Με αφορμή επώνυμες καταγγελίες σε βάρος επωνύμων, η ελληνική κοινή γνώμη ήρθε προσφάτως σε επαφή με το «mobbing» ή αλλιώς την «ηθική παρενόχληση» στην εργασία. Αν πάντως ανατρέξει κανείς στα δεδομένα, θα διαπιστώσει ότι για πολλούς «ανωνύμους» η γνωριμία με το φαινόμενο έχει γίνει πολύ νωρίτερα – και δεν ήταν ευχάριστη. Στατιστικές έρευνες και πλήθος δικαστικών αποφάσεων καταδεικνύουν ότι η ηθική παρενόχληση αποτελεί πραγματική, διαχρονική και επίκαιρη παθολογία του εργασιακού περιβάλλοντος και στην Ελλάδα.

Η ηθική παρενόχληση, ως κοινωνική παθολογία γενικά και ως παθολογία των εργασιακών σχέσεων ειδικότερα, οριοθετείται σαφώς έναντι της «φυσιολογικής», αν και όχι εξιδανικευμένης, εργασιακής καθημερινότητας. Πρόκειται για τη συστηματική εκδήλωση επιθετικής, εχθρικής, εκφοβιστικής, κ.λπ. (και πάντως ανεπιθύμητης) συμπεριφοράς, η οποία εγκαθιδρύει έναν συσχετισμό δράστη/δραστών – θύματος/θυμάτων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός εχθρικού εργασιακού περιβάλλοντος. Αποτελεί, με άλλα λόγια, ιδιαιτέρως βαριά προσβολή της προσωπικότητας του θύματος.

Η ένταση και η συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου θεωρείται σήμερα μάλλον συνάρτηση πολιτισμικών, ιστορικών και οικονομικών εξελίξεων ή δομικών χαρακτηριστικών του εργασιακού περιβάλλοντος και λιγότερο προσωπικών επιθυμιών, ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών του δράστη ή του θύματος. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αποδεχθεί από καιρό μια «σαφή σχέση μεταξύ, αφενός, της ηθικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας και, αφετέρου, του στρες ή της εργασίας με μεγάλη ψυχολογική ένταση, του αυξημένου ανταγωνισμού, της χαμηλής επαγγελματικής ασφάλειας και ενός καθεστώτος προσωρινότητας».

Ορισμένα κράτη επέλεξαν ήδη από δεκαετίες την ειδική νομοθετική ρύθμιση του φαινομένου. Αλλού προτιμήθηκε η θέσπιση «κωδίκων καλής πρακτικής» για την πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου στην εργασία.

Υποστηρίζεται και στην Ελλάδα ότι η αποτελεσματική καταπολέμηση της ηθικής παρενόχλησης στην εργασία απαιτεί την επέμβαση του νομοθέτη. Ακόμα κι αν αυτό δεν συμβεί, το υφιστάμενο αμυντικό νομικό οπλοστάσιο του θύματος είναι ικανό να διαφυλάξει τα δικαιώματά του, όπως και να κατανείμει ανάλογα τις ευθύνες των εμπλεκόμενων μερών (εργοδότη, δράστη ή/και τρίτων). Ο εργοδότης έχει νομική υποχρέωση όχι μόνο να μην παρενοχλεί ο ίδιος, αλλά επιπλέον και να λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα προστασίας των εργαζομένων από φαινόμενα παρενόχλησης και βίας στην εργασία. Η συμμόρφωσή του με την υποχρέωση αυτή δεν απόκειται στην καλή του διάθεση, είναι δικαστικά επιδιώξιμη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, σε σοβαρές περιπτώσεις ηθικής παρενόχλησης, η προβληματική της ευθύνης του εργοδότη λόγω των ψυχικών, σωματικών ή ψυχοσωματικών συνεπειών που πλήττουν το θύμα. Για τον Αρειο Πάγο η απόπειρα αυτοκτονίας εργαζομένης που αποδείχθηκε ότι οφειλόταν στην ψυχολογική πίεση και στις ύβρεις και τις απειλές που δεχόταν στην εργασία της αποτελεί εργατικό ατύχημα. Η ευθεία ή κατ’ αναλογίαν εφαρμογή τής περί απαγόρευσης των διακρίσεων (λόγω φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, αναπηρίας κ.λπ.) νομοθεσίας ολοκληρώνει το πλέγμα προστασίας από την ηθική παρενόχληση στην εργασία.