Σαν τη μαντλέν του Προυστ, η πρώτη νιφάδα του Φεβρουαρίου με μεταφέρει πάντα σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο: στο Midtown (το μεσαίο κομμάτι) του Μανχάτταν –την «καρδιά» της Νέας Υόρκης, το 2005.

Είχαμε μόλις διασχίσει τον Ατλαντικό για πρώτη φορά και, από το βράδυ που πάτησα το πόδι μου στη Λεωφόρο Μάντισον επί της 45ης Οδού (όπου το Ξενοδοχείο Ρούζβελτ), μέχρι το επόμενο πρωί, νόμιζα  ότι βρισκόμουν ταυτόχρονα στο Γκόθαμ Σίτυ (αρκούσε να κοιτάξεις ψηλά τους ουρανοξύστες να χάνονται στον συννεφιασμένο αλλά κατάφωτο νυχτερινό ουρανό για να πειστείς), σε ταινία του Γούντι Άλλεν (το να τρως βραδυνό-«λουκούμι» στο δωμάτιο του ξενοδοχείου από το διπλανό deli, δεν μπορεί, θα υπάρχει σε κάποια από όλες τις ταινίες του) και σε επεισόδιο του «Νόμος & Τάξη» (οι δύο αστυνομικοί που κάθονται δίπλα μας στο Central Café κρατώντας το κλασικό άσπρο-μπλε «ελληνικό» κυπελλάκι “Anthora”, νομίζω ότι ανά πάσα στιγμή θα γυρίσουν και θα μου πουν “You have the right to remain silent”). Δεν χιόνισε την πρώτη μέρα, αλλά μια βδομάδα αργότερα. Το βράδυ της παραμονής της επιστροφής μας, το χιόνι άρχισε να πέφτει πανέμορφο και πανηγυρικό, μετά τη λήξη της ακρόασης και καθώς ολοκληρωνόταν το πρώτο (και, ποιος, ξέρει, ίσως και τελευταίο) ταξίδι μας στη Νέα Υόρκη.

Πιστό στο ραντεβού του, το «πολύ» φετεινό χιόνι κατέφθασε ξημερώνοντας 1η Φεβρουαρίου. Σε έναν ενθουσιασμό να συνδυάσω το ατομικό με το συλλογικό, «πιάνομαι» από τον απλοϊκό συνειρμό ότι η επέτειός μου με την πόλη συμπίπτει πάνω-κάτω τόσο με την εθνική εορτή της Μέρας των Προέδρων (την τρίτη Δευτέρα του Φεβρουαρίου), όσο και με του Αγίου Βαλεντίνου, και ότι το επετειακό ξενοδοχείο φέρει το όνομα προέδρου, και αναχωρώ για μια «προσκυνηματική» περιήγηση στην παλιά μου γειτονιά. (Άλλωστε, όποιος θέλει να βρει σημάδια, βρίσκει: όλη μου τη ζωή στην Αθήνα την έχω ζήσει απέναντι απ’το Πρέζιντεντ.) Θυμάμαι ότι το «Ρούζβελτ» ονομάστηκε προς τιμήν του προέδρου, αλλά για ποιον από τους δύο: τον Θίοντορ ή τον (24 χρόνια νεότερο και μακρυνό του εξάδελφο) Φράνκλιν; Η αξεπέραστη εξερευνήτρια, συνταξιδιώτισσα αδερφή μου (εκείνη ανακάλυψε το διπλανό deli που λέγαμε) είμαι σίγουρη ότι θα θυμάται.

Ξεκινώντας από την Τάιμς Σκουέαρ, προσπερνάω τους λόφους στιβαγμένο χιόνι και πορεύομαι ανατολικά. Νιώθω σαν να μην έχω ξαναδεί τη μορφή από οριζόντιες ατσάλινες φέτες στο «παρκάκι» επί της 41ης Οδού, λίγο πριν βγεις στην Έκτη Λεωφόρο. Ή το γλυπτό (κάτι ανάμεσα σε Δον Κιχώτη και τον «Δρομέα») είναι καινούριο, ή τα στρώματα χιονιού του προσδίδουν νέο αέρα. (Τελικά λέγεται «Φρουροί: Υπερήρωας» -δεν έπεσα πολύ έξω-, και βρίσκεται εκεί από το 2013). Το Bryant Park, με τις μισοθαμμένες στο χιόνι καρεκλίτσες του, μοιάζει με υπαίθρια γλυπτοθήκη, ενώ η γύρω θέα συμπυκνώνει ολόκληρη την αρχιτεκτονική ιστορία της Νέας Υόρκης. Το American Radiator Building (για κάποιους, ο ωραιότερος πρώιμος Αρ Ντεκό ουρανοξύστης, 23 ορόφων και χτισμένος το 1924) ξεχωρίζει με τα μαύρα τούβλα και τις χρυσές διακοσμητικές λεπτομέρειές του κόντρα στο λαμπερό γαλάζιο του προχωρημένου χειμωνιάτικου απογεύματος. Πίσω, η κορυφή του Empire State Building, βαμμένη απόψε ένα ονειρικό μωβ, συμπληρώνει ρομαντικά αλλά και «μοντέρνα» το τοπίο.

Φτάνω στη Μάντισον. Είχα διαβάσει ότι το ξενοδοχείο δεν άντεξε την κρίση και αναγκάστηκε να αναστείλει τη λειτουργία του. Το «Ρούζβελτ» είναι λοιπόν πράγματι σκοτεινό, και η μεγαλοπρεπής είσοδός του επί της 45ης Οδού, με τις χρυσές περιστρεφόμενες πόρτες και τη μαρμάρινη σκάλα που σε οδηγούσε θεαματικά στο επιβλητικό λόμπυ, είναι κλεισμένη με εργοταξιακά πάνελ.

Χτισμένο το 1924 (την ίδια χρονιά με το Radiator), το ιστορικό (κυριολεκτικά πλέον) ξενοδοχείο των 19 ορόφων είναι κλασικό και κομψό εξωτερικά, αλλά όχι κραυγαλέο. Όποιος όμως έχει βρεθεί έστω και μία φορά στο εσωτερικό του, θα θυμάται για πάντα τη γεύση πολυτέλειας παλιάς Νέας Υόρκης. Αν έκανες τις βόλτες σου τις γιορτές, μπορούσες (τα παλιά χρόνια πριν τον κορωνοϊό) να ξεκουραστείς στους καναπέδες χαζεύοντας το χριστουγεννιάτικο δέντρο στο κέντρο, το υπέροχο κρεμαστό ρολόι και τον πολυέλαιο, ενώ γύρω σου ξεδιπλώνονταν κολώνες, μπαλκόνια και ταβάνια, όλα τους πλημμυρισμένα από μάρμαρο και χρυσές αστραφτερές πινελιές. Αντίο, «Ρούζβελτ».

Συνεχίζω προς ανατολάς, κυκλώνοντας το Grand Central, στο οποίο δεν μπαίνω μεν, ωστόσο στέκομαι σε μια αγαπημένη λεπτομέρεια: τους (μεταλλικούς!) αρουραίους που σκαρφαλώνουν πάνω από την είσοδο επί της Λεωφόρου Λέξινγκτον. Τώρα η μία λεπτομέρεια διαδέχεται την άλλη, καθώς τα όρια του «προσκυνήματος» αρχίζουν να μπερδεύονται με μεταγενέστερα στρώματα εμπειριών, αφού η μοίρα το έφερε τρία χρόνια μετά από εκείνη τη διαμονή στο «Ρούζβελτ», να κάνω την πρακτική του μεταπτυχιακού μου στον καλλιτεχνικό οργανισμό chashama, στην 42η Οδό & Τρίτη Λεωφόρο, δηλαδή μερικά τετράγωνα πιο κει… (Από το παράθυρο του γραφείου –στον 32ο όροφο!- βλέπαμε  τα φωτεινά «τριγωνάκια» του γυαλιστερού αντικρυνού Chrysler.)

Περνάω την έδρα της Pfizer και, ενώ προσεύχομαι να μας σώσει, πέφτω πάνω σε μια πρωτόγνωρη όαση: δεν θυμόμουν ότι το Ίδρυμα Φορντ είχε τον πιο εντυπωσιακό κήπο που έχω δει ποτέ σε εσωτερικό αίθριο. (Η πλακέτα μάς πληροφορεί ότι είναι εκεί από το 1967.) Σκαρφαλώνω στο ιστορικό συγκρότημα Tudor City, τις πρώτες πολυκατοικίες-ουρανοξύστες στον  κόσμο. Στο βάθος, ο ΟΗΕ. (Τρία πράγματα που θυμάστε από την Ιστορία Λυκείου για τον Φράνκλιν Ρούζβελτ: Μεγάλη Ύφεση, Νιου Ντηλ, Διάσκεψη της Γιάλτας –δηλαδή εκεί όπου αποφασίστηκε η ίδρυση του ΟΗΕ -να τη η Ιστορία!)

Μεταβολή προς δυσμάς και προς την κορωνίδα του περιπάτου μου, την οποία είχα στρατηγικά παρακάμψει: αφού θαυμάσω την Αρ Ντεκό πρόσοψη του News Building (σχεδιασμένου από τον Raymond Hood, τον αρχιτέκτονα του Radiator) και τη γιγαντιαία σφαίρα στο λόμπυ του, φτάνω επιτέλους στο Grand Central.

Οι συνειδητές και υποσυνείδητες εικόνες από τον εμβληματικό κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό είναι αμέτρητες, όμως είμαι σίγουρη ότι θα δω τον Κάρι Γκραντ να τρέχει να βγάλει εισιτήριο (ενώ τον κυνηγούν από τον ΟΗΕ -από όπου μόλις έρχομαι!- μέχρι τη «Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων» -να και οι Πρόεδροι, συμπεριλαμβανομένου του Θίοντορ!). Ψηλά, στον τυρκουάζ θόλο, οι ζωδιακοί αστερισμοί λαμπυρίζουν. Δύο πλευρές της μεγαλεπίβολης αίθουσας είναι τόσο αριστοτεχνικά καλυμμένες με σκαλωσιές και λεπτό ύφασμα, που ο νους μου τρέχει αυτομάτως σε κάποιον πιθανό συνεχιστή του Κρίστο. Ο κύκλος κλείνει, αφού οι «Πύλες» του ακούραστου εικαστικού είχαν μόλις πριν λίγες μέρες εγκατασταθεί στο Σέντραλ Παρκ, εκείνον τον Φεβρουάριο του 2005.

(Για την Ιστορία, η κάλυψη είναι τελικά ανακαίνιση και όχι έργο τέχνης. Και το «Ρούζβελτ» ονομάστηκε προς τιμήν του Θίοντορ.)

Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.