Στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι περισσότερο γνωστός ως «κύριος Οχι», λόγω της εμμονής του με τη δημοσιονομική πειθαρχία και της επίμονης άρνησής του, πέρυσι, να ανοίξει επαρκώς το ευρωπαϊκό πορτοφόλι στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού σχεδίου ανάκαμψης. Στην πατρίδα του, όμως, το πιο γνωστό του παρατσούκλι είναι «Τεφλόν» – γιατί καμία κρίση, κανένα σκάνδαλο δεν μοιάζει να «κολλάει» πάνω του. Οι τριήμερες (ένεκα πανδημίας) εκλογές που ολοκληρώθηκαν χθες το βράδυ στην Ολλανδία το επιβεβαίωσαν: σύμφωνα με τα έξιτ-πολς, το κόμμα του Μαρκ Ρούτε, το Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία (VVD) κατήγαγε την τέταρτη κατά σειρά εκλογική του νίκη, εξασφαλίζοντας 35 έδρες (από 32 στο απερχόμενο κοινοβούλιο, σε σύνολο 150), έναντι 27 εδρών του κεντροαριστερού D66 (+8), 17 εδρών (-3) του αντιισλαμικού Κόμματος για την Ελευθερία (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς και 14 εδρών της Χριστιανοδημοκρατικής Έκκλησης (-5). Ο απερχόμενος φιλελεύθερος πρωθυπουργός της Ολλανδίας, λοιπόν, που βρίσκεται στο πόστο αυτό από το 2010, μπορεί κάλλιστα να γίνει, μετά την προσεχή αποχώρηση της Ανγκελα Μέρκελ, ο μακροβιότερος ευρωπαίος αρχηγός κυβέρνησης. Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί στον ευρωπαϊκό Τύπο τις τελευταίες ημέρες σε αναζήτηση της νικηφόρας συνταγής του.

Βενιαμίν μιας οικογένειας επτά παιδιών, ο 54χρονος Ρούτε ζούσε ανέκαθεν στη Χάγη και μετακινείται πρωτίστως με ποδήλατο (με αυτό επισκέπτεται τον ολλανδό βασιλιά), ειδάλλως, με ένα Saab ηλικίας 14 χρόνων. Ηθελε να γίνει πιανίστας. Δεν είναι παντρεμένος και διδάσκει εθελοντικά αγωγή του πολίτη σε ένα γυμνάσιο. Μία σεμνή ζωή που ταιριάζει με τις αξίες της ολλανδικής κοινωνίας. Η τελευταία τον ανακάλυψε ως πολιτικό με την είσοδό του στην κυβέρνηση το 2002, σε μία δεξιά συμμαχία υπό τον Γιαν Πέτερ Μπαλκενέντε. Οκτώ χρόνια αργότερα, ο Ρούτε επανέφερε το VVD στην κεφαλή της κυβέρνησης έπειτα από 62 χρόνια αναμονής. Η πρωθυπουργία του σημαδεύτηκε από πολλά σκάνδαλα, με πιο πρόσφατη την «υπόθεση των οικογενειακών επιδομάτων», κατά την οποία χιλιάδες οικογένειες κατηγορήθηκαν αδίκως για απάτη: ο υφυπουργός Οικονομικών του παραιτήθηκε, το ίδιο και ο επικεφαλής της σοσιαλδημοκρατικής αντιπολίτευσης, Λούντοβικ Ασερ, υπουργός την επίμαχη περίοδο. Ο Ρούτε ανακοίνωσε, τον Ιανουάριο, την πρόωρη παραίτηση της κυβέρνησής του (αν και παρέμεινε στη θέση της μέχρι τις προγραμματισμένες εκλογές ως υπηρεσιακή) πεπεισμένος πως αυτό θα επανόρθωνε την εικόνα του.

Αποδείχθηκε πως είχε δίκιο. Ούτε η υπόθεση αυτή, ούτε η κριτική για τη διαχείριση της πανδημίας, τις στρατηγικές των περιοριστικών μέτρων και του εμβολιασμού, ούτε καν οι πρωτοφανείς ταραχές που ξέσπασαν στη χώρα στα τέλη Ιανουαρίου με αφορμή την επιβολή νυχτερινής απαγόρευσης κυκλοφορίας δεν έπληξαν τη δημοτικότητα και την παροιμιώδη αισιοδοξία του Ρούτε. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Γιοστ ντε Βρίες, συγγραφέα μιας πρόσφατης βιογραφίας του, με τίτλο «Ο πιο ευτυχισμένος άνδρας της Ολλανδίας», ο Ρούτε έχει ένα ταλέντο να «μετατρέπει τα προβλήματα σε ευφημισμούς ώστε να τα κάνει να μη φαίνονται πια ως προβλήματα» – και ακόμη ένα ταλέντο «να τοποθετεί πάντα κάποιον άλλο ανάμεσα στα προβλήματα και τον ίδιο». Συχνά περιγράφεται ως ένας άνθρωπος επιφανειακός, χωρίς ιδέες και όραμα, ένας πούρος ρεαλιστής, πραγματιστής -έτοιμος λοιπόν να κυβερνήσει με όλο τον κόσμο, όπως απέδειξε με τους τρεις διαδοχικούς κυβερνητικούς συνασπισμούς του. Σημειωτέον, οι διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό του τελευταίου κυβερνητικού συνασπισμού του VVD με τη Χριστιανοδημοκρατική Εκκληση, τη Χριστιανική Ενωση και το κεντροαριστερό D66, είχαν διαρκέσει επτά μήνες.