«Αν είσαι ένας άνθρωπος χωρίς έγγραφα κάπου στην Αμερική, μερικά από τα πράγματα που κάνεις για να έχετε μια αξιοπρεπή ζωή εσύ και οι αγαπημένοι σου είναι παράνομα. Κάποια απαιτούν ένα ειδικό σύνολο δεξιοτήτων. Οι μεγαλύτεροι γνωρίζουν μερικά μεγάλα κόλπα – διασχίζουν ερήμους τη νύχτα, μελετούν τον Ρίο Γκράντε για εβδομάδες για να βρουν το πιο ρηχό σημείο του ποταμού για να το διασχίσουν, βρίσκουν δουλειά την πρώτη τους μέρα στη χώρα, βρίσκουν διαμερίσματα που δεν χρειάζονται μισθωτήριο, μαθαίνουν αγγλικά σε δημόσιες βιβλιοθήκες, κοινοτικά κολέγια ή από το σίριαλ «Frasier». (…) Οι γονείς μας έχουν παιδιά για τους ίδιους λόγους με τους περισσότερους ανθρώπους, αλλά η θυσία τους για εμάς είναι αδύνατο να αρθρωθεί και το βάρος της γίνεται αισθητό βαθιά στο σώμα. Αυτό είναι το σύμφωνο μεταξύ των μεταναστών και των παιδιών τους στην Αμερική: μας δίνουν μια καλύτερη ζωή και περνάμε το υπόλοιπο αυτής της ζωής υπολογίζοντας πόση από τη σάρκα μας θα εξοφλήσει το χρέος».

Τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνουν οι παράτυποι λατίνοι μετανάστες και τα παιδιά τους στις Ηνωμένες Πολιτείες περιγράφει με τα δικά της λόγια η Κάρλα Κορνέχο Βιγιαβισένσιο. Η συγγραφέας του βιβλίου «The Undocumented Americans» με ένα πολύ συγκινητικό μα και συνάμα σκληρό κείμενό της στον «New Yorker» ανατρέχει στα παιδικά της χρόνια στη νέα της πατρίδα και εξιστορεί τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η οικογένειά της για να επιβιώσει στη Νέα Υόρκη. Με τίτλο «Waking up from the American dream» (Ξυπνώντας από το αμερικανικό όνειρο) καταθέτει τις εμπειρίες της από τις διακρίσεις που υφίστανται οι μετανάστες, τη φτώχεια που υπομένουν, τη βίαιη προσαρμογή στο αμερικανικό lifestyle και τις τρικλοποδιές που τους έβαζε το σύστημα αφού κινούνταν χωρίς επίσημα έγγραφα. «Είμαι πρώτης γενιάς μετανάστρια, χωρίς χαρτιά για την περισσότερη ζωή μου, μετά με άδεια προσωρινής παραμονής και μετά μόνιμη. Αλλά η πραγματική μου ταυτότητα, αυτή που με ακολουθεί σαν ημικρανία, είναι ότι είμαι η κόρη μεταναστών» τονίζει η ίδια.

Οι dreamers

Γεννημένη στο Εκουαδόρ, τα πρώτα χρόνια της ζωής τα έζησε μακριά από τους γονείς της που επιζητούσαν μια καλύτερη τύχη στη Νέα Υόρκη. Μαζί τους ενώθηκε στα πέντε της και έκτοτε δεν τους άφησε ποτέ. Η μητέρα της εργαζόταν σε εργοστάσιο και ο πατέρας της παρέδιδε φαγητό στα μεγαλοστέλεχη της Wall Street. Η ίδια ανελάμβανε καθήκοντα «μεταφράστριας» κάθε φορά που βρίσκονταν ενώπιον δημόσιων υπηρεσιών που τους αγνοούσαν ή θίγονταν τα δικαιώματά τους, διεκδικώντας παράλληλα και το δικό της μερίδιο στη νόμιμη διαβίωση στη χώρα. «Υπήρχε ένας νέος όρος: Dreamers (ονειροπόλοι). Οι πολιτικοί άρχισαν να τον χρησιμοποιούν για να αναφερθούν στα «καλά» παιδιά των μεταναστών, αυτά που πήγαν σχολείο κι έμειναν μακριά από τους δρόμους – τα αθώα. Υπάρχουν περίπου 1 εκατομμύριο παιδιά χωρίς έγγραφα στην Αμερική. Οι μη αθώοι, υποτίθεται, είναι αυτοί σε κελιά, καλυμμένοι με κουβέρτες από αλουμινόχαρτο ή χαμένοι, εξαφανισμένοι από την κυβέρνηση. Ποτέ δεν αποκάλεσα τον εαυτό μου dreamer. Η λέξη ήταν ηλίθια και απογυμνώνει τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα από έναν άνθρωπο. Οι dreamers δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν το σχολείο, να πιαστούν να οδηγούν υπό την επήρεια αλκοόλ ή να εργαστούν στα McDonald’s. Αυτά τα παιδιά έζησαν με την πίεση να χρειαστούν κυριολεκτικά ένα θαύμα για να σώσουν τις οικογένειές τους, αλλά το θαύμα δεν συνέβη γιατί οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους. Γιατί οι πιθανότητες ήταν ενάντια σε όλους μας. Και έτσι η Αμερική αποφάσισε ότι δεν άξιζαν μια ταυτότητα» γράφει χαρακτηριστικά η Κορνέχο Βιγιαβισένσιο και συνεχίζει:

«Ο πατέρας μου συχνά χρησιμοποιούσε μια μεταφορά ποδοσφαίρου για να περιγράψει το ταξίδι μας στην Αμερική. Η οικογένειά μας ήταν ομάδα, αλλά το γκολ το έβαλα εγώ. Ο,τι έκανε η οικογένειά μου ήταν κατά κάποιον τρόπο ένα πάσο για μένα. Τότε το αμερικανικό όνειρο θα μπορούσε να είναι δικό μου και τότε θα μπορούσαμε να αρχίσουμε να το περνάμε στον αδελφό μου. Με αυτόν τον τρόπο ο μπαμπάς μου εξηγούσε τα βράδια γιατί τα πόδια του γέμιζαν φουσκάλες από τις γρήγορες παραδόσεις. Γι’ αυτό μερικές φορές δεν είχαμε χρήματα για ηλεκτρικό ρεύμα ή σαμπουάν. Αυτά ήταν τα φάουλ. Μερικές φορές οι γονείς μου έκαναν δύσκολα πράγματα για να επιβιώσουν για τα οποία δεν θα μάθεις ποτέ».

Βαδίζοντας πάντα μεταξύ της καταγωγής της ως Λατίνας και του νέου δυτικού κόσμου που ανοίχθηκε μπροστά της, η συγγραφέας αρίστευσε στο σχολείο, μπήκε στο Harvard, έγινε μέλος μιας μυστικής κοινότητας όπου ανήκαν οι Τ.Σ. Ελιοτ και Γουάλας Στίβενς. Ξεκίνησε να γράφει τις εμπειρίες της ως μετανάστριας για να φέρει το ζήτημα αυτό στο προσκήνιο. «Αλλά είναι δύσκολο να αισθανθείς κάτι. Οι γονείς μου παρέμεναν φτωχοί και χωρίς έγγραφα. Δεν μπορώ να τους προστατεύσω με βραβεία ή βαθμούς. Ο πατέρας μου λύγισε όταν του έδειξα το δίπλωμά μου αλλά δεν ήταν το κομμάτι χαρτί που θα τα έκανε όλα καλύτερα».

Το χρέος

Ο γάμος των δικών της δεν άντεξε τις πιέσεις και διαλύθηκε. Η Κορνέχο Βιγιαβισένσιο ανέλαβε με τον αδελφό της να φροντίσουν τους δυο τους στο επόμενο βήμα. Ετσι, κατά κάποιον τρόπο, εξόφλησαν το χρέος τους απέναντί τους για όσα δεινά πέρασαν για την ανατροφή τους. «Το πόσο οι γονείς μου υποφέρουν στα τελευταία τους χρόνια θα σχετίζεται με τη μετανάστευσή τους – με τον κόπο τους σε αυτή τη χώρα, με την έλλειψη υγειονομικής περίθαλψης και στέγασης, με την ψυχική κόπωση. Ηταν σε θέση, λόγω αυτής της θυσίας, να μου δώσουν την εκδοχή τους για το Ονειρο: μια εκπαίδευση, μια νεοϋορκέζικη προφορά, μια ζωή που μπορεί να βελτιωθεί. Αλλά αυτή η ζωή δεν μου ανήκει πλήρως. Η εκδοχή μου για το αμερικανικό όνειρο είναι να τους βλέπω να γερνούν με αξιοπρέπεια, να τους βοηθώ να συνταξιοδοτηθούν και να εμποδίσω να τους σπρώξουν στις σιδηροδρομικές γραμμές σε ένα τυχαίο έγκλημα μίσους. Για εμάς η ευγνωμοσύνη και η ενοχή μοιάζει σχεδόν ίδια. Το μόνο που μπορούμε να δώσουμε ο ένας στον άλλο είναι ο εαυτός μας» καταλήγει.