Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δείχνει για άλλη μια φορά ότι προσπαθεί να χρησιμοποιήσει κάθε πεδίο γεωπολιτικής εμπλοκής της Τουρκίας ως στοιχείο τόσο για να κάνει «προβολές ισχύος», αλλά και για να επαναδιαπραγματευτεί τη σχέση με τη Δύση. Αυτό ακριβώς μπορεί να εξηγήσει και το γιατί άνοιξε θέμα αλλαγής του καθεστώτος των Στενών και αναθεώρησης της Σύμβασης του Μοντρέ.

Και αυτό γιατί παρότι επισήμως η Τουρκία δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να τροποποιηθεί το καθεστώς των Στενών, η ίδια η τουρκική κυβέρνηση με διάφορες δηλώσεις έχει ανοίξει τη σχετική συζήτηση, όχι μόνο εμμέσως εξαιτίας της κατασκευής του Kanal Istanbul αλλά και πιο ρητά.

Επιπρόσθετα, ο τρόπος που αντιμετώπισε η τουρκική κυβέρνηση τόσο τους διαφωνούντες τέως πρεσβευτές όσο – και πολύ περισσότερο – τους απόστρατους αξιωματικούς που κατηγόρησε για απόπειρα πραξικοπήματος επειδή πέραν του να επισημάνουν τον κίνδυνο ισλαμοποίησης των ενόπλων δυνάμεων, κυρίως εξέφρασαν ανησυχία για ενδεχόμενη αλλαγή του καθεστώτος των Στενών.

Ποιον συμφέρει η αλλαγή της Σύμβασης του Μοντρέ

Η Σύμβαση του Μοντρέ αποτυπώνει συγκεκριμένες ισορροπίες. Από τη μια, αναγνωρίζει στην Τουρκία κυριαρχία αλλά ταυτόχρονα εξασφαλίζει την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Βόσπορο. Από την, άλλη επιτρέπει στις χώρες της Μαύρης Θάλασσας να μπορούν να κινούν τα πολεμικά σκάφη τους, αλλά βάζει περιορισμούς στα πολεμικά σκάφη των υπολοίπων κρατών.

Αυτό σημαίνει ότι εξυπηρετεί τις χώρες εμπορικές συναλλαγές των χωρών της Μαύρης Θάλασσας και ταυτόχρονα εξασφαλίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια μεγάλη ανατροπή συσχετισμών στην περιοχή από δυνάμεις που δεν έχουν άμεση παρουσία.

Το τελευταίο στοιχείο είναι πολύ σημαντικό για τη Ρωσία αφού μπορεί να υπάρχουν στη Μαύρη Θάλασσα χώρες που ανήκουν στο ΝΑΤΟ, εντούτοις δεν μπορούν να μετακινηθούν μεγάλες μονάδες του Αμερικανικού ναυτικού.  Αυτό εξηγεί γιατί η Ρωσία εξαρχής αντέδρασε σε οποιοδήποτε σχέδιο να υπάρξει αλλαγή στο καθεστώς των Στενών μέσα από αναθεώρηση της Σύμβασης.

Η στάση των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ θεωρούνται μία δύναμη που θα ήθελε να αλλάξει το καθεστώς στα Στενά. Κυρίως θα ήθελαν να έχουν τη δυνατότητα να περνούν από τα Στενά πλοία οποιουδήποτε εκτοπίσματος. Αυτό ήταν πολύ έντονο ήδη στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Σύμβαση του Μοντρέ δεν τους επέτρεπε να περάσουν στη Μαύρη Θάλασσα αεροπλανοφόρα, υποβρύχια και μεγάλα πολεμικά σκάφη.

Πολύ πρόσφατα με αφορμή την άσκηση Sea Breeze το 2020, η Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Άγκυρα μοιράστηκε ανάρτηση στο twitter όπου επέμεινε στην ελπίδα η Μαύρη Θάλασσα να είναι ανοιχτή για όλα τα έθνη του κόσμου.

Η σταδιακή αλλαγή της τουρκικής θέσης

Η επίσημη τουρκική θέση για δεκαετίες ήταν ότι η Σύμβαση του Μοντρέ εξασφαλίζει τον έλεγχο της Τουρκίας στα Στενά, προστατεύει τη Μαύρη Θάλασσα από μεγάλες διεθνείς συγκρούσεις και επιτρέπει στην Τουρκία να έχει ένα «ισχυρό χαρτί» ανάμεσα στη Ρωσία κι τη Δύση.

Γι’ αυτό τον λόγο και σε διάφορες περιπτώσεις αρνήθηκαν το πέρασμα μεγάλων πολεμικών πλοίων των ΗΠΑ να περάσουν στη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό έγινε και το 2008 όταν η Τουρκία επικαλέστηκε τη Σύμβαση του Μοντρέ για να μην επιτρέψει στις ΗΠΑ να περάσουν μεγάλα σκάφη στη Μαύρη Θάλασσα ύστερα από τη στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Γεωργία με αφορμή τη σύγκρουση στη Νότια Οσετία.

Μάλιστα, ο τότε πρόεδρος της Τουρκίας Αμπντουλάχ Γκιουλ είχε πει στους Αμερικανούς ότι η παρουσία δύο μεγάλων στόλων σε μια μικρή θάλασσα όπως είναι ο Εύξεινος Πόντος θα ήταν καταστροφική για όλους.

Επιπλέον, πάντα η Τουρκία υποστήριζε στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ ότι η Σύμβαση του Μοντρέ δεν εμπόδιζε μόνο τους Αμερικανούς να αναπτύξουν μεγάλο στόλο στη Μαύρη Θάλασσα αλλά και ταυτόχρονα δεν επέτρεπε στη Ρωσία να έχει μεγαλύτερη παρουσία στη Μεσόγειο περνώντας περισσότερα πλοία μέσα από τα Στενά. Γι’ αυτό και υποστήριζε η Τουρκία ότι η ναυτική συνεργασία με τις ΗΠΑ στη Μαύρη Θάλασσα θα πρέπει να γίνεται εντός των όρων της Σύμβασης του Μοντρέ.

Ήταν ο ίδιος ο Ερντογάν που άρχισε να στέλνει σημάδια αλλαγής στάσης και να μετατοπίζεται στην πραγματικότητα πιο κοντά στην αμερικανική θέση. Αυτό αποτυπώνει και η δήλωσή του στις 5 Απριλίου: «Ούτε εργαζόμαστε σε αυτή την κατεύθυνση, ούτε έχουμε πρόθεση να αποχωρήσουμε από τη Σύμβαση του Μοντρέ προς το παρόν, αλλά δεν θα διστάσουμε να αναθεωρήσουμε οποιαδήποτε συμφωνία με σκοπό να εξασφαλίσουμε μια καλύτερη για τη χώρα μας, εάν μια τέτοια ανάγκη προκύψει στο μέλλον».

Ούτε είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν έχει παρουσιάσει το Kanal Istanbul ως έναν τρόπο να παρακάμψει η Τουρκία τους περιορισμούς της Σύμβασης του Μοντρέ: «Χάρη στο Kanal Istanbul, η Τουρκία θα έχει μια εναλλακτική που θα είναι πλήρως υπό τη δική της κυριαρχία και πέρα από τους περιορισμούς του Μοντρέ.

Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και η στρατηγική σημασία της Μαύρης Θάλασσας

Η νέα ένταση στη σύγκρουση ανάμεσα σε Ουκρανία και Ρωσία και ο τρόπος που εξελίσσεται σε ενδεχόμενο θερμό σημείο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» δίνουν μια άλλη διάσταση σε αυτή τη συζήτηση. Η κυβέρνηση  Μπάιντεν θέλει να ανασχέσει τη Ρωσική ισχύ και να αυξήσει την παρουσία του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα. Η Τουρκία δείχνει να θέλει να παίξει έναν ρόλο σε αυτή τη σύγκρουση, από τη μια αναβαθμίζοντας τη σχέση της με την Ουκρανία, με την οποία έχει υπογράψει συμφωνία για να συνεργαστεί και στην παραγωγή drones, από την άλλη διεκδικώντας ρόλο ειρηνοποιού ανάμεσα σε Μόσχα και Κίεβο.

Η διεκδίκηση ρόλου περιφερειακής δύναμης και τα ανοίγματα στη Δύση

Σε πείσμα μιας διάχυτης αντίληψης η Τουρκία του Ερντογάν ποτέ δεν δήλωσε ή επεδίωξε να μετατοπιστεί πέραν των ορίων της Δύσης. Επέλεξε να κάνει τακτικές συμπράξεις με τη Ρωσία, χωρίς να ταυτίζεται με τις ρωσικές θέσεις, γιατί αυτό ήταν αναγκαίο για να μπορέσει να διατηρήσει παρουσία στη Συρία, διεκδικεί έναν πιο αυτόνομο ρόλο στην περιοχή, πιο σωστά την αναγνώριση του ρόλου που διεκδικεί να έχει, αλλά δεν έχει επιλέξει να προχωρήσει σε συνολική ρήξη με τη Δύση.

Αυτό, όπως σημειώνει και ένας από τους «οργανικούς διανοουμένους» του AKP, o Μπουρχανετίν Ντουράν, σημαίνει μια διπλή οριοθέτηση.

Από τη μια, από την «κεμαλική ελίτ» που ο Ντουράν την κατηγορεί ότι θεωρεί ότι τα συμφέροντα της Τουρκίας εξυπηρετούνται μόνο από μια χαμηλή θέση μέσα στη δυτική συμμαχία, θέση που κατά τη γνώμη του στηρίζεται στο φόβο για του κινδύνους μέσα στην αναδυόμενη τάξη πραγμάτων. Όμως, όπως σημειώνει «δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τις αναδυόμενες προκλήσεις με κεμαλικούς φόβους».

Από την άλλη, από τους «ευρασιανιστές», δηλαδή τους οπαδούς μιας στροφής προς τη Ρωσία και την Κίνα, στους οποίους κατατάσσει και τους απόστρατους ναυάρχους που υπέγραψαν το κείμενο που προκάλεσε τόσο θόρυβο, τους οποίους κατηγορεί επίσης ότι δεν αντιλαμβάνονται τη σημασία της «στρατηγικής αυτονομίας» της Τουρκίας.

Αυτός ο τρόπος σκέψης αποτυπώνει δύο βασικά στοιχεία. Τον τρόπο που ολοένα και περισσότερο ο Ερντογάν και το επιτελείο του επενδύουν σε μια διεκδίκηση όλο και πιο αναβαθμισμένου ρόλου σε μια ευρύτερη περιοχή, όπως φάνηκε και από το γεγονός ότι η Τουρκία έχει επιλέξει ενεργό ανάμειξη σε ένα μεγάλο φάσμα από γεωπολιτικές εντάσεις. Αλλά και τον τρόπο που ουσιαστικά προτείνει στη Δύση μια νέα συμμαχική με πολύ πιο ισότιμούς όρους, μια σχέση που να αναγνωρίζει την Τουρκία ως ισχυρή δύναμη.

Σε αυτό το φόντο, η όλη συζήτηση για αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών αποτυπώνει και τις δύο προτεραιότητες: και την διεκδίκηση από την Τουρκία μεγαλύτερης κυριαρχίας σε αυτό το στρατηγικό πέρασμα και το ενδεχόμενο να εξυπηρετηθούν πάγιες στρατηγικές επιδιώξεις των ΗΠΑ.