Του Θύμιου Τζάλα

H Βρετανία είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό νεκρών από κοροναϊό στην Ευρώπη. Οι θάνατοι πλησιάζουν τις 47.000 και τα καταγεγραμμένα κρούσματα ξεπερνούν τις 310.000. Οι αριθμοί αυτοί χρεώνονται από πολλούς στον Μπόρις Τζόνσον και στην αμεριμνησία του τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο. Αν η κυβέρνηση ήταν καλύτερα προετοιμασμένη και το lockdown είχε επιβληθεί νωρίτερα, η Βρετανία ίσως να μη βρισκόταν στη σημερινή θέση. Σύμφωνα με τον Νιλ Φέργκιουσον, τον πλέον προβεβλημένο βρετανό επιδημιολόγο, οι νεκροί του κοροναϊού στη χώρα θα μπορούσαν να είναι οι μισοί αν το lockdown είχε ισχύσει μία εβδομάδα νωρίτερα.

Ο Τζόνσον, λέει η κριτική, έβαλε την οικονομία πάνω από τους πολίτες, συμπεριφέρθηκε σαν ένας μικρός Τραμπ και πήρε τη Βρετανία στον λαιμό του. Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη κριτική για τον ακριβώς αντίθετο λόγο: o Μπόρις ενέδωσε σε ένα μη ρεαλιστικό σενάριο πρόβλεψης εκατοντάδων χιλιάδων νεκρών και προχώρησε τελικά σε ένα αχρείαστο σε ένταση lockdown. Με την παρατεταμένη καραντίνα θυσιάστηκαν οικονομικά τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα και η νέα γενιά της χώρας.

Τι έκανε τον Μπόρις να καθυστερήσει πρόσκαιρα το lockdown; Η υποχώρηση στα συμφέροντα των πλούσιων δωρητών του κόμματος και των μεγάλων εταιρειών που ήθελαν την οικονομία ανοιχτή; Ή μήπως η μέριμνα για τους φτωχούς; Λίγο πριν πάρει τις αποφάσεις του, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας έλαβε δυσοίωνες προβλέψεις για τις οικονομικές συνέπειες του lockdown στην εργατική τάξη. Ο Τζόνσον γνώριζε επίσης ότι οφείλει την πολιτική του απήχηση στην ψήφο των μη προνομιούχων.

Η συμβουλευτική ομάδα της κυβέρνησης (SPI-M, Επιστημονική Ομάδα Πανδημιών και Ιών) είχε γνωμοδοτήσει στις 4 Μαρτίου ότι «ο αποκλεισμός νοικοκυριών θα έχει δυσανάλογο αντίκτυπο στις φτωχότερες οικογένειες, μειώνοντας το εισόδημά τους, αυξάνοντας το κόστος διαβίωσης (θέρμανση, ηλεκτρικό, φαγητό) και αποστερώντας τα παιδιά τους από την πρόσβαση στα δωρεάν γεύματα του σχολείου». Η φιλανθρωπική οργάνωση Oxfam προειδοποίησε ότι 500.000 Βρετανοί θα έπεφταν κάτω από το όριο της φτώχειας. Οι προβλέψεις αυτές επιβεβαιώθηκαν ουσιαστικά στη διάρκεια του lockdown.

Οι «Anywheres» και «Somewheres» του κοροναϊού

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημοσιονομικών Σπουδών της Βρετανίας (IFS), 80% των εργαζομένων με χαμηλά εισοδήματα είτε είδαν τις επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται να κλείνουν, είτε δεν μπορούσαν να κάνουν τις δουλειές τους από το σπίτι. Το αντίστοιχο ποσοστό στα υψηλότερα εισοδήματα είναι μόλις 25%.

Η Ουαλία αφηγείται την οικονομική ιστορία του κοροναϊού χαρακτηριστικότερα από κάθε άλλη περιοχή του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πέντε τοπικές κοινότητες με τον υψηλότερο δείκτη θνητότητας από κοροναϊό είναι επίσης ανάμεσα σε εκείνες με τα μεγαλύτερα ποσοστά φτώχειας. Οι εργαζόμενοι σε αυτές τις γειτονιές δεν μπορούσαν να μείνουν σπίτι, αλλά έπρεπε να βγουν έξω για να κάνουν τις δουλειές τους. Συνολικά στη Βρετανία το υψηλότερο ποσοστό θανάτων έχουν οι άνδρες εργαζόμενοι ως security (45,7 θάνατοι ανά 100.000) και ακολουθούν οι άνδρες οδηγοί ταξί (36,4 θάνατοι ανά 100.000).

Αντιθέτως το lockdown ήταν πολύ πιο ήπιο για τη μεσαία τάξη που κατεξοχήν δουλεύει από το σπίτι. «Η μεσαία τάξη έχει μία «καλή καραντίνα», όπως κάποιοι τυχεροί από τις προηγούμενες γενιές είχαν έναν «καλό πόλεμο». Σχεδόν όλοι (οι οικονομικά τυχεροί του κοροναϊού) ανήκουν στη μεσαία τάξη, με υψηλότερη εκπαίδευση και επαγγέλματα που μπορούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες» έγραψε ο «Telegraph».

Είναι αυτή η ικανότητα προσαρμογής που διαχωρίζει ξανά και ξανά τη μεσαία από την εργατική της χώρας. Πριν από λίγα χρόνια ο βρετανός συγγραφέας Ντέιβιντ Γκούντχαρτ στο βιβλίο του «The Road to Somewhere» είχε περιγράψει τον διχασμό του Brexit ως τη σύγκρουση προσαρμογής δύο κόσμων στις νέες συνθήκες. Από τη μια βρίσκονται οι «Αnywhereς» (οι «οπουδήποτε»), εκείνοι δηλαδή που έχουν τα εφόδια (χρήματα, τίτλους σπουδών και ευκαιρίες) ώστε να προσαρμόζονται παντού και επομένως ωφελούνται από την παγκοσμιοποίηση και τα ανοιχτά ευρωπαϊκά σύνορα. Απέναντί τους είναι οι «Somewheres» (οι «κάπου») που νιώθουν ότι η ελεύθερη μετακίνηση απειλεί τις δυσκίνητες, λόγω χαμηλής εκπαίδευσης και αντίστοιχων προσόντων και εισοδημάτων, κοινότητές τους. Οι «Anywheres» διάλεγαν Remain, οι «Somewheres» έστελναν τη χώρα στο Brexit.

Στη δυστοπία του κοροναϊού, οι «Anywheres» επιδεικνύουν μεγαλύτερες αντοχές από την εργατική τάξη. Τα εφόδιά τους τους κράτησαν στο σπίτι με ανοιχτά τα κομπιούτερ της δουλειάς και κλειστές τις πόρτε. Οι εκπρόσωποι της μεσαίας τάξης είναι επίσης εκείνοι που κατεξοχήν κατηγορούν τον Τζόνσον ότι τα πήγε άσχημα στη διαχείριση της πανδημίας. Αντιθέτως, σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρείας Υουgov, η εργατική τάξη, οι ψηφοφόροι του Brexit και όσοι ζουν εκτός Λονδίνου λένε ότι ο Μπόρις τα πήγε καλά απέναντι στον κοροναϊό.

Οταν λοιπόν ο βρετανός πρωθυπουργός ζύγιζε το lockdown, σκεφτόταν και τους φτωχούς. Ακόμη και αν ο υπολογισμός δεν προέκυψε ενστικτωδώς, ήταν πολιτικά επιβεβλημένος. Σύμφωνα με έρευνα του Ιδρύματος Τζόζεφ Ράουντρι, οι Συντηρητικοί, ύστερα από δέκα χρόνια παραμονής στην εξουσία (τα πέντε πρώτα με πολιτική λιτότητας), έχουν εγκαθιδρύσει διαφορά 15 ποσοστιαίων μονάδων έναντι των Εργατικών στους ψηφοφόρους από χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Βρετανίας που οι Συντηρητικοί παίρνουν αυτό το προβάδισμα από το Εργατικό Κόμμα. Οι Labour έχουν χάσει το 1/3 από τους ψηφοφόρους με χαμηλά εισοδήματα, οι οποίοι μετακινήθηκαν απευθείας στους Συντηρητικούς.

Οι Τόρις του Μπόρις είναι πλέον περισσότερο δημοφιλείς ανάμεσα στους φτωχούς παρά στους πλούσιους. «Οι Συντηρητικοί δεν είναι πια το κόμμα των πλουσίων και οι Εργατικοί δεν είναι πια το κόμμα των φτωχών» αποφαίνονται οι συντάκτες της έρευνας Μάθιου Γκούντγουιν (Πανεπιστήμιο Κεντ) και Ολιβερ Χιθ (Πανεπιστήμιο Ρόγιαλ Χόλογουεϊ). Με αυτή τη στροφή ο Τζόνσον έχει δώσει στο κόμμα του μια δυναμική που οι Τόρις είχαν να βιώσουν από το 1987, εποχή της παντοδυναμίας της Θάτσερ. Οχι μόνο κέρδισαν με αναπάντεχη σε εύρος πλειοψηφία 80 βουλευτών τις εκλογές του 2019, αλλά έκτοτε διατηρούν ένα προβάδισμα 3-8 μονάδων σε όλες τις δημοσκοπήσεις.

Ενας υπουργός για τον χειμώνα

Τα πράγματα δεν θα είναι, φυσικά, καθόλου εύκολα για τους Τόρις τους μήνες που έρχονται. Κατ’ αρχάς είναι βέβαιο πως αργά ή γρήγορα θα διερευνηθούν οι ευθύνες της κυβέρνησης για το πώς διαχειρίστηκε το πρώτο κύμα του κορωνοϊού. Στην οικονομία τα πράγματα είναι εξαιρετικά δυσοίωνα: 730.000 άνθρωποι έχουν ήδη χάσει τις δουλειές τους. Υπάρχει φόβος ότι πολλές επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στη μισθοδοσία τους όταν η δημόσια χρηματοδότηση πάψει τον Οκτώβριο, με αποτέλεσμα η ανεργία να αυξηθεί δραματικά. Ο φόβος για δεύτερο κύμα της πανδημίας πλανάται στη χώρα, το βρετανικό ΕΣΥ τους χειμερινούς μήνες αντιμετωπίζει ακόμη μεγαλύτερη πίεση, ενώ έχει αρχίσει να αμφισβητείται το πλάνο της κυβέρνησης για πλήρες άνοιγμα των σχολείων τη νέα σχολική περίοδο.

Ενας δραματικός χειμώνας περιμένει τη χώρα, για τη διαχείριση του οποίου οι Συντηρητικοί σχεδιάζουν μάλιστα τη δημιουργία ξεχωριστού υπουργείου. Ομως ο Μπόρις Τζόνσον βρίσκεται σε θέση ισχύος και με επαρκές πολιτικό κεφάλαιο για να δώσει τη μάχη της πολιτικής του επιβίωσης.