Το γεγονός του θανάτου είναι καταλυτικό συναίσθημα στη συνείδηση του ανθρώπου μέσα στην προϊστορία και την ιστορία. Μια από τις συγκλονιστικότερες ποιητικές παραδόσεις των λαών είναι τα μοιρολόγια, οι επιτάφιοι θρήνοι συγγενών, ηγετών, αγίων και θεών!

Στην αρχαία Αίγυπτο ο θεός Οσιρις πέθαινε και οι παρθένες της χώρας επί τρεις ημέρες, σε ένα νησάκι του Νείλου, θρηνούσαν και στόλιζαν το σκήνωμά του και την τρίτη ημέρα ο θεός ανασταινόταν. Παρένθεση: ό,τι θα γραφεί εδώ δεν είναι καμιά ανόητη προσπάθεια να υπονομευτεί το τελετουργικό της Χριστιανικής Ορθοδοξίας που αναφέρεται στον θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού.

Τα δόγματα κάθε θρησκείας, πρωτόγονης, ιστορικής ή και αποκεκαλυμμένης, αυτά δοκιμάζουν και στεριώνουν και ελέγχουν την αυθεντικότητα της πίστης. Τα τελέσματα, όμως, οι «ακολουθίες», ακόμη και το τυπικό για τον θάνατο και την ανάσταση του θεού είναι λαϊκά δρώμενα και μεταφέρονται από αιώνα σε αιώνα, από ήπειρο σε ήπειρο, από λαό σε λαό και από θρησκευτικό δόγμα σε άλλο δόγμα. Στέρεες τελετές, τυπικά ταφής, θρήνοι αγίων και θεών από τις πρωτόγονες φυλές μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και από λαό σε λαό.

Αυτές, όμως, οι λαϊκές τελετές του θανάτου του θεού είναι τόσο φορτισμένες με σημασίες και μοτίβα, ώστε, ταξιδεύοντας μέσα στην προϊστορία και την ιστορία, συλλέγουν και ενσωματώνουν στοιχεία ποικίλα που με τον καιρό λαμβάνουν την αυθεντία της ιθαγένειας κάθε λαού. Οταν κάθε χρόνο στην αρχαία Αίγυπτο «πέθαινε» ο Οσιρις, οι παρθένες της χώρας συγκέντρωναν άνθη από τους αγρούς και στόλιζαν το σκήνωμά του (ένα ομοίωμα του θεού) και, συνάμα, μοιρολογούσαν για την αποδημία του από τον κόσμο. Εχουν διασωθεί αρκετοί τέτοιοι θρήνοι και δεν διαφέρουν καθόλου από τα «εγκώμια» της ορθόδοξης ταφικής τελετής του Χριστού, ούτε από το περιεχόμενο του «Επιτάφιου» του Γιάννη Ρίτσου για τον δολοφονημένο απεργό στη Θεσσαλονίκη το 1936.

Γίνεται, ελπίζω, αντιληπτό πως οι λαϊκές φόρμες, είτε οι ποιητικές, είτε οι μουσικές, είτε οι αρχιτεκτονικές, είτε οι εικαστικές έχουν μια δυναμική επιβολής, ώστε ταξιδεύουν μέσα στον χρόνο και υιοθετούνται από δόγματα και θεολογικές σχολές. Εχουν τόσο αφομοιωτική δυναμική, ώστε απορροφούν ιδιαιτερότητες θεολογικής δογματικής και κατορθώνουν να εμφανίζονται και να γίνονται αποδεκτές από τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις του θείου από ειδωλολάτρες, πυρολάτρες λαούς ή και λατρείες προγόνων και ηρώων.

Αν βρεθεί κανείς στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και επισκεφτεί τα εκθέματα με τα κεραμικά, θα διαπιστώσει πως στις τεράστιες ταφικές ληκύθους εικονίζονται γυναικείες μορφές σε ποικίλες εκδηλώσεις πένθους, ενώ ανάμεσα σε αυτούς τους «χορούς» μια ύπτια μορφή είναι ο νεκρός που κηδεύεται. Είναι εξάλλου κοινά αποδεκτή επιστημονικά η άποψη πως η αρχαία ελληνική τραγωδία κατάγεται από τους επιτάφιους θρήνους, τα μοιρολόγια για τον νεκρό Διόνυσο που, όπως ο Οσιρις, τριήμερον ανέστη. Ο μέγας Σικελιανός ταύτισε στην ποίησή του τον Διόνυσο με τον Χριστό, πάντα, και εξηγούμαι, στην τελετουργική διαδικασία. Το βλέπουμε συχνά στις κηδείες των νεκρών μουσουλμάνων στην Παλαιστίνη, όπου ο πιστός διά του θανάτου του γίνεται μάρτυρας, δηλαδή βεβαιώνει με τον θάνατό του και την αμοιβή του στον Αλλο Κόσμο, στη στερέωση και το κύρος του δόγματος.

Ο θεωρητικός της ανατολικής χριστιανικής δογματικής Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πολέμιος ανελέητος του θεάτρου, αγνόησε την εξαίσια συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος, μεταφέροντας τη γνώση του από τη σπουδή του στην αρχαία Αθήνα, όπου ακόμη υπήρχαν τα τελευταία, πριν διωχθούν, κατάλοιπα της ελληνικής αρχιτεκτονικής του θεάτρου και, βέβαια, τα ποσοτικά και τα ποιοτικά στοιχεία της τραγωδίας, γυρίζοντας ως Επίσκοπος στο Βυζάντιο, επηρέασε τη γνωστή ως σήμερα αρχιτεκτονική του Ορθόδοξου Ναού και καίρια τη μορφή της λειτουργίας. Ο Χρυσόστομος, ανεξάρτητα από την αρχιτεκτονική της μορφή του ναού και τη δομή της λειτουργίας, την οποία, μάλιστα, συντόμευσε (όπως τη γνωρίζουμε σήμερα), επειδή του Μεγάλου Βασιλείου (που ψάλλεται μόνο την Πρωτοχρονιά) ήταν μεγάλη σε διάρκεια, διώκτης, όπως είπαμε του θεάτρου, δογμάτισε ότι η λειτουργία δεν είναι «μίμησις πράξεως» του θανάτου και της Ανάστασης του Χριστού, αλλά ο Χριστός κάθε Κυριακή πεθαίνει και ανασταίνεται και κάθε φορά το κρασί και ο άρτος μεταποιούνται σε σώμα και αίμα του Θεανθρώπου. Η φόρμα, όμως, νίκησε: ο ναός θυμίζει αρχαίο θέατρο και η λειτουργία τα μέρη, ποσοτικά και ποιοτικά, της αρχαίας τραγωδίας (πρόλογος, διάλογος, χορικά, αγγελική, από άμβωνος, ρήση, προφητικός λόγος – από το Μαντείο των Δελφών στον Ησαΐα και τον Δαβίδ).

Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα δεν διστάζει και ο πλέον δογματικός χριστιανός να ονομάζει τις ακολουθίες «θείο δράμα»! Οπως θείο δράμα ήταν η γέννηση, τα θαύματα, ο θάνατος και η Ανάσταση του Διονύσου και του Οσιρι, αλλά και του Βούδα. Είναι τόσο σχεδόν τυραννική η επίδραση στον άνθρωπο κάθε εποχής και κάθε πίστης της «φόρμας» της τραγωδίας που, εξάλλου, έρχεται από τις αρχέγονες κοινότητες των πρωτογόνων λαών, ώστε κατορθώνει αυτή η φόρμα να ενσωματώνει σχεδόν αντίθετα και συχνά (δυστυχώς) εχθρικά τελέσματα, ιδεολογικά προσχήματα φυλετικών και πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων.

Οταν την Μεγάλη Πέμπτη ακούμε το «ο εν ύδασι την γην κρεμάσας» δεν μπορεί να έχουμε γνώση της πορείας του ανθρώπινου μυθικού και ποιητικού λόγου, να μην πάει ο νους μας στον Ησίοδο και, βέβαια, στον Θαλή και τον Αναξιμένη που, παραμερίζοντας τους Θεούς του Ολύμπου, δογμάτισαν τη γένεση του σύμπαντος από το ύδωρ. Εξάλλου ο βιβλικός κατακλυσμός την εποχή του Νώε έρχεται από χιλιάδες χρόνια πριν. Αν ο Νώε έσωσε στην Κιβωτό τη ζωή φυτών και ζώων, στον αρχαιότατο ελληνικό μύθο, μετά από έναν κατακλυσμό, ο Δευκαλίων και η Πύρρα έσπειραν τους «σπαρτούς», τη νέα γενιά θνητών στον έρημο τόπο. Ακόμη και ο Πλάτων, μετά από μια καταστροφή, εγκαινιάζει έναν Νέο Κόσμο στην αναδυόμενη από τα ύδατα Ατλαντίδα. Ολοι αυτοί οι κατακλυσμοί συνδέονται με την επιθυμία να αναδυθεί στην Ιστορία ένα νέο γένος ανθρώπων, χωρίς τα παλιά αμαρτήματα! Ο,τι οραματίστηκε ο νέος Νώε Κάρολος Μαρξ και οι γραφικοί με τα φυλλάδια ανά την οικουμένη χιλιαστές!

Αρκετοί, όχι κατ΄ ανάγκην αιρετικοί, έχουν συνδέσει τον θάνατο και την ανάσταση του θεού, όποιας θρησκείας, με τον θάνατο της φύσης τον χειμώνα και την ανάσταση της την άνοιξη. Ακόμη και οι μεγάλοι ποιητές, σε εμάς εδώ ο μέγας Διονύσιος Σολωμός, ταύτισε τον Αγώνα των Ελλήνων, και ιδιαίτερα των πολιορκημένων στο Μεσολόγγι, με την έξοδο της φύσης απο τη χειμερία νάρκη – σκλαβιά στην Ελευθερία και την Ανοιξη, με τη φύση στην «καλή και στη γλυκιά της ώρα»!

Ενας μεγαλοφυής, άθεος Εβραίος, ο Φρόιντ, αντικατέστησε την Κιβωτό με το ψυχαναλυτικό κρεβάτι και βρήκε μέθοδο ανάλογη με την εξομολόγηση, ώστε να απαλλάξει τον άνθρωπο από τα συμπλέγματα δογμάτων, θεσμών, προκαταλήψεων, ηθών και εθισμών. Λέγοντας, με άλλα λόγια, ό,τι και ο Χριστιανισμός με το Μυστήριο της Βαπτίσεως, όπως και όλων των θρησκειών ο Μοναχισμός που, φορώντας το ράσο ή την κελεμπία, αλλάζει όνομα και αφήνει πίσω του τον προηγούμενο βίο του.

Είναι μια παγκόσμια, σχεδόν πανομοιότυπη τελετουργία με την πορεία: Πάθη, Θάνατος, Ανάσταση. Είναι, πράγματι, αξιοσημείωτο πως, σχεδόν πανομοιότυπα, θρησκείες και επιστήμες ομιλούν για μια πορεία από το Κενό στο Καινό, από τα αδιέξοδα του βίου, από τα λάθη στη διαδρομή. Από τις ψευδαισθήσεις της φιλοδοξίας βρισκόμαστε συχνά μπροστά στο κενό περιεχομένου. Αντιλαμβανόμαστε πως χρόνια κατοικούσαμε (για να αντιγράψω έναν έξοχο τίτλο βιβλίου του Λουντέμη) στην «Οδό Αβύσσου αριθμός μηδέν». Τότε αναζητούμε όχημα αλλαγής πορείας ή επιστροφής στην αφετηρία ή πτώσης στο αόριστο.

Η εβδομάδα που διανύουμε, χρόνια τώρα, με εξαίσιες ποιητικές πτήσεις, μας προτείνει μία λύση από τον Σταυρό στην ταφή και από την ταφή στην Ανάσταση. Κάποιοι στους αιώνες πρότειναν την Επανάσταση, άλλοι την Αγιότητα και άλλοι επιστροφή στο Κενό. Ή οδεύει κανείς προς την Καινή Διαθήκη, το Κοράνιο, τη Νιρβάνα, την Ουτοπία του Μαρξ ή το «κουρελάκι», το μηδέν του Μπέκετ. Εκτός αν επιλέξει κανείς τον ατέρμονο Ανήφορο χωρίς τέλος του Καζαντζάκη ή, πάλι, τη βαρκάδα του Εμπειρίκου προς τον ποταμό Αχέροντα!