένα κομμάτι επανεξετάζει τη συμμετοχή του στο εργατικό δυναμικό δεδομένων των χαμηλών μισθών.

Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως το αιφνίδιο πέρασμα από την εποχή του επίμονου αποπληθωρισμού και της δομικής στασιμότητας στην εποχή των πληθωριστικών προσδοκιών βρίσκεται σε εξέλιξη χωρίς βέβαιη κατάληξη. Εάν πάντως μετά από έναν τέτοιο καταρράκτη ρευστότητας δεν καταφέρει η αμερικάνικη οικονομία, και κατ’ επέκταση η παγκόσμια οικονομία, να βρει μιαν ικανοποιητική σχέση γρήγορης μεγέθυνσης και σχετικής σταθερότητας τιμών πέριξ του 2%, τότε τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα από ό,τι νομίζουμε, καθώς τότε ενδεχομένως να ελλοχεύει και ο κίνδυνος ενός εφιαλτικού στασιμοπληθωρισμού.

Ο Θεόδωρος Πελαγίδης είναι υποδιοικητής της ΤτΕ και καθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Μόλις εκδόθηκε το βιβλίο του Who’s to Blame for Greece? Life After Bankruptcy: Between Optimism and Substandard Growth, MacMillan Palgrave June 2021