Οι ιστορικές επέτειοι συχνά είναι ευκαιρία για τελετές και παρελάσεις χωρίς κάποιο ουσιαστικό νόημα. Μπορούν, όμως, να είναι και ευκαιρία για ουσιαστικό ιστορικό απολογισμό και κυρίως για πραγματική αναμέτρηση με τις προκλήσεις που είναι μπροστά μας.

Το 1821 δεν είναι απλώς μια ημερομηνία σε ένα ιστορικό συνεχές. Είναι η γέννηση του νεοελληνικού κράτους και απαρχή μιας ιστορικής περιπέτειας που δεν έχει τελειώσει.

Και έχει ιδιαίτερη σημασία το πώς ξεκίνησε: με επανάσταση, με τόλμη, με θάρρος, με ανθρώπους που πήραν την απόφαση και το ρίσκο να πάρουν τα όπλα. Και με έμπνευση από μια άλλη μεγάλη επανάσταση τη Γαλλική και το τρίπτυχο «Ελευθερία – Ισότητα – Αδελφότητα».

Και μπορεί να υπήρχαν και φαγωμάρες και συγκρούσεις και εμφύλιες αντιπαραθέσεις μέσα στην επανάσταση, όμως η δύναμή της και αυτό που τελικά κατάφερε να υποχρεώσει και τις Μεγάλες Δυνάμεις να την αναγνωρίσουν και κάποιες να την εντάξουν στους σχεδιασμούς της, ήταν ακριβώς ότι ήταν μια στιγμή αγώνα συλλογικού. Για δικαιοσύνη, για ισονομία, για πραγματική δημοκρατία, για το δικαίωμα να μπορεί το γένος να χαράσσει το ίδιο του το μέλλον ξεκινώντας με το να αποκτήσει δικό του κράτους, σύνταγμα και θεσμούς.

Η επικαιρότητα του 1821 δεν είναι ούτε η μεγαλοστομία των πανηγυρικών, ούτε οι παρελάσεις, ούτε τα εμβατήρια, ούτε καν τα πορτραίτα των αγωνιστών (και ας πρέπει πάντα να τιμάμε ότι ήταν έτοιμοι να δώσουν και τη ζωή τους γι’ αυτά που σήμερα θεωρούμε αυτονόητα).

Η πραγματική κληρονομιά του 1821 είναι το «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», είναι η συλλογική απόφαση ότι αυτή τη φορά δεν θα ανεχτούμε άλλη ταπείνωση, αυτή η ορμή στον αγώνα ακόμη και εάν φαίνεται απονενοημένο διάβημα, αυτή η επίγνωση ότι χωρίς αγώνα τίποτα δεν κατακτιέται.

Δεν είναι μόνο οι αγωνιστές με το καριοφίλι, αλλά και όλοι όσοι όταν έπρεπε δεν δίστασαν. Όχι επειδή ήταν ατρόμητοι, αλλά γιατί δεν άντεχαν μια ζωή μέσα στο φόβοι. Όσοι προσπάθησαν να έχουν το κεφάλι ψηλά και να μην σταματούν να αγωνίζονται. Οι έμποροι και οι καραβοκύρηδες που αποφάσισαν ότι εκείνη τη στιγμή δεν αρκούσε να «κοιτάξουν τη δουλειά τους» και ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα της Φιλικής Εταιρείας. Οι διανοούμενοι και οι ποιητές που εμπνεύστηκαν από τον αγώνα. Οι παπάδες σαν τον Παπαφλέσσα που ήξεραν πότε να σηκώνουν το Ευαγγέλιο και πότε το ντουφέκι.

Και δεν είναι μόνο αυτοί.

Είναι κι οι αγρότες στο Κιλελέρ και οι εργάτες στα πρώτα σωματεία, οι φαντάροι που πάνε με το χαμόγελο στα χείλη στο αλβανικό μέτωπο κι «οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες», οι εκτελεσμένοι από τους κατακτητές και αυτοί που στάθηκαν απέναντι στο τανκ εκείνο το Νοέμβρη.

Με χίλια ονόματα μια χάρη ακρίτας είτ’ αρματολός, αντάρτης, κλέφτης, παλικάρι πάντα είν’ ο ίδιος ο λαός, όπως υπογραμμίζει και το παλιό αντάρτικο…

Έχουν νόημα όλα αυτά σήμερα; Έχουν εάν αντιλαμβανόμαστε ότι το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, την ελπίδα, το μέλλον από τον δικό μας αγώνα περνάει, από το δικό μας «είμαστε στο εμείς και όχι στο εγώ», από τη δική μας συλλογικότητα, ομοψυχία, διάθεση να βάλουμε πλάτη για να γίνουν τα πράγματα καλύτερα.

Οι επαναστάσεις είναι οι στιγμές που οι λαοί τολμούν να αποφασίσουν ότι θα φτιάξουν οι ίδιοι το μέλλον τους. Και αυτό το έχουμε ανάγκη σήμερα περισσότερο παρά ποτέ.