Αναρωτιέμαι πώς επιλέγει κανείς τα τραγούδια που θα πει σήμερα ένας ερμηνευτής της δικής σας κοπής.

Κατ’ αρχάς υπάρχουν πάρα πολλά που μου αρέσει να τ’ ακούω από συγκεκριμένους τραγουδιστές και εννοείται δεν έχω δοκιμάσει ποτέ να τα πω εγώ. Αυτό συνδέεται με την επαφή έρωτα, σύγκρουσης και αναζήτησης που έχω αναπτύξει μαζί τους. Δεν τα ασπάζομαι για να τα κουβαλήσω, δεν είναι λουλούδι το οποίο προσέχω για να μη μαραθεί. Πρόκειται για μέταλλα τα οποία για να κολλήσουν χρειάζονται θερμοκρασία η οποία προκαλείται από τη φόρτιση.

Θέλετε να μου πείτε ένα παράδειγμα;

Στο τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου λέει «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές, την άλλη μέρα». Εψαχνα τον λυγμό και τον εντόπισα στις λέξεις «την άλλη μέρα». Η άλλη μέρα που έρχεται και κουβαλάει τη φουρτούνα της προηγούμενης. Αρα έχει σημασία να το πω. Γι’ αυτό τραγουδώ μόνο εκείνα που αγαπώ και με τρελαίνουν, που με πονάνε.

Ενα τέτοιο είναι η «Δίκοπη ζωή»;

Είναι ένα τραγούδι σημαδιακό. Ηταν η εποχή που έχω γνωρίσει τον Θάνο (Μικρούτσικο) και αρχίσαμε να συνεργαζόμαστε. Ο Θάνος – ο αγαπημένος μου Φούλης όπως λέμε τον αδερφό στην Ηπειρο – ήταν πιο τετράγωνος. Οταν μου πρότεινε την ερμηνεία του λέω: «Θάνο μου, αυτό δεν λέγεται έτσι». «Και πώς λέγεται;» μου απαντάει (μαζί με κάποιες βρισιές). «Εχει πόνο, ρε συ Θάνο, δεν το ακούς τι λέει;». «Αει στο διάολο που μου ‘χεις στρογγυλέψει όλες τις νότες». Πάμε σε ένα στούντιο – 1975 – απέναντι από το πολυτεχνείο, Polysound, το οποίο είχε ο Γιάννης Συρναίος. Εκείνη την μέρα πιάνει μια καταιγίδα φοβερή και στη μέση του τραγουδιού πέφτει ένας κεραυνός και σταματάμε γιατί δεν έχουμε ρεύμα. Περιμένουμε μια ώρα για να ξαναφτιαχτούν οι ασφάλειες. Οταν το ηχογραφούσαμε διαπιστώσαμε ότι έβγαινε ένα περίεργο σίγμα διότι την προηγούμενη μέρα έσπασα ένα δόντι μου μ’ ένα καρύδι. Ο Θάνος έδωσε τη λύση. Πήρα δυο-τρεις τσίχλες, τις μάσησα και έφτιαξα κάτι σαν θήκη για να μην ακούγεται το ψεύδισμα.

Ζήσατε την ιστορία της γέννησης του ελληνικού τραγουδιού και μάλιστα των λαμπερών σελίδων. Παρ’ όλα αυτά κινηθήκατε σε πιο ήσυχους δρόμους.

Εχουμε μια ομάδα εδώ και 20 χρόνια με κάποιους φιλους και συνοδοιπόρους – την ομάδα της Παρασκευής – που συναντιόμαστε και μιλάμε. Ο μοναδικός όρος που έχουμε θέσει είναι ότι κανένας μας δεν έχει πάει ταμείο.

Τι εννοείτε;

Εξαργύρωση σε ό,τι έχει κάνει στη ζωή του ο καθένας. Κατά αυτή την έννοια, δεν θα ήθελα να μιλήσω για το τι έκανα. Ημουν και είμαι πάντα στην Αριστερά και μέχρι να πεθάνω ελπίζω να γίνω καλύτερος άνθρωπος. Δεν έχει νόημα τίποτα άλλο.

Αυτό το ιδεολογικό σας φορτίο από αυτή την εποχή πέρασε στην ερμηνεία σας;

Βεβαίως, και ευχαριστώ αυτούς που με μύησαν γιατί αν δεν είχα μπει στην Αριστερά θα είχα καεί. Θυμάμαι εκείνη την εποχή, τις συναυλίες και τη βοή που ερχόταν από τους 150.000 που βρίσκονταν κάτω. Ακούγονταν συγκεκριμένα τραγούδια των Θεοδωράκη, Λοΐζου, Μαρκόπουλου, Λεοντή, Ξαρχάκου και Μικρούτσικου που μόλις είχε ξεκινήσει. Ελεγα ένα τραγούδι – περισσότερο σαν απαγγελία – που με έχει σημαδέψει. Είναι «Ο αντάρτης» (για τον Μανουέλ Ροδρίγες) σε μουσική Χρήστου Λεοντή και στίχους Δανάης Στρατηγοπούλου. Ερχεται ακόμη ο κόσμος και με ρωτάει γιατί δεν το βάζω στο πρόγραμμα.

Τι τους απαντάτε;

Οτι για να το πω πρέπει να ‘χει νόημα. Τώρα δεν βρίσκω τον λόγο. Γίνεσαι γνωστός, βγάζεις περισσότερα χρήματα. Και;

Θα είχατε πει και περισσότερα τραγούδια…

Οκ, αλλά κάποιος μπορεί να αφήσει το στίγμα του μόνο με ένα τετράστιχο, μπορεί να μείνει αξέχαστο το πρόσωπό του μόνο με ένα του βλέμμα. Ο λόγος τον οποίο επικαλούμαστε για να αποκτήσουμε αναγνωρισιμότητα (είτε για να βγάλουμε χρήματα, είτε για να έχουμε γκόμενες) εξευτελίζει το εγχείρημα. Εγώ έκανα αυτά που πίστευα ότι έπρεπε να δώσω.

Δεν υποχωρήσατε ποτέ;

Θυμάμαι με είχε καλέσει ο Μαρκόπουλος να συμμετάσχω στον «Θεσσαλικό κύκλο» και επειδή τότε συνεργαζόμουν με τον Χρήστο Λεοντή, θεώρησα ότι αν έλεγα ναι θα ήταν απάτη. Να φύγω δηλαδή από μια συνεργασία και να πάω σε άλλη. Και δεν μετανιώνω γι’ αυτό. Και εννοείται ότι είχα ανάγκη τη δουλειά και τα χρήματα. Δεν μεγάλωσα στα πούπουλα. Εκανα 17 χιλιόμετρα κάθε μέρα για να πάω να μάθω γράμματα.

Νιώσατε ποτέ ότι το σύστημα σας πετάει έξω εξαιτίας της εμμονής που είχατε σε αυτή τη σταθερά την ιδεολογική στη ζωή σας;

Δεν ήμουνα ποτέ μέσα σε κανένα σύστημα. Εξ αντανακλάσεως μόνο. Γι’ αυτό και δεν είχα απαιτήσεις. Ενας καλός μου φίλος, που είναι καθηγητής στο Παρίσι, μου λέει όταν του θυμίζω ότι είμαι από την Ηπειρο. «Α, ρε μπαγάσα, σε ζηλεύω. Αυτός ο τρόπος που αντιμετωπίζετε τη ζωή, που αντιλαμβάνεστε τον χρόνο, τον χώρο και τις υποχρεώσεις σε σχέση με την κοινωνία και το κράτος, είναι ασύλληπτος». Ολος ο κόσμος παραπονιέται γιατί έχει προβλήματα. Και ξαφνικά δείχνει η τηλεόραση μια γυναίκα πάνω στα Τζουμέρκα, χειμώνα, να βγαίνει έξω για να πάρει το φαγητό που της έχει ρίξει το ελικόπτερο. Τη ρωτάνε «Πώς είστε, θεία, εδώ;» και απαντάει: «Πώς να είμαστε, παιδί μου, αφού μας βρήκε το κακό αυτό με τα χιόνια; Χάσαμε καμιά σαρανταριά ζώα αλλά τι να κάνουμε; παράπονα στον Θεό επειδή έριξε χιόνι;». Αν δεν έχεις σκεφτεί ότι υπάρχει κάποιος που έχει ευθύνη γι’ αυτό πώς θα παραπονεθείς;

Σκεφτήκατε ποτέ ότι χάσατε τον στόχο της ζωής σας;

Βέβαια. Είναι η δύσκολη στιγμή μου. Εγινε 22 προς 23 Ιουνίου το 1990. Ηταν μεγάλη στενοχώρια εξαιτίας των συμπεριφορών που χρειάστηκε να αντιμετωπίσω. Ηρθα σε σύγκρουση με έναν φίλο μου, τον πιο αγαπημένο, εξαιτίας κάποιων κουτσομπολιών τα οποία πραγματικά τα σιχαίνομαι και δεν καταλαβαίνω πώς ενεπλάκην. Θυμάμαι ότι μετά από κείνο τον καβγά βγήκα έξω από τον χώρο που ήμασταν, έκανα εμετό και είπα «δεν ξανατραγουδάω».

Ηταν τόσο σοβαρός ο λόγος για να σταματήσετε το τραγούδι;

Αυτός ο αδερφικός μου φίλος ήταν σπουδαίος τραγουδιστής και δουλεύαμε και μαζί. Υπήρχε βέβαια και κάτι άλλο που με βασάνιζε. Είχε περάσει η περίοδος της μεταπολίτευσης και θα έπρεπε να τραγουδάω σε μαγαζιά. Οπότε ο καβγάς που είχα ενίσχυσε τις αμφιβολίες που είχα. Επιτάχυνε, αν θέλεις, την απομάκρυνσή μου από το τραγούδι.

Πόσα χρόνια μείνατε εκτός;

Δεκαεπτά χρόνια. Πραγματικά σκέφτηκα πολύ αν έχει νόημα να κάνουνε τη συνέντευξη. Επειτα όμως σκέφτηκα αυτό που βίωσα και θα σου περιγράψω τώρα. Τραγουδούσα μόνο στις παρέες που πηγαίναμε έξω για φαγητό. Μια μέρα κάποιοι φίλοι, το 2007, με πίεσαν πάρα πολύ να κάνω μια παράσταση. Είχα φέρει αντιστάσεις. Τους έλεγα εμένα δεν με θυμάται ούτε η μάνα μου. Θέλετε να γίνουμε ρεζίλι; Τα νέα παιδιά τότε δεν με ήξεραν. Κλείνουν τον «Ζυγό», βγάζουν προσκλήσεις την Τρίτη και με ειδοποιούν ότι την Πέμπτη έχω παράσταση. Είχε τρομερή επιτυχία. Εγραφαν οι εφημερίδες τόσο ωραία σχόλια που τα θυμάμαι και λέω υπερβολές. Ετσι ξεκίνησα. Εκανα αυτή την παράσταση για τους φίλους μου και από τότε συνεχίζω. Η αγάπη και η αλήθεια τους με κράτησαν.

Εξαιτίας ενός φίλου εγκαταλείψατε το τραγούδι, οι φίλοι σας όμως σας επανέφεραν.

Ετσι είναι ακριβώς. Θυμάμαι ότι εκείνο το πρώτο βράδυ στον «Ζυγό» ήρθαν μόνο για την παράσταση από την Αλεξανδρούπολη, από τις Σέρρες και άλλα μέρη.

Ηταν η ανταμοιβή σας;

Πήρα μια βαθιά εσωτερική ευχαρίστηση εκεί που νόμιζα ότι όλοι με έχουν ξεχάσει. Δεν βγάζω χρήματα από τις παραστάσεις για να ζήσω. Βιοπορίζομαι από αλλού. Είμαστε πέντε άτομα στην μπάντα, τραγουδάμε σε μικρούς χώρους και όλα τα μοιραζόμαστε. Είμαι εραστής του τραγουδιού πια.