Σενέρ Λεβέντ. Επάγγελμα, Δημοσιογράφος. Πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τουρκοκύπριος. Σύμβολο για πολλούς. Ενας άνθρωπος που έχει βραβευθεί από την ΕΕ και διώκεται από την Τουρκία για προσβολή του Ερντογάν. Ο Σενέρ Λεβέντ μιλάει στα «ΝΕΑ» με αιχμή τις πρόσφατες ποινικές διώξεις εναντίον του για προσβολή του Ερντογάν, αλλά και την ασφυκτική κατάσταση στα Κατεχόμενα, που γίνονται τουρκική επαρχία.

Εκδότης της εφημερίδας «Ευρώπη», από το 1997, αναγκάστηκε να την κλείσει και να εκδώσει την εφημερίδα «Αφρίκα» το 2001, η οποία έγινε ξανά «Ευρώπη» τον περασμένο χρόνο. «Η «Ευρώπη» βομβαρδίστηκε δύο φορές, κατασχέθηκε τρεις φορές, υποβλήθηκαν πολλές ποινικές διώξεις εναντίον μας. Η «Αφρίκα» πυροβολήθηκε δύο φορές το 2011» εξηγεί ο Σενέρ Λεβέντ στα «ΝΕΑ» περιγράφοντας τις επιθέσεις εναντίον των εφημερίδων του και υπενθυμίζοντας την επίθεση που εξαπέλυσε ο Ερντογάν το 2018 στοχοποιώντας την «Αφρίκα» προκειμένου να ακολουθήσει λιντσάρισμα.

«Ολη αυτή η πίεση και η επίθεση γίνεται γιατί κατηγορούμε την Τουρκία για την εισβολή και την κατοχή στο νησί» σημειώνει ο Λεβέντ, προσθέτοντας για τις πλέον πρόσφατες διώξεις ότι αυτές υποβλήθηκαν με το πρόσχημα μιας ελληνικής γελοιογραφίας. Αν και η υπόθεση κερδήθηκε από τον Λεβέντ στην Κύπρο, η εισαγγελία έδειξε τη δυσαρέσκειά της και κατέθεσε αγωγές και στην Αγκυρα. Στην ερώτηση αν θα πάει στο δικαστήριο στην Τουρκία, απαντά: «Δεν πρόκειται να πάω στην Αγκυρα. Θα με δικάσουν ερήμην και πιθανότατα θα με καταδικάσουν. Υποθέτω ότι θα εκδώσουν ένταλμα σύλληψης αργότερα». Υπενθυμίζει ωστόσο ότι είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΕΕ και το κατοχικό καθεστώς δεν μπορεί να τον παραδώσει στην Τουρκία, ωστόσο, όπως τονίζει, ο Ερντογάν που δεν αναγνωρίζει τον νόμο μπορεί να απαιτήσει την έκδοσή του.

«Το βόρειο τμήμα της Κύπρου είναι επί 46 χρόνια υπό κατοχή και εισβολή. Η Τουρκία το 1974 προχώρησε σε μονομερή στρατιωτική επέμβαση στο νησί χρησιμοποιώντας το δικαίωμα της εγγυήτριας δύναμης και εγκαταστάθηκε εδώ με 40.000 στρατιώτες. Ο μεταφερθείς εδώ από την Ανατολία πληθυσμός έφτασε να είναι διπλάσιος ή τριπλάσιος από τους Τουρκοκυπρίους» σημειώνει, για να προσθέσει ότι «δεν μπορεί να μιλάς για ελευθερία του Τύπου σε μια κατεχόμενη χώρα».

Βαρύ τίμημα

Γνωρίζει ότι όσοι ξεπερνούν τις κόκκινες γραμμές του εισβολέα θα πληρώσουν το τίμημα και τονίζει ότι καμία άλλη εφημερίδα πλην της «Ευρώπης», κανένας άλλος δημοσιογραφικός οργανισμός, δεν αποκαλεί την Τουρκία κατακτητή, τον Ερντογάν φασίστα και δικτάτορα. Και σε αυτό θα οφείλεται ό,τι συμβεί…

Υπάρχει Δικαιοσύνη στην Τουρκία; τον ρωτάω. «Δεν υπάρχει Δικαιοσύνη στην Τουρκία, υπάρχει ο δήμιος της Δικαιοσύνης. Χιλιάδες άνθρωποι κατηγορούνται ψευδώς. Δημοσιογράφοι, καθηγητές, συγγραφείς, ακαδημαϊκοί. Στην Τουρκία υπάρχει φασισμός, ισλαμικός φασισμός» μου απαντά.  «Δυστυχώς, όσοι στον κόσμο πρέπει να αντιταχθούν παραμένουν σιωπηλοί και ανέχονται την καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών από το καθεστώς. Η ΕΕ το ανέχεται επίσης, όπως και οι ΗΠΑ. Η Ρωσία είναι πάντα μαζί του. Η ΕΕ αποφάσισε να επιβάλει κυρώσεις στη Λευκορωσία, αλλά δεν αγγίζει την Τουρκία» σχολιάζει.

Επεκτατισμός

Σημειώνει ότι ο Ερντογάν διεύρυνε τον επεκτατισμό του στη Μέση Ανατολή, ειδικά κατά την εποχή του Τραμπ, με τη στήριξη του Πούτιν και τονίζει ότι «Ο δικτάτορας Ερντογάν δεν μπορεί να συνεχίσει τη βασιλεία του χωρίς ένταση και πόλεμο». Ρωτάω για τις εκλογές στα Κατεχόμενα και τη νίκη του Ερσίν Τατάρ. «Ο Ερντογάν εξέλεξε αυτόν που ήθελε, τον Ερσίν Τατάρ, ως «πρόεδρο». Μπορούν να υπάρξουν ποτέ δημοκρατικές εκλογές σε μια κατεχόμενη χώρα;» μου απαντά και σημειώνει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με τη συμμετοχή του κόμματος των εποίκων, ως ένα ακόμα στοιχείο της αύξησης του ελέγχου της Τουρκίας στα Κατεχόμενα και την ενίσχυση του βάρους της. «Η Κύπρος για εμάς έμεινε μόνο στον Νότο, ο Βορράς έγινε Τουρκία. Μια τουρκική επαρχία» σχολιάζει.

«Η δημοσιογραφία, όπως είπε ο Τζορτζ Οργουελ, σημαίνει να γράφεις κάτι που κάποιος δεν θέλει να γραφτεί. Είμαστε δεσμευμένοι σε αυτό ως εφημερίδα. Από την πρώτη ημέρα της έκδοσής μας, υπερασπιζόμαστε την απελευθέρωση της χώρας μας από την κατοχή, την ελευθερία της, την ακεραιότητα και την κυριαρχία του νησιού και την ειρήνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων» υπογραμμίζει και επιμένει ότι «ανεξάρτητα από την πίεση και τη βία, θα συνεχίσουμε να περπατάμε στον ίδιο δρόμο».