«Αν και η Ελλάδα ενδέχεται να ανακτήσει μέρος του ΑΕΠ που απώλεσε κατά την κρίση, είναι πιθανόν να βιώσει μακροχρόνια στασιμότητα αν δεν βελτιώσει μεγέθη όπως η ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η ποιότητα των ρυθμιστικών κανόνων στις αγορές προϊόντων, η αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης, οι επενδύσεις στην έρευνα και στην καινοτομία». Κάπως έτσι περιέγραφαν τις προϋποθέσεις ανάκαμψης της οικονομίας οι «4 σοφοί» που σχεδιάζουν το οικονομικό μέλλον της χώρας Χρ. Πισσαρίδης, Ν. Βέττας, Κ. Μεγήρ και Δ. Βαγιάνος σε μια κοινή τους έκδοση το 2017, υπό τον τίτλο «Πέρα από τη λιτότητα».

Τι έλεγαν οι τέσσερις εξαιρετικοί οικονομολόγοι: ότι χωρίς επιπλέον μεταρρυθμίσεις, όσο και αν εμφανιζόταν μια φιλοεπενδυτική κυβέρνηση, όπως η σημερινή του Κ. Μητσοτάκη, ισχυρή ανάπτυξη σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο δεν θα επιτυγχανόταν. Αυτό εισηγούνται και τώρα με το σχέδιο που δουλεύουν για την κυβέρνηση.

Μεταρρυθμίσεις ωστόσο στην Ελλάδα χωρίς χρηματοοικονομικό «τυράκι», χωρίς ρευστό στην αγορά, δεν μπορούν να προχωρήσουν. Αρα η προσπάθειά τους, μη γελιόμαστε, ήταν καταδικασμένη να μείνει στα χαρτιά. Κάτι σαν την έκθεση της επιτροπής Σπράου πριν από μερικές δεκαετίες για την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος.

Κάπου εδώ έβαλε το χεράκι της η… ατυχής συγκυρία της πανδημίας του COVID-19.

Τα κεφάλαια που κινητοποιούνται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης που αφήνει πίσω ο ιός, μετά τις αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής, δίνουν τη δυνατότητα (τελευταία ευκαιρία) στην Ελλάδα να ακολουθήσει τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο και να καταφέρει έστω και με καθυστέρηση να προχωρήσει στον μετασχηματισμό της οικονομίας της.

Εκτός ωστόσο από το περιβάλλον που πρέπει να αλλάξει, η συζήτηση μοιραία κατευθύνεται και σε ορισμένα ενδογενή προβλήματα που έχουν κάνουν με τα χαρακτηριστικά των ελληνικών επιχειρήσεων που εμποδίζουν την προσαρμογή, με κυριότερο το μέγεθός τους.

Η Ελλάδα διαθέτει το χαμηλότερο μέσο μέγεθος επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως προς τον αριθμό των απασχολουμένων σε αυτές. Το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης σε μεγάλες επιχειρήσεις με περισσότερους από 250 απασχολουμένους και το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό προστιθέμενης αξίας που παράγεται από μεγάλες επιχειρήσεις. Το δε ποσοστό της αυτοαπασχόλησης βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα για τα δεδομένα των ευρωπαϊκών χωρών, καθώς το 36% του συνόλου των απασχολουμένων είναι αυτοαπασχολούμενοι, καθώς και μη αμειβόμενα μέλη της οικογένειας. Μη γελιόμαστε, αυτού του είδους οι επιχειρήσεις αποτελούν και πανίσχυρους θυλάκους φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής εις βάρος του συνόλου της οικονομίας.

Επιπλέον, το πρόβλημα με τις πολλές πολύ μικρές επιχειρήσεις σε μια οικονομία είναι ότι την κρατούν καθηλωμένη, καθώς εμφανίζουν χαμηλή παραγωγικότητα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν γρήγορα σε αλλαγές στα στοιχεία κόστους και στις τιμές των προϊόντων, είναι δύσκολο να τοποθετηθούν σε νέες αγορές ή να αυξήσουν γρήγορα την παραγωγή τους, πόσω μάλλον να καταφέρουν να χρηματοδοτήσουν την εξάπλωσή τους στο εξωτερικό ή να προσελκύσουν ικανά στελέχη.

Με λίγα λόγια, στην περίπτωση των επιχειρήσεων το μέγεθος όχι απλώς μετράει, αλλά αποτελεί συνθήκη ικανή από μόνη της να αλλάξει πλήρως την οικονομία όπως τη γνωρίζαμε.

Σε αυτή την κατεύθυνση η συγκυρία είναι μοναδική. Υπάρχουν τα χρήματα και μάλιστα είναι πολλά. Υπάρχει η διάθεση για αλλαγές και κυρίως το σχέδιο από τους καλύτερους.

Για να πιάσουν τόπο αυτά τα χρήματα, πρέπει να κατευθυνθούν ορθολογικά. Κάθε ευρώ προς την υποτιθέμενη «ραχοκοκαλιά» της ελληνικής οικονομίας, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα ισοδυναμεί με πεταμένα λεφτά σε μη βιώσιμα σχήματα. Το ξεκαθάρισμα έρχεται και μόνο βιώσιμες επιχειρήσεις, ικανές να σταθούν στις διεθνείς αγορές, που θα δημιουργούν καλές αμειβόμενες θέσεις εργασίας, θα επιβιώσουν…