Μια δολοφονία στην άλλη άκρη του Ατλαντικού άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για ένα ζήτημα που η – συντηρητική ακόμα – ελληνική κοινωνία συστηματικά επιλέγει να κρύβει κάτω από το… σεμεδάκι. Αυτοί που για τους κυρίαρχους λευκούς παραμένουν επιλεκτικά «αόρατοι» απέδειξαν πως η φωνή τους μπορεί να φτάσει από τη Μινεάπολη στην Κυψέλη, να προβληματίσει και ευτυχώς να παρακινήσει εκατομμύρια να προσθέσουν στην κραυγή τους για ισότητα και τη δική τους φωνή.

Παράλληλα, στον απόηχο της εν ψυχρώ δολοφονίας του Τζορτζ Φλόιντ από ένστολο λευκό, βγήκαν ξανά από τα λαγούμια τους οι κατ’ επάγγελμα (ή, ακόμα χειρότερα, κατά συνήθεια) πρέσβεις του σκοταδισμού με σκοπό, αφού διαχύσουν το ρατσιστικό δηλητήριό τους, να υποβαθμίσουν μια υπαρκτή κοινωνική παθογένεια και εν τέλει να σηκώσουν το ελληνικότατο σεμεδάκι και να παραχώσουν κάτω από αυτό το αίτημα για ελεύθερη αναπνοή…

Μέχρι την επόμενη δολοφονία με φυλετικά κίνητρα. Στην πορεία, φυσικά, δεν παρέλειψαν να λοιδορήσουν όσους τόλμησαν να μιλήσουν για τις διακρίσεις που έχουν βιώσει, αδιαφορώντας αλαζονικά για τις αντιδράσεις. Θύμα του ίδιου μένους που στις 25 Μαΐου σκότωσε τον Φλόιντ και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο οποίος υπέπεσε στο ασυγχώρητο ατόπημα να μιλήσει ευθέως για τα όσα έζησε πριν γίνει ο Greek Freak.

Με αφορμή τα παραπάνω, στα «ΝΕΑ» μιλούν πέντε Αφροέλληνες που το διαφορετικό χρώμα του δέρματός τους είναι αρκετό για να δικαιολογήσει προσβλητικές συμπεριφορές, αναίτιες «βόλτες» στα κρατητήρια, πολύωρες αναμονές σε ουρές για έγγραφα, στέρηση ευκαιριών και πολλά στραβά βλέμματα.

Αντίς Ντεσού, 30, θεατρολόγος

«Οι σχέσεις που δημιουργούμε είναι πολύ πιο δυνατές από οτιδήποτε»

Το όνομα μου είναι Αντίς και κατάγομαι από την Αιθιοπία. Ζω στην Αθήνα τα 25 από τα 30 χρόνια της ζωής μου και η αγάπη μου για αυτή τη χώρα έχει χτιστεί μέσα από τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους της. Ανθρώπους που με έχουν φιλοξενήσει στον ιδιαίτερο τόπο τους και έχουμε αντιμετωπίσει με χιούμορ την οποία αντίδραση απέναντι στο διαφορετικό. Εκείνους που έχουμε γιορτάσει το Πάσχα στο ίδιο τραπέζι με τους ήχους του παραδοσιακού κλαρίνου και στις 11 Σεπτέμβρη έχουμε με την ίδια χαρά γιορτάσει την πρωτοχρονιά της Αιθιοπίας σε ένα διαφορετικό. Ανθρώπους που έχουν αντέξει ώρες αναμονής και παραλογισμού στην δημόσια υπηρεσία που εκδίδει τις πολυπόθητες άδειες παραμονής απλώς για την παρέα.

Είναι οι ίδιοι που δεν καταλαβαίνουν πώς γίνεται να ακούγονται ρατσιστικά σχόλια ακόμα και σήμερα για το χρώμα του δέρματος και αντιδρούν γιατί απλώς δεν το αποδέχονται. Είναι, επίσης, αυτοί που ταξιδεύουμε το καλοκαίρι στις επαρχίες αλλά ήρθαν και στην Αντίς Αμπέμπα για να γνωρίσουν πιο βαθιά τη χώρα και την κουλτούρα μου!

Δεν είναι αυτή η μόνη όψη του νομίσματος, προφανώς υπάρχει και η αντίθετη: Ο ρατσισμός υπάρχει σε περισσότερους χώρους από όσους μπορείτε να φανταστείτε και έχει τις ρίζες του πολύ βαθιά ακόμα. Δυστυχώς άλλη μια δολοφονία λίγους μήνες πριν έφερε το θέμα ξανά στην επιφάνεια με τον πιο βίαιο τρόπο. Είναι όμως αυτή που προσωπικά επιλέγω να τοποθετήσω απέναντι σε αυτή τη βία.

Οι σχέσεις που δημιουργούμε είναι πολύ πιο δυνατές από οτιδήποτε γιατί μέσα από αυτές ο καθένας μας ξεπερνά τα στεγανά του.

Κασσίμ Λιγκοπόρα, 25, ιδιωτικός υπάλληλος-ποδοσφαιριστής

«Με τα κεφάλια κατεβασμένα και την καρδιά γεμάτη λύπη»

Είναι αξιοθρήνητο και βαθύτατα λυπηρό εν έτει 2020 να εξακολουθούν να εμφανίζονται τέτοιες μορφές ρατσισμού. Φανταστείτε, λοιπόν, αν τέτοιες ενέργειες στρέφονται κατά του Γιάννη – ο οποίος είναι ΜVP του NBA, τιμάει και διαφημίζει την Ελλάδα στο υψηλότερο επίπεδο -, τι συμβαίνει σε εμάς τους υπόλοιπους. Δεν μπορώ να μη φέρω ξανά στη μνήμη μου την περίοδο που η Χρυσή Αυγή είχε ραγδαία αύξηση. Οι υποστηρικτές της εξέφραζαν τις απόψεις τους με χυδαία φρασεολογία και τρόπους. Η κοινωνία η ίδια φαινόταν να τους υποστήριζε, παρόλο που γνώριζε πως οι απόψεις τους έφταναν στον απόλυτο παραλογισμό. Αυτό με γέμιζε απογοήτευση.

Θυμάμαι, πιο συγκεκριμένα, κατά την περίοδο που γιορτάζαμε το Ραμαζάνι, εγώ και οι φίλοι μου είχαμε πάει να φάμε και να παρακολουθήσουμε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Στον γυρισμό λοιπόν και για κακή μας τύχη εγώ και ένα άλλο παιδί δεν είχαμε μαζί μας τα διαβατήριά μας. Μας σταμάτησαν αστυνομικοί και ζητούσαν τα έγγραφά μας.

Σαν μικρό παιδί, πίστευα πως με καλή επικοινωνία και τη δύναμη της γλώσσας θα καταλάβαιναν, αλλά δυστυχώς αυτό δεν συνέβη. Χωρίς να έχουμε άλλη επιλογή, μπαίνουμε στην κλούβα, σαν εγκληματίες, μαζί με άλλους και καταλήγουμε – αν θυμάμαι καλά – στα κρατητήρια της Πέτρου Ράλλη. Κατά τη διάρκεια αυτής της χειρότερης διαδρομής της ζωής μου δεν μπορούσα να πιστέψω ότι υπήρχαν αστυνομικοί που εξέφραζαν χυδαίες απόψεις, χωρίς ντροπή, για εμάς. Ειδοποιήσαμε άμεσα τους γονείς μας, οι οποίοι ευτυχώς έφεραν τα απαραίτητα έγγραφα και μετά από ώρες αναμονής και ταλαιπωρίας φύγαμε. Με τα κεφάλια κατεβασμένα και την καρδιά γεμάτη λύπη και απογοήτευση.

 

Εύα Βόγλη, 18, μουσικός

«Ημουν το μπάσταρδο μαύρο με τη λευκή μάνα»

Γεννήθηκα στην Ολλανδία από μητέρα Ελληνίδα και πατέρα Αφρικανό και ήρθα στην Ελλάδα όταν ήμουν τριών ετών. Τότε άρχισα να νιώθω διαφορετική. Οταν πρωτομπήκα σε ελληνικό σχολείο κανείς δεν έκανε παρέα μαζί μου πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Ούτε η δασκάλα μου δεν με ήθελε εκεί. Αυτό παγιώθηκε σε μια στάσιμη αλλά οδυνηρή κατάσταση αντιμετώπισής μου μέχρι και τα χρόνια του γυμνασίου.

Οταν ήμουν 13 μετακόμισα σε ένα νησί (ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε). Εκεί σίγουρα δεν υπήρχε εξαίρεση. Ηταν τόσο μικρό και οι κάτοικοι τόσο λίγοι που όλοι είχαν κάποιον βαθμό συγγένειας. Εκεί κι αν ήμουν «άκυρη». Ηταν ξεκάθαρο ότι κανείς δεν με ήθελε εκεί γιατί ήμουν «το μπάσταρδο μαύρο με τη λευκή μάνα» και το ότι ανήκω σε μονογονεϊκή οικογένεια σίγουρα δεν βοήθησε και πολύ την αντιμετώπισή μου από τους επιτήδειους. Δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν και όταν το έκανα ερχόμουν αντιμέτωπη με τη δημόσια γελοιοποίηση και τη διαπίστωση του ότι είχα κάνει το λάθος να εμπιστευτώ. Ενιωθα μόνη και παράταιρη καθ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας μου.

Μεγαλώνοντας, ευτυχώς, κατάλαβα ότι η έλλειψη παιδείας, λογικής σκέψης και ανθρωπισμού (που οδηγούν στον ρατσισμό) είναι προβλήματα που πηγάζουν από την οικογένεια, επειδή ακριβώς οι εκάστοτε γονείς δεν είναι οι ίδιοι σε θέση να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τα κατάλληλα κριτήρια. Ο ρατσισμός δεν θεωρώ ότι δημιουργήθηκε με κάποιο βάσιμο κίνητρο. Οι άνθρωποι μισούν κάτι που τυχαία δεν είναι και αυτό μόνο πόνο και βία μπορεί να επιφέρει.

 

Νέστορας Κόμματος, 43, παλαίμαχος διεθνής καλαθοσφαιριστής

«Οι διακρίσεις «ανθίζουν» πάνω στην ανέχεια»

Οι μνήμες είναι πάρα πολλές. Η μητέρα μου ήρθε στην Ελλάδα από τη Γουιάνα (της Λατινικής Αμερικής) το 1976 και την επόμενη χρονιά γεννήθηκα εγώ. Θυμάμαι κόσμο να μας κοιτάζει περίεργα ή να μας σχολιάζει ακόμη και μέσα στην εκκλησία. Ολα αυτά στα μάτια μου φάνταζαν παράξενα. Απορούσα. Δεν καταλάβαινα γιατί.

Ισως, όμως, αυτός ακριβώς να είναι και ο λόγος που δεν δέχτηκα ποτέ να λειτουργήσω μειονεκτικά λόγω του χρώματος του δέρματός μου, ποτέ δεν αυτοθυματοποιήθηκα. Αντίστοιχα, ποτέ δεν το θεώρησα και προσόν. Είναι απλώς το χρώμα του δέρματός μου. Δεν με κάνει καλύτερο ή χειρότερο. Αυτό συμβουλεύω και τα νεότερα παιδιά που αντιμετωπίζουν ρατσιστικές συμπεριφορές: Να μην το βάζουν κάτω, να αντιδρούν.

Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 τα πράγματα ήταν πιο hardcore. Τότε αν έλεγα ότι δέχομαι ρατσισμό η συνήθης απάντηση ήταν ότι έχω… μανία καταδίωξης! Δυστυχώς, δεν περιμέναμε το 2020 για να διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ρατσισμός στην Ελλάδα. Αυτό το αναφέρω βάσει προσωπικής εμπειρίας. Ο κόσμος δεν είναι ευαισθητοποιημένος και αυτό πρέπει επιτέλους να αλλάξει. Είναι αδιανόητο για μια χώρα που έχει μεταλαμπαδεύσει τον πολιτισμό.

Μπορώ να καταλάβω μια γιαγιά και έναν παππού σε ένα απομακρυσμένο χωριό που ενδεχομένως θα με κοιτάξουν περίεργα – διερευνητικά «επειδή είμαι μαύρος». Σε κάποιον βαθμό είναι ανθρώπινο. Από νέους ανθρώπους, όμως, δεν μπορώ να το καταλάβω, ούτε να το δεχτώ. Διαχρονικά ο ρατσισμός και οι διακρίσεις «ανθίζουν» πάνω στην ανέχεια. Αυτό αποδεικνύει και η φούσκα της Χρυσής Αυγής. Το αποδεικνύει αλλά δεν το δικαιολογεί.

Οσα συνέβησαν πρόσφατα με τον Αντετοκούνμπο ας τα αντιμετωπίσουμε σαν μια αφορμή να σκεφτούμε – ξανά – το πρόβλημα του ρατσισμού. Αν χτυπάνε με τόση άνεση τον κορυφαίο παίκτη του κόσμου, φανταστείτε τι έχουν υποστεί τόσοι άλλοι, «ανώνυμοι».

 

Ελένη Αμπια Νζάνγκα, 29, ηθοποιός

«Ενα κύκλωμα από αλυσίδες που δεν σπάει»

Οταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω πολλά πράγματα. Ονειρευόμουν συνέχεια. Εφτιαχνε σενάρια το μυαλό μου όλη την ώρα, πόσο ελεύθερη ένιωθα! Οταν έφτιαχνα τις ιστορίες, αναρωτιόμουν πόσο αληθινές μπορούν να γίνουν, ποια είναι τα μέσα και πόσο θάρρος και κουράγιο θέλει. Με τα αδέρφια μου έκανα σκηνές από έργα στο σπίτι και τα βγάζαμε στις πλατείες.

Μπαίνοντας στη δραματική σχολή αργότερα (αφού πρώτα πέρασα από την ωμή αντιμετώπιση της παιδικής ηλικίας) έφτασα στο συμπέρασμα ότι δεν ήμουν ίδια με τους άλλους. Ο καθημερινός τονισμός της εμφάνισής μου με στιγμάτισε. Στην εφηβεία πορευόμουν παράλληλα με την αυτοπροστασία: Οσο λιγότερο φαινόμουν τόσο το καλύτερο. Ως ενήλικη – αποφασισμένη ότι θα συναντήσω πολλές προκαταλήψεις στην αναζήτηση εργασίας – ξεκίνησα θαρραλέα, αλλά δεν κράτησε για πολύ. Είδα μπροστά μου την έκπληξη, τον προβληματισμό και στη συνέχεια μίλησε η προκατάληψη: «Καλύφθηκε η θέση» (σε πολλούς τονισμούς)…

Εψαξα για τις ρίζες μου και με τον γνώριμό μου τρόπο να ονειρεύομαι μπόρεσα να δημιουργήσω ξανά κόσμους, μπόρεσα να δημιουργήσω το παρελθόν ενός χαρακτήρα, να ονειρευτώ το μέλλον του, να ζήσω τα λάθη και τις χαρές του, να μπω στον συναισθηματικό κόσμο του… Μπορούσα ακόμη να ορίσω την καταγωγή του ή να και να τον αφήσω άπατρι, άφυλο. Κάτι που δεν κάνουν οι δημιουργοί τέχνης στην Ελλάδα. Δεν φαντάζονται πέρα από τα πρότυπα – μαύρους γιατρούς, νεράιδες, καθηγητές, πολεμιστές, ήρωες, δημόσιους υπαλλήλους… Επιστημονική φαντασία. Μετά από τόσα χρόνια βρίσκονται ακόμα σε άρνηση. Εργα ταχείας κατασκευής, κάθε χρόνο, και ένα κύκλωμα από αλυσίδες που δεν σπάει.

Κατά καιρούς, μαύρα σώματα έκαναν την εμφάνισή τους στην τηλεόραση, στο θέατρο, πάντα σε χαρακτήρες κλισέ, σε υπονομευτικές θέσεις, δίπλα σε έναν επιβλητικό φίλο ή εργοδότη. Οχι επειδή δεν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο, αλλά γιατί εάν το κάνουν θα είναι υπερβολικό – υποτίθεται – για την κοινωνία. Κάτι που δεν το βλέπουν συχνά και θα ξενίσει.