Από τις 17 Σεπτεμβρίου έχει αποκτήσει επισήμως την ελληνική ιθαγένεια. Αν η ίδια, ωστόσο, ήθελε να γράψει την ιστορία της με την τεχνική του φλας μπακ, θα έπρεπε να επιστρέψει στον Ιούλιο του 1976, όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Αθήνα. Οι πρώτες εντυπώσεις, λένε, είναι αυτές που μένουν και το ελληνικό τοπίο έμεινε για πάντα στις αναμνήσεις της Βικτόρια Χίσλοπ. Η βρετανή μπεστ-σελερίστρια από το Μπρόμλι του Κεντ θα επέστρεφε πολλές φορές έκτοτε στην Ελλάδα. Ως επισκέπτρια και παραθερίστρια – με τα χρόνια απέκτησε και σπίτι στην Κρήτη για να περνάει τις διακοπές της -, αλλά και ως κάτοικος της Αθήνας, από την οποία εμπνέεται (νοικιάζει από το 2014 διαμέρισμα στα Πατήσια). Κυρίως όμως ως η πετυχημένη συγγραφέας που αναδεικνύει μέσω της μυθοπλασίας επεισόδια από τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.

«Το νησί» (εκδ. Διόπτρα, 2007, ενώ τον ερχόμενο Νοέμβριο αναμένεται να επανακυκλοφορήσει από τον «Ψυχογιό») ήταν η μεγάλη αρχή: ο έρωτας στα χρόνια της λέπρας, που έγινε τηλεοπτική σειρά στο Mega, το οποίο την προβάλλει ξανά από τις αρχές του μήνα.

Η συνέχεια ήρθε με το «Οσοι αγαπιούνται» (εκδ. Ψυχογιός, μτφ. Φωτεινή Πίπη, 2019), όπου η υπόθεση διαδραματίζεται στην Ελλάδα του 1941. Η κεντρική ηρωίδα, η 15χρονη Θέμις, βλέπει την οικογένειά της να βασανίζεται από βαθιές πολιτικές διαφορές. Και το χάσμα ανάμεσα σ’ αυτούς που αγαπά βαθαίνει όσο η χώρα βυθίζεται στην ανέχεια. Καθώς η δυστυχία μεγαλώνει και φίλοι της χάνονται από την πείνα, η Θέμις μπαίνει στην Αντίσταση κι αργότερα στον Δημοκρατικό Στρατό.

Στη συνέντευξή μας η Χίσλοπ αναφέρεται και στη συνέχεια του «Νησιού», η οποία αναμένεται τους επόμενους μήνες από τον «Ψυχογιό», με τίτλο «Μια νύχτα του Αυγούστου». Φυσικά και στους ήχους, τις λέξεις και τις εικόνες που συμπυκνώνουν γι’ αυτήν την αίσθηση της ελληνικότητας. Οπως και τη μουσική που επιλέγει όταν γράφει τα μυθιστορήματά της.

Οι πρώτες αναμνήσεις από την Ελλάδα

Ηταν Ιούλιος του 1976 και είχα έρθει με τη μητέρα και την αδελφή μου. Προσγειωθήκαμε στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού τις πρώτες πρωινές ώρες. Μόλις που έβγαινε ο ήλιος όταν φτάσαμε στη Γλυφάδα και πήγαμε να κοιμηθούμε – οι τρεις μας σε ένα μικρό δωμάτιο -, αλλά εμένα δεν με έπιανε ύπνος. Είχε πολλή ζέστη και ανυπομονούσα να ξεκινήσουμε την περιήγηση στα αξιοθέατα! Πήραμε το λεωφορείο για το κέντρο της Αθήνας την επόμενη μέρα και αρχίσαμε να περπατάμε και να περπατάμε και να περπατάμε… Θυμάμαι έντονα τη ζέστη και τη σκόνη. Νομίζω ότι χανόμασταν συνέχεια στους δρόμους, αλλά είχε πλάκα. Ημουν 17 ετών, η αδελφή μου 19 και η μητέρα μας έμοιαζε ακόμη πολύ νέα. Ολοι πίστευαν ότι ήμασταν τρεις αδελφές. Ανεβήκαμε στην Ακρόπολη και λογικά πρέπει να καθίσαμε για φαγητό στην Πλάκα.

Βλέπαμε τα αξιοθέατα επί μία εβδομάδα και μετά περάσαμε στην Πάρο – ένα νησί από το οποίο επίσης έχω πολύ δυνατές αναμνήσεις. Κοιτούσα την ομορφιά της με κομμένη την ανάσα. Στη Μεσόγειο είχα βρεθεί μόνο μία ακόμη φορά στο παρελθόν, αλλά το Αιγαίο ήταν πολύ πιο όμορφο, πιο καθαρό και πιο γαλάζιο απ’ όσο είχα φανταστεί. Και πιο ζεστό! Ηταν η πρώτη φορά που κολυμπούσα σε τέτοια θάλασσα. Ολα έμοιαζαν απολύτως μαγικά.

Εχω κρατήσει μέχρι σήμερα σε ένα σπιρτόκουτο μερικά μικρά λευκά κοχύλια τα οποία είχα μαζέψει στην παραλία. Είχαμε πάει επίσης στην «Κοιλάδα με τις πεταλούδες» – κάτι εξίσου μαγευτικό. Ολα μου έμοιαζαν πέρα από τον γνωστό κόσμο. Και όλα ήταν οι «πρώτες εμπειρίες»: το καρπούζι και η φέτα, για παράδειγμα, ήταν παράξενες και υπέροχες νέες γεύσεις. Μόλις επιστρέψαμε στο Λονδίνο, ξεκίνησα να σχεδιάζω το επόμενο ταξίδι μου. Οπως και κάθε φορά που ερχόμουν τελικά και μετά επέστρεφα στην Αγγλία.

Η ελληνική λέξη που αγαπώ

Λατρεύω τον τρόπο που λέμε μεταξύ μας «Kalo mina» και «Kali ebdomada» – δίνει μια υπέροχη αίσθηση ότι κάθε μήνας και κάθε εβδομάδα φέρνουν καινούργιες προοπτικές ή ευκαιρίες. Είναι ένας υπέροχος χαιρετισμός. Και δεν υπάρχει αντίστοιχος στην Αγγλία.

«Ελληνίδα πριν γίνω Ελληνίδα»

Αυτό που είπε στην τελετή ορκωμοσίας η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ότι «ήμουν Ελληνίδα πριν γίνω Ελληνίδα», είναι πολύ κοντά σ’ αυτό που νιώθω και το εξέλαβα ως υπέροχο κομπλιμέντο. Από εκείνο το πρώτο μου ταξίδι, πριν από 44 χρόνια, δεν έχω περάσει απλώς πολύ χρόνο στην Ελλάδα. Οταν έρχομαι έχω αυτή τη δυνατή και περίεργη αίσθηση ότι «επιστρέφω σπίτι μου». Ποτέ δεν ένιωσα ξένη στην Ελλάδα. Είναι ένα αίσθημα χωρίς λογική εξήγηση, αλλά πλέον δεν θέλω και να το εξηγήσω στον εαυτό μου. Η «αίσθηση» ότι είμαι Ελληνίδα μετατράπηκε σε πραγματικότητα. Δεν θα έχω ποτέ ελληνικό αίμα προφανώς, αλλά στην ταυτότητα νιώθω τώρα Ελληνίδα.

Μαθήματα ελληνικής ιστορίας

Οσο σκέφτομαι τα θέματα που ενσωματώνω στα μυθιστορήματά μου, όπως και στο πρόσφατο «Οσοι αγαπιούνται», νομίζω ότι το μοτίβο που επανέρχεται συνεχώς από την ελληνική ιστορία είναι η αντοχή της ανθρώπινης ψυχής. Και ειδικά η αντοχή των γυναικών. Σε μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας οι γυναίκες έπαιξαν μικρό ρόλο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά υπέφεραν δυσανάλογα τις επιπτώσεις του πολέμου, των λιμών, της δικτατορίας.

Η επιστροφή του «Νησιού»

Μαθαίνω ότι «Το νησί» επαναλαμβάνεται στο Mega. Και νομίζω ότι το θέμα του ακούγεται εξαιρετικά οικείο για τους θεατές του 2020. Πολλοί άνθρωποι βρίσκονται μακριά από τις οικογένειές τους, απομονωμένοι κατά κάποιον τρόπο – φυσικά το lockdown επέτεινε κάτι τέτοιο. Προφανώς ο πιο σημαντικός συσχετισμός είναι ότι η λέπρα υπήρξε μια ασθένεια ανίατη για αιώνες – κάτι που σκόρπιζε τον φόβο στις ανθρώπινες κοινωνίες. Νομίζω ότι ζούμε το ίδιο με την Covid-19. Ελπίζουμε ότι θα βρεθεί ένα εμβόλιο και μόνο τότε θα ξεχάσουμε αυτό το τρομακτικό άγχος που μας έχει κυριεύσει. Για τη λέπρα υπήρξε τελικά μια λύση. Και πιστεύω ότι το ίδιο θα γίνει και με τον κορωνοϊό.

Η συνέχεια του «Νησιού»

Σκέφτομαι τη συνέχεια του «Νησιού», το «Μια νύχτα του Αυγούστου», σαν ένα φιλμ που είχε μείνει για μερικά χρόνια μέσα στην κάμερα. Κι εγώ το τράβηξα έξω ξεκινώντας να εμφανίζω τις φωτογραφίες. Αρχίζω, λοιπόν, λίγα κεφάλαια μετά το τέλος της προηγούμενης ιστορίας και δίνω μια προέκταση των γεγονότων μετά το κλείσιμο της Σπιναλόγκας και τον φόνο της Αννας. Υστερα από αυτή τη νύχτα – τη «νύχτα του Αυγούστου» – οι ζωές των ηρώων παίρνουν διαφορετική τροπή. Παρακολουθώ κυρίως τις διαδρομές τριών ανδρών που ήταν ερωτευμένοι με την Αννα: του Ανδρέα (ο σύζυγός της), του Μανώλη (ο εραστής) και του Αντώνη (ο παιδικός έρωτάς της). Μαθαίνουμε πώς οι πορείες τους έμειναν συνδεδεμένες. Ακολουθούμε ακόμη τη Μαρία και τον Νίκο, τον γιατρό που τη θεράπευσε από τη λέπρα, όπως επίσης και την κόρη της Αννας. Σε γενικές γραμμές είναι απλώς η αφήγηση μιας ιστορίας, αλλά εγώ έψαχνα και τις ψυχολογικές επιδράσεις της απώλειας και της νέας ζωής. Το βιβλίο αναμένεται τους επόμενους μήνες στα ελληνικά (σ.σ.: από τις εκδόσεις Ψυχογιός).

Λογοτεχνία, μουσική, σινεμά

Ακόμη το παλεύω να διαβάσω ένα βιβλίο εξ ολοκλήρου στα ελληνικά, αλλά μπορώ να διαβάζω ποίηση αρκετά καλά και είμαι μεγάλη θαυμάστρια του Καβάφη – μεταξύ μας, ποιος δεν είναι; Αν πρόκειται για μετάφραση, λατρεύω την Ιωάννα Καρυστιάνη, ειδικά τα «Σακιά» (σ.σ.: εκδ. Καστανιώτη, 2010). Εχω δει αρκετές ταινίες ελλήνων σκηνοθετών, αλλά οι αγαπημένες μου είναι η «Πλατεία Αμερικής» του Γιάννη Σακαρίδη και η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη – τόσο διαφορετικές και τόσο υπέροχες με τον δικό τους τρόπο η καθεμία.

Μουσική ακούω ακόμη κι όταν γράφω. Αλλά είναι μουσική χωρίς λόγια. Συνήθως προτιμώ Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και την ορχηστρική κινηματογραφική μουσική του Μίνωα Μάτσα. Οταν θέλω, όμως, να τραγουδήσω ακούω Ελεονώρα Ζουγανέλη, Αντώνη Ρέμο, Μιχάλη Χατζηγιάννη, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Αλκηστη Πρωτοψάλτη, Δήμητρα Γαλάνη… Νομίζω ότι χρειάζομαι κι άλλο χώρο για να αναφέρω τους πάντες…

 

Μια ελληνική κουβέντα που κρατάω

Μου άρεσε πάντα να ακούω ότι μοιάζω με Ελληνίδα. Αυτό με κολάκευε κάθε φορά.

Η απώλεια της μητέρας

Εχασα τη μητέρα μου την περίοδο του κορωνοϊού. Μια τεράστια και ξαφνική θλίψη. Το γεγονός ότι δεν βρισκόμουν κοντά της και δεν κάναμε κηδεία επιδείνωσε την κατάσταση. Από μία άποψη είχα πολύ χρόνο για να θρηνήσω, και από μια άλλη δεν μου έφτανε. Νομίζω ότι θα βοηθήσει το πέρασμα του χρόνου, αν και αισθάνομαι ότι η μητέρα μου θα μένει συνεχώς ως ένα κομμάτι μέσα στην καρδιά μου. Ηταν μια πανέμορφη, έξυπνη γυναίκα κι έχω να θυμάμαι εκατομμύρια αναμνήσεις από εκείνην. Οσο το σκέφτομαι, ο στίχος του Ρίτσου που χρησιμοποίησα στο πρόσφατο βιβλίο μου «Οσοι αγαπιούνται» τής ταιριάζει απολύτως. Επειδή η κατάληξη του στίχου είναι «… και νεκροί, ποτέ τους δεν πεθαίνουν». Κι αυτό για μένα ισχύει στην περίπτωση της μητέρας μου. Θα παραμείνει πάντοτε μια ζωντανή ύπαρξη, επειδή η μία αγαπούσε την άλλη. Απέκτησα την τιμητική υπηκοότητα ακριβώς έξι μήνες μετά τον θάνατό της, κάτι που έμοιαζε πολύ ταιριαστό. Σκέφτομαι ότι θα αισθανόταν ιδιαίτερα περήφανη γι’ αυτό το νέο ξεκίνημα της ζωής. Θα της άρεσε η «σύμπτωση» των ημερομηνιών.

Χρόνος με τα παιδιά

Τα πάντα μοιάζουν αβέβαια αυτή την περίοδο. Τη στιγμή που μιλάμε περιμένουμε περισσότερα lockdown. Τα ταξίδια που θέλω να κάνω είναι ανάμεσα στη Βρετανία και την Ελλάδα, αλλά ακόμη κι αυτό είναι υπό αίρεση. Ενα πράγμα που σίγουρα μπορώ να κάνω είναι να συνεχίσω το γράψιμο και το διάβασμα. Νιώθω τυχερή μάλιστα που έχω αυτή την ενασχόληση. Αν υπάρχει κάτι θετικό που βγήκε απ’ όλη την περίοδο του αυτοεγκλεισμού ήταν ότι περάσαμε περισσότερο χρόνο με τα παιδιά μας, κι αυτό μπορεί να είναι το θετικό του ερχόμενου χειμώνα: ότι θα βρισκόμαστε περισσότερο μαζί. Είναι αυτό που λέμε «ουδέν κακόν αμιγές καλού».