Μετά από μια μεγάλη συζήτηση στην ευρύτερη δημόσια σφαίρα και έντονες διαχωριστικές γραμμές να έχουν ήδη χαραχθεί, ξεκινά η συζήτηση στη Βουλή για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου».

Ενδεικτικός του ενδιαφέροντος που έχει προκαλέσει και ο όγκος των παρεμβάσεων που έγιναν στη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης του αρχικού σχεδίου νόμου, που ξεπερνούν αθροιστικά τις 4800 σελίδες!

Οι αφετηρίες του νομοσχεδίου

Εάν κοιτάξουμε την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου θα δούμε ότι το υπουργείο κυρίως επικαλείται ως λόγο τους αναχρονισμούς του ισχύοντος οικογενειακού δικαίου που δεν παρακολουθεί τις μεταβολές των κοινωνικών συνθηκών.

Ειδικότερα, το υπουργείο εκτιμά ότι «Η απουσία και η έλλειψη ενημέρωσης του γονέα που δεν διαμένει με το τέκνο για θέματα που το αφορούν και επηρεάζουν αφενός μεν την καθημερινότητά του, αφετέρου δε την πρόοδό του, συνιστούν αιτία συνεχών αντεγκλήσεων και διαφωνιών μεταξύ των γονέων, γεγονός που αποβαίνει σε βάρος του συμφέροντος του τέκνου», όπως και ότι «έλλειψη αναμόρφωσης του Αστικού Κώδικα στο κεφάλαιο των σχέσεων μεταξύ γονέων και τέκνων επί σειρά ετών καταδεικνύεται από στατιστικές, που φανερώνουν μια ραγδαία αύξηση των οικογενειακών διαφορών που οδηγούνται στα δικαστήρια». Παράλληλα, το υπουργείο εκτιμά ότι «έλλειψη επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα με τον οποίον δεν διαμένει, οδηγεί στη μη ομαλή ψυχική και πνευματική ανάπτυξη του τέκνου και εμποδίζει την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του. Επίσης, η μη οριοθέτηση κριτηρίων κακής άσκησης γονικής μέριμνας οδηγεί σε αυθαίρετες συμπεριφορές εκ μέρους του υπαιτίου γονέα, οι οποίες αντιβαίνουν στο συμφέρον του τέκνου».

Τι αφορά το νομοσχέδιο

Το νομοσχέδιο αυτό αφορά ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο τα δικαστήρια θα κρίνουν τα ζητήματα επιμέλειας των παιδιών σε περιπτώσεις διαζυγίων που καταλήγουν ενώπιον των δικαστηρίων.

Το νομοσχέδιο δεν αφορά όλες τις περιπτώσεις όπου τα ζητήματα που αφορούν την επιμέλεια των παιδιών σε περίπτωση διαζυγίων επιλύονται συναινετικά από το ζευγάρι. Η διευκρίνιση αυτή είναι σημαντική. Το νομοσχέδιο, δηλαδή, δεν ασχολείται με τις συναινετικές διαρρυθμίσεις των ζητημάτων που αφορούν την άσκηση των γονικής μέριμνας και επιμέλειας, αλλά με το ποιες κατευθύνσεις πρέπει να έχουν τα δικαστήρια όταν βρίσκονται αντιμέτωπα με περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει συναίνεση.

Η συζήτηση για την «υποχρεωτική συνεπιμέλεια»

Εδώ και καιρό έχει ανοίξει μια συζήτηση για την ανάγκη να κατοχυρωθεί η «υποχρεωτική συνεπιμέλεια» των παιδιών σε περιπτώσεις διαζυγίων. Προσοχή, υποχρεωτική σημαίνει ότι αυτή θα πρέπει να επιβάλουν και τα δικαστήρια.

Το σημείο αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί το ερώτημα που τίθεται δεν είναι εάν θα προαχθεί η συναινετική συνεπιμέλεια, που σε διάφορες παραλλαγές διάφορα ζευγάρια δοκιμάζουν στην πράξη με το σκεπτικό ότι ανεξαρτήτως του διαζυγίου το παιδί έχει ανάγκη και τους δύο γονείς του. Το ερώτημα που έχει τεθεί είναι να επιβάλλεται η συνεπιμέλεια και εκεί όπου δεν υπάρχει συναίνεση.

Πίσω από το αίτημα αυτό και στη χώρα μας αλλά και διεθνώς υπάρχει αρκετές φορές μια επιχειρηματολογία, άλλοτε ρητά διατυπωμένη άλλοτε υπονοούμενη, που υποστηρίζει ότι στη νομοθεσία για το οικογενειακό δίκαιο οι αδικημένοι είναι οι μπαμπάδες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό έχει πάρει και τη μορφή «κινημάτων για τα δικαιώματα των μπαμπάδων» που συχνά συνδυάζονται με διεκδικήσεις για «δικαιώματα των αντρών» (απέναντι στις υποτιθέμενες υπερβολές του φεμινισμού) και που σε ορισμένες χώρες έχουν ακροδεξιά στήριξη.

Η αντίρρηση στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια κυρίως επικεντρώνει στο γεγονός ότι απειλεί να διαμορφώσει μια συνθήκη ιδιαίτερα άνιση σε βάρος των γυναικών αφού ουσιαστικά οι πρώην σύζυγοί τους θα έχουν ένα διηνεκές δικαίωμα βέτο σε κρίσιμες επιλογές για τη ζωή του, θα επιτρέπει σε κακοποιητικούς γονείς να συνεχίζουν να έχουν επαφή και επικοινωνία με το παιδί και θα μετατρέψουν τα παιδιά σε ιδιότυπα τρόπαια εντός ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Επίσης οι φεμινιστικές οργανώσεις απορρίπτουν την έννοια της «γονεϊκής αποξένωσης» που συχνά επικαλούνται οι «οργανώσεις μπαμπάδων», θεωρώντας ότι κατά βάση θέλει να προσδώσει «επιστημονικοφανή» νομιμοποίηση στην υποχρεωτική συνεπιμέλεια.

Σε επίπεδο οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών οι φεμινιστικές οργανώσεις έχουν ταχθεί στην Ελλάδα κατά της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, που παραμένει αίτημα κυρίως οργανώσεων και συλλογικοτήτων ανδρών. Οι περισσότεροι χώροι της κεντροαριστεράς και της αριστεράς έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους με την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, αν και υπήρξαν και διαβήματα όπως το κείμενο υπογραφών για την «Κοινή ανατροφή» που θεωρήθηκε ότι κατέτεινε προς μια παραλλαγή υποχρεωτικής συνεπιμέλειας.

Γύρω από ποια σημεία του νομοσχεδίου υπάρχει σύγκρουση

Πέραν της τροποποίησης και απλούστευσης των διαδικασιών για το συναινετικό διαζύγιο, ή της επίλυσης ζητημάτων γονικής μέριμνας εντός γάμου η αντιπαράθεση επικεντρώνεται στα θέματα μέριμνας και επιμέλειας των παιδιών σε περιπτώσεις διαζυγίου. Tα επίμαχα σημεία είναι τα ακόλουθα:

Α. Η τροποποίηση της έννοιας του συμφέροντος του παιδιού

Η γενική επίκληση του «συμφέροντος του παιδιού» ως κριτηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις αναδιατυπώνεται στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο με την προσθήκη διατυπώσεων που συνδέουν το συμφέρον του παιδιού με την από κοινού άσκηση της επιμέλειας. Παρότι πλέον το νομοσχέδιο δεν αναφέρει ότι το συμφέρον του παιδιού εξυπηρετείται «πρωτίστως» από τη συμμετοχή και των δύο γονιών στην ανατροφή, αλλά απλώς «ιδίως», εντούτοις περιλαμβάνει αυτό το στοιχείο όπως και την «αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς» στις κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθήσει το δικαστήριο, ενώ  επισημαίνει ότι η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να «λαμβάνει ιδίως υπόψη την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου», δηλαδή συνδέει το συμφέρον του παιδιού με ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις σχέσεις των γονέων. Ο αντίλογος εδώ είναι ότι αυτή η ρύθμιση ωθεί προς την συνεπιμέλεια και βεβαίως ότι δεν επικεντρώνει στα συμφέροντα και δικαιώματα του παιδιού (υγεία, ασφάλεια, εκπαίδευση, αποφυγή εκμετάλλευσης και κακοποίησης, ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας).

Β. Τα ζητήματα γονικής μέριμνας μετά το διαζύγιο

Στο νομοσχέδιο εισάγεται η έννοια της άσκησης της μέριμνας από κοινού και εξίσου. Υπάρχει, όμως, η αντίρρηση ότι είναι καλύτερο να διατυπωθεί αυτό ως «ισότιμα», ακριβώς γιατί η έννοια του εξίσου δεν μπορεί να ακολουθήσει τις σύνθετες απαιτήσεις της πραγματικής ζωής. Αντιρρήσεις υπάρχουν επίσης για την πρόβλεψη ότι «ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο επιχειρεί τις πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1516 του Α.Κ., κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα», καθώς θεωρείται ανέφικτη και προβληματική η διαρκής ενημέρωση για τα καθημερινά ζητήματα ή επιλογές (όπως το ίδιο το νομοσχέδιο ορίζει κάνοντας σαφέστερο το άρ. 1516 ΑΚ), την ώρα που ούτως ή άλλως ο ΑΚ προβλέπει το δικαίωμα ενημέρωσης.

Γ. Καθιέρωση υποχρεωτικού χρόνου επικοινωνίας με τον άλλο γονέα

Η πρόβλεψη αυτή είναι μία από τις σημαντικότερες αλλαγές του νομοσχεδίου. Παρότι δεν ικανοποιήθηκε το αίτημα των οργανώσεων υπέρ της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας για υποχρεωτική κατανομή του χρόνου 50%-50% ανάμεσα στους δύο γονείς (σε περιπτώσεις που το δικαστήριο καλείται να πάρει θέση), ωστόσο για πρώτη φορά καθιερώνεται ότι ο «χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα,με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου».

Η ρύθμιση αυτή έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις γιατί θεωρείται ότι επιβάλλει υποχρεωτική συνεπιμέλεια, ενώ θεωρείται ότι θα δημιουργήσει προβλήματα και εντάσεις στην εφαρμογή, ξεκινώντας από το εάν ποια θα είναι η βάση για τον υπολογισμό του χρόνου αυτού. Επιπλέον, τόσο το πρόβλημα του κατακερματισμού της ζωής του παιδιού, όπως και ο κίνδυνος να υπάρχει ο γονιός της καθημερινότητας και ο γονιός των διακοπών.

Εδώ το υπουργείο προχώρησε και σε μια τροποποίηση σε σχέση με την εκδοχή που δόθηκε σε διαβούλευση. Η αρχική εκδοχή ανέφερε: «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Αυτή η διατύπωση είχε προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων γιατί ουσιαστικά φαινόταν ως να δίνει το δικαίωμα ακόμη και σε καταδικασμένους για κακοποίηση (αλλά όχι αμετάκλητα) να έχουν δικαίωμα επικοινωνίας με τα θύματά τους. Τώρα η διατύπωση είναι πιο γενική: «Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας.»

Δ. Δεν μπορεί να μετακινηθεί ο γονέας με τον οποίο μένει το παιδί να μετεγκατασταθεί χωρίς την άδεια του άλλου

Και η ρύθμιση αυτή έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις. Παρότι σχετική τροποποίηση του άρ. 1519 του ΑΚ έγινε και το καλοκαίρι, πλέον ρητά διατυπώνεται ότι «για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο.».

Η αντίρρηση εδώ είναι ότι παραβιάζονται θεμελιώδεις συνταγματικές ελευθερίες καθώς ουσιαστικά θεσπίζεται μια ιδιότυπη καθολική απαγόρευση μετακίνησης του γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί (παρότι δεν προβλέπεται κάτι αντίστοιχο για τον άλλο γονέα).

Ε. Αναδιατύπωση της έννοιας της κακής μέριμνας

Το νομοσχέδιο προσπαθεί να εξειδικεύσει ποιες είναι οι περιπτώσεις όπου ένας γονιός κρίνεται ότι δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις που η μέριμνα συνεπάγεται.

«Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: α. η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, γ. η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, δ. η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα, ε. η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, στ. η καταδίκη του γονέα με οριστική δικαστική απόφαση για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

Το δικαστήριο, στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή την επιμέλεια, ολικά ή μερικά, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο γονέα»

Εδώ οι αντιρρήσεις επικεντρώνονται σε δύο σημεία. Πρώτον, στον τρόπο που εισάγει έννοιες που δεν έχουν να κάνουν με τη γονική μέριμνα, αλλά τις σχέσεις με την οικογένεια του άλλου γονέα, παραπέμποντας ουσιαστικά στην αμφισβητούμενη έννοια της αποξένωσης. Δεύτερον, στον τρόπο δεν αφήνει στον δικαστή περιθώριο να κρίνει αυστηρά κατά περίπτωση το πότε μπορεί να εφαρμοστεί ένα τέτοιο μέτρο.

 

Η στάση των κομμάτων

Πέραν της Νέας Δημοκρατίας, υπέρ του νομοσχεδίου έχει τοποθετηθεί και η Ελληνική Λύση. Ωστόσο και μέσα στη Νέα Δημοκρατία υπάρχουν αντιρρήσεις. Η πιο ηχηρή ήρθε από τη βουλευτή κ. Όλγα Κεφαλογιάννη που με άρθρο της στην εφημερίδα Εστία τάχθηκε ουσιαστικά κατά των κρίσιμων σημείων του σχετικού νομοσχεδίου. Κατά του νομοσχεδίου έχει τοποθετηθεί το ΚΙΝΑΛ, με την πρόεδρό του κ. Φώφη Γεννηματά να υποστηρίζει ότι «ισχύον Οικογενειακό Δίκαιο, είναι από τα πλέον προοδευτικά στην Ευρώπη ακόμη και σήμερα. Με παιδοκεντρικό χαρακτήρα και υπέρ της ισότητας των φύλων. Είναι απόλυτα σύμφωνο με το Σύνταγμα μας και το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Κατοχυρώνει πλήρως τα δικαιώματα των γονιών σε εξ’ ίσου επιμέλεια των παιδιών, μετά από δική τους συμφωνία. Άρα δεν απαιτούνται ριζικές αλλαγές.».

Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τοποθετηθεί κατά. Όπως έχει δηλώσει ο Τομεάρχης Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος: «Πρόκειται για άκρως προβληματικό νομοσχέδιο. Αντί να αντιμετωπίσει θέματα και δυσλειτουργίες που τυχόν έχουν προκύψει, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πολώσει την ελληνική κοινωνία. Το ν/σ αλλάζει το βασικό περιεχόμενο των ισχυουσών διατάξεων, που από «παιδοκεντρικές» καθίστανται «γονεοκεντρικές».  Απαιτείται η άμεση απόσυρσή του». Την έντονη επιφύλαξή του έχει διατυπώσει το ΚΚΕ, ενώ το ΜέΡΑ25 έχει εκφράσει έντονη αντίθεση στο νομοσχέδιο με τον εκπρόσωπο Τύπου του κόμματος Μιχάλη Κριθαρίδη να δηλώνει ««δεν χρειάζεται ένα νομοσχέδιο με ρυθμίσεις αντιεπιστημονικές και αναχρονιστικές, που συνιστούν ένα ακόμα βήμα προς την πατριαρχία με οριζόντιες αλλαγές και δεν βοηθούν ούτε τους γονείς, ούτε τα παιδιά».