Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν κλιμακώνει τις προκλήσεις απέναντι στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας.

Ο τρόπος που δυναμιτίζει τις όποιες προσπάθειες να υπάρξει μια διαδικασία διαλόγου και διαπραγμάτευσης είναι πολύ χαρακτηριστικός.

Το ίδιο και το πώς περιφρονεί τις τοποθετήσεις της διεθνούς κοινότητας.

Ακολουθεί την επικίνδυνη λογική ότι μπορεί να ξαναγράψει τους «κανόνες του παιχνιδιού», για να επιβεβαιώσει ότι η Τουρκία είναι «περιφερειακή δύναμη», αδιαφορώντας για τους κινδύνους ευρύτερων αναταράξεων.

Όλα αυτά φέρνουν τη χώρα μας σε μια πραγματικά δύσκολη θέση.

Ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για χώρα που βγαίνει από μια δύσκολη δεκαετία που την αποδυνάμωσε σε όλα τα επίπεδα.

Αυτή η συνθήκη απαιτεί άλλου επιπέδου συνεννόηση, στρατηγική και σχεδιασμό.

Για να μπορέσει η χώρα μας να επιδείξει αποφασιστικότητα, να αποτρέψει τις κινήσεις της Τουρκίας, να αποφύγει προφανώς τα «θερμά επεισόδια» και να διαμορφώσει συνθήκες που να επιτρέψουν το διάλογο ανάμεσα σε δύο χώρες που είναι καταδικασμένες να συνυπάρχουν και μεσοπρόθεσμα πρέπει να συνεννοηθούν.

Και αυτή η ευθύνη προφανώς και πέφτει πάνω στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.

Που πρέπει να συζητήσουν σοβαρά και να σκεφτούν και έξω από τα παραδοσιακά πλαίσια (π.χ. κάποια στιγμή πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν θα καθαρίσουν την κατάσταση οι «σύμμαχοί» μας).

Που πρέπει να συνδυάσουν την πολιτική για τα ελληνοτουρκικά με μια συνολικότερη προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας και της κοινωνικής συνοχής της, γιατί οι γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις δεν κρίνονται μόνο – ούτε και κυρίως – στο πεδίο της ένοπλης αντιπαράθεσης.

Που πρέπει να μιλήσουν στην κοινωνία με ειλικρίνεια και να απευθύνουν όχι πατριωτικά λογίδρια αλλά ένα σχέδιο για το μέλλον.

Όμως, αυτή η συζήτηση δεν πρέπει να γίνει με λογική «τζάμπα μαγκιάς».

Βλέπω για παράδειγμα πώς επανέρχεται το θέμα των 12 νμ.

Ναι είναι αυτονόητο δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα και της το αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο.

Όμως, την ίδια στιγμή ξέρουμε ότι για την Τουρκία αυτό είναι casus belli.

Γι’ αυτόν τον λόγο και έχουν αποφύγει να προχωρήσουν στη σχετική κίνηση στο Αιγαίο αλλεπάλληλες κυβερνήσεις: του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν το έκαναν από «ενδοτισμό», αλλά από επίγνωση ότι αστόχαστες ενέργειες απλώς θα οδηγούσαν σε «θερμό επεισόδιο» και τελικά σε διαπραγμάτευση με χειρότερες αφετηρίες και πίεση του διεθνούς παράγοντα για μεγαλύτερες υποχωρήσεις.

Ποιος ο λόγος τώρα να επανέρχεται στην εσωτερική συζήτηση αυτό το ζήτημα;

Καταλαβαίνω την ανάγκη του «πολιτικού παιχνιδιού» για σημεία σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, όμως κάποια πράγματα είναι εν ου παικτοίς.

Αυτοί που προτείνουν το «εδώ και τώρα 12 νμ», ξέρουν πολύ καλά ότι εάν ήταν στην κυβέρνηση δεν θα το έκαναν, ακριβώς γιατί δεν αποτελεί τακτική το «ρίχνω λάδι στη φωτιά».

Το κάνουν απλώς και μόνο για να σκοράρουν μερικούς αντιπολιτευτικούς πόντους.

Στην κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να γίνει μεγάλη κριτική για τους χειρισμούς στα ελληνοτουρκικά: υπερβολική στήριξη στις παρεμβάσεις ΗΠΑ και ΕΕ, εκτίμηση ότι η συμμαχία με Ισραήλ, Αίγυπτο αποτελεί επαρκές αντίβαρο, αντιφατική ρητορική και μερική έλλειψη ετοιμότητας ως προς τον τρόπο που κινείται η Τουρκία.

Όμως, αυτό που μας έχει λείψει δεν είναι μια υπερπατριωτική γραμμή που θα οδηγούσε σε μεγαλύτερους μπελάδες, αλλά πολύ περισσότερο η σοβαρότητα, η ψυχραιμία και ένα σχέδιο.

Η εξωτερική πολιτική δεν χρειάζεται ούτε τζάμπα μαγκιές ούτε πατριωτισμό του καναπέ.