Βασικό σενάριο συρρίκνωσης της ελληνικής οικονομίας κατά 5,8% διατυπώνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στην ετήσια έκθεση της νομισματικής πολιτικής καθιστώντας ως τη μεγαλύτερη πηγή αβεβαιότητας μία τυχόν αναζωπύρωση της πανδημίας. Παρά τη βαθιά ύφεση του 2020, προβλέπεται οι απώλειες σχεδόν να ανακτηθούν έως το 2022, με ανάπτυξη 5,6% το 2021 και 3,7% το 2022.

Τα δημόσια οικονομικά θα παρουσιάσουν έλλειμμα και το χρέος θα αυξηθεί το 2020 δοκιμάζοντας τον κρατικό προϋπολογισμό, αφού τα έκτακτα επεκτατικά μέτρα που ελήφθησαν για την ανάσχεση των οικονομικών επιπτώσεων της επιδημικής κρίσης, σε συνδυασμό με την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και των δημόσιων εσόδων, αναμένεται να προκαλέσουν επιδείνωση του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης και του χρέους. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 2,9% του ΑΕΠ το 2020.

Το βέβαιο είναι πως η απρόβλεπτη έκβαση της υγειονομικής κρίσης δοκιμάζει την ακρίβεια των μακροοικονομικών προβλέψεων, τόσο για την πορεία της Ελλάδας όσο και των υπόλοιπων χωρών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με το ήπιο σενάριο που έχει εκπονήσει η Τράπεζα της Ελλάδος στην παρούσα έκθεση – το οποίο υποθέτει μια πιο σύντομη μεταβατική περίοδο προς την κανονικότητα -, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 4,4% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 5,8% και 3,8% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο – το οποίο συνδέεται με μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση του κοροναϊού-, οι συνέπειες της πανδημίας αναμένεται να είναι πιο έντονες και με μεγαλύτερη διάρκεια και η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι βραδύτερη: το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9,4% το 2020, ενώ θα αυξηθεί κατά 5,7% το 2021 και 4,5% το 2022.

Ως συνέπεια της αύξησης της ανεργίας και της επιδείνωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, το βασικό σενάριο προβλέπει μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ωστόσο μεσοπρόθεσμα, και καθώς οι συνθήκες στην αγορά εργασίας θα βελτιώνονται, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να συμβάλει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα. Όπως τονίζεται στην έκθεση, οι επενδύσεις εκτιμάται να επηρεαστούν αρνητικά από την πανδημία, ενώ θα ενισχυθούν σημαντικά κατά την περίοδο 2021-2022.

Επιπλέον, οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να μειωθούν το 2020, επηρεαζόμενες από την υποχώρηση της εξωτερικής ζήτησης, ενώ οι τουριστικές εισπράξεις αναμένεται να σημειώσουν πολύ μεγάλη μείωση το 2020. Οι ναυτιλιακές εισπράξεις θα επηρεαστούν αρνητικά από την κάμψη της παγκόσμιας οικονομίας, όμως οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθούν με υψηλούς ρυθμούς τα επόμενα δύο χρόνια.

Oι κίνδυνοι

Αυτό που τρομάζει τους αναλυτές και διατυπώνεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος είναι ο κίνδυνος που σχετίζεται με τυχόν αναζωπύρωση της πανδημίας. Στους παράγοντες αβεβαιότητας, σύμφωνα με την ΤτΕ, είναι η αναμενόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως απόρροια της προβλεπόμενης ύφεσης, που θα περιόριζε την παροχή χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθυστερώντας την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.

Οι παράγοντες αυτοί, όπως προειδοποιεί η Τράπεζα της Ελλάδος, θα οδηγούσαν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης, σε σημαντική επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών και σε εκ νέου αύξηση του ήδη πολύ υψηλού δημόσιου χρέους. Εκτός των αβεβαιοτήτων που συνδέονται με την πανδημία, διατυπώνεται και ο κίνδυνος μιας επιδείνωσης της προσφυγικής κρίσης, η οποία θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό.

Οι κίνδυνοι που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται με μία αδύναμη ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, μια επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και το Brexit.