«Οποιος δει την αλληλογραφία μας και διαπιστώσει την ποικιλία της, θα εκπλαγεί πολύ, γιατί αρχικά θα αποκομίσει την εντύπωση ότι είμαστε σοβαροί άνθρωποι που ασχολούμαστε με βαρυσήμαντα θέματα και υψηλές αξίες. Γυρνώντας όμως τις σελίδες, ο αναγνώστης θα καταλάβει ότι εμείς οι ίδιοι είμαστε ευτελείς, αλλοπρόσαλλοι, λάγνοι και μας ενδιαφέρουν χιμαιρικές καταστάσεις. Αν αυτή η συμπεριφορά μοιάζει αξιοκαταφρόνητη, για μένα είναι αξιέπαινη. Γιατί μιμούμαστε τη φύση, που είναι ευμετάβλητη. Οποιος μιμείται τη φύση δεν μπορεί να λογοκριθεί»

Αυτά έγραφε το 1515 ο Μακιαβέλι στον στενό του φίλο Φραντσέσκο Βετόρι. Και μ’ αυτά τα λόγια λες και προέβλεπε τη σύγχυση που θα προκαλούσε τους επόμενους αιώνες στους μελετητές της σκέψης του και της προσωπικότητάς του. Τι ήταν ο συγγραφέας του «Ηγεμόνα»; Τύραννος ή δημοκράτης; Επαναστάτης ή φασίστας; Πώς γίνεται να τον θαυμάζουν ο Μαρξ και ο Γκράμσι, να γράφουν εισαγωγές στο αριστούργημά του ο Μουσολίνι και ο Μπερλουσκόνι, να τον επαινεί ο Μπέρτραντ Ράσελ (χωρίς να αρνείται ότι σοκάρει) και να τον «υιοθετούν» μέλη της κυβέρνησης Τραμπ;

Βαθύς γνώστης της ανηθικότητας, άθεος που μισούσε τον κλήρο, φίλος απατεώνων και τζογαδόρων, εραστής ωραίων γυναικών και νεαρών ανδρών, ο Νικολό Μακιαβέλι δεν είχε ποτέ πραγματική πολιτική εξουσία. Και είχε την ατυχία να βρίσκεται στη λάθος πλευρά σε κάθε μεγάλη πολιτική αναταραχή στη Φλωρεντία. Οταν το 1512 ανετράπη ο gonfaloniere Πιέρο Σοντερίνι, τον οποίο είχε υπηρετήσει επί 14 χρόνια, συνελήφθη από τους Μεδίκους που επέστρεψαν στην εξουσία και βασανίστηκε άγρια. Κατάφερε να αποσπάσει την εύνοιά τους μόλις το 1525 με τις «Φλωρεντινές ιστορίες» του. Αλλά, δύο χρόνια αργότερα, οι νέοι του προστάτες εκδιώχθηκαν για δεύτερη φορά από την πόλη. O Μακιαβέλι δεν έζησε για να γνωρίσει τη νέα κατάσταση.

Το σεξ του άρεσε, δεν υπάρχει αμφιβολία. Αν και το 1501 παντρεύτηκε τη Μαριέτα Κορσίνι, δεν έπαψε να επισκέπτεται τους οίκους ανοχής. Στους αγαπημένους του συγκαταλέγονταν η La Riccia, που είχε πάρει το όνομα αυτού του φυτού από τα κατσαρά της μαλλιά, και τα αγόρια του οίκου Donato del Corno. Οπως γράφει όμως η βρετανίδα ιστορικός Εριν Μαγκλάκ στο «London Review of Books», παρουσιάζοντας μια νέα βιογραφία του Μακιαβέλι από τον Αλεξάντερ Λι («Μακιαβέλι: η ζωή του και η εποχή του», εκδ. Picador, 762 σελ.), το πραγματικό του πάθος ήταν η πολιτική.

«Αφού η Τύχη δεν το ήθελε να ξέρω να μιλάω για εμπόριο μεταξιού ή μαλλιού, για κέρδη και ζημιές, μιλάω για πολιτική» έγραψε στον Βετόρι το 1513, έχοντας επιστρέψει στο οικογενειακό αγρόκτημα για να ξεχάσει τα βασανιστήρια των Μεδίκων. Την ημέρα κουβέντιαζε με τους ξυλοκόπους κι έπαιζε χαρτιά στην ταβέρνα. Τα βράδια, όμως, επέστρεφε σπίτι και επικοινωνούσε με τους αρχαίους. «Για τέσσερις ώρες δεν αισθάνομαι ανία, ξεχνάω όλα τα προβλήματά μου, δεν φοβάμαι τη φτώχεια, δεν τρομάζω με τον θάνατο. Τα απορροφώ πλήρως. Κι επειδή ο Δάντης λέει ότι κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα αν δεν το συγκρατεί, κατέγραψα αυτά που έμαθα από την επικοινωνία μου μαζί τους και συνέθεσα μια μικρή μελέτη, τον «Ηγεμόνα»».

Οι σημειώσεις εκείνες του Μακιαβέλι δεν έχασαν ποτέ ούτε τη δύναμη ούτε την επικαιρότητά τους. Η ανθρώπινη φύση είναι θεμελιωδώς σάπια. Η ελπίδα και η αρετή είναι για τους αδύναμους, για τους χαμένους της ζωής. Η ωμή δύναμη πρέπει να μεταμφιέζεται ως ευλάβεια, αλλά να μην περιορίζεται ποτέ από αυτήν. Ο απώτατος σκοπός της πολιτικής ζωής είναι η δόξα και όχι, όπως υποστηρίζουν για αιώνες οι φιλόσοφοι, το κοινό καλό.

Ο Μακιαβέλι περιφρονούσε την παραδοσιακή ηθική, χωρίς να προσφέρει μια άλλη ηθική στη θέση της. Περιοριζόταν σε απλές, πρακτικές συστάσεις. Μην έχεις ψευδαισθήσεις. Δες τους άλλους όπως πραγματικά είναι. Προσαρμόσου με επιδέξιο τρόπο σε αυτά που ανακαλύπτεις. Δύο ήταν τα ινδάλματά του. Το ένα ήταν ο Καίσαρας Βοργίας, τον οποίο πρωτοσυνάντησε στο Ουρμπίνο το 1502. «Είχε τόσο μεγάλη αποφασιστικότητα και τόσο μεγάλη αρετή ο δούκας, και ήξερε πολύ καλά… ότι τους ανθρώπους πρέπει είτε να τους πάρεις με το μέρος σου είτε να τους εξαλείψεις».

O άλλος άνθρωπος που θαύμαζε ο Μακιαβέλι ήταν η πανέμορφη Κατερίνα Σφόρτσα, την οποία γνώρισε το 1499. Σε ένα από τα βιβλία του περιγράφει πώς η δούκισσα της Ιμολα και του Φορλί εξουδετέρωσε μια ομάδα βίαιων συνωμοτών που είχαν συλλάβει ως ομήρους τα παιδιά της. Απείλησε να τους σκοτώσει κι ύστερα σήκωσε τη φούστα της: «Τους αποκάλυψε τα γεννητικά της όργανα, λέγοντας ότι είχε ακόμη μέσα να κάνει κι άλλα παιδιά».

Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527)

Με τον Πλάτωνα στην Κόλαση

Οι ακραίοι, και οι άσχετοι, αποδίδουν τον κυνισμό του Μακιαβέλι σε αναισθησία. Συμβαίνει το αντίθετο, γράφει η Εριν Μαγκλάκ. Ο κυνισμός του ήταν αποτέλεσμα μιας σχεδόν αβάσταχτης ευθυκρισίας (η αλήθεια είναι βέβαια ότι συνήθως τον αηδίαζαν αυτά που έβλεπε). Δεν ήταν ασφαλώς φεμινιστής: η τύχη (Fortuna) ήταν μια γυναίκα που έπρεπε να κατασπαραχθεί.

Η σκέψη του όμως είναι ιδιαίτερα επίκαιρη σε μια εποχή που η Δεξιά διεκδικεί το μονοπώλιο του πολιτικού ρεαλισμού και ένας φεμινισμός του συρμού σαρώνει την κριτική σκέψη. Πέθανε στις 21 Ιουνίου 1527, ελπίζοντας ότι θα συναντήσει στην Κόλαση δύο παγανιστές, τον Σενέκα και τον Πλάτωνα. «Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι να πεθάνεις και να πας στην Κόλαση», έγραψε στον Μανδραγόρα. «Πόσο πολλοί όμως έχουν πεθάνει! Και πόσοι άξιοι έχουν πάει στην Κόλαση!».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ