Με το ξέσπασμα του Κριμαϊκού Πολέμου (1853 – 1856), ο Οθων πίστευε εσφαλμένα ότι θα μπορούσε να αποκομίσει εδαφικά οφέλη για λογαριασμό του βασιλείου του, κάτι που δεν είχε καταφέρει ως εκείνη τη στιγμή και αποτελούσε και έναν από τους λόγους της λαϊκής δυσαρέσκειας εις βάρος του.

Η αποστολή κρυφών στρατιωτικών ομάδων σε  Ηπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία αποσκοπούσε σε αυτόν τον σκοπό. Οι χειρισμοί του και παρά τις προειδοποιήσεις των ελλήνων πρεσβευτών σε Αγγλία και Γαλλία αποδείχθηκαν εσφαλμένοι (υπενθυμίζεται ότι ο πόλεμος διεξαγόταν μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη).

Τον Φεβρουάριο του 1854 ο Ναπολέων III αφού υπενθύμισε τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει η Γαλλία στην Ελλάδα έκανε σαφές ότι μια επίθεση κατά των Οθωμανών θα ισοδυναμούσε με μια επίθεση κατά της Γαλλίας.

Ο Οθων απάντησε μάλλον απερίσκεπτα και με κάποια αλαζονεία ότι καθώς ήταν ο μοναδικός χριστιανός βασιλιάς στην Εγγύς Ανατολή είχε να εκπληρώσει ιερή αποστολή και ότι ο Θεός στη μεγαλοσύνη του ποτέ δεν θα εγκατέλειπε την υπόθεση της Χριστιανοσύνης. Ετσι τα αγγλογαλλικά πλοία προχώρησαν στον αποκλεισμό του λιμανιού του Πειραιά για δεύτερη φορά μετά το 1850 με αφορμή τα «Παρκερικά» τότε. Το δικαίωμα της τόσο απροσχημάτιστης επέμβασης οι δύο Δυνάμεις το αντλούσαν επίσης και από την αδυναμία εκ μέρους της χώρας να εξυπηρετήσει το δάνειο των 60.000.000 φράγκων που είχε συνάψει η Ελλάδα υπό την εγγύησή τους το 1832.

Το πρώτο κρούσμα

Τον Ιούνιο του 1854, η ασιατική χολέρα, αφού είχε, ήδη, κάνει την εμφάνισή της στην υπόλοιπη Ευρώπη, σημείωσε το πρώτο της κρούσμα στον Πειραιά. Ο γάλλος διοικητής Μπαρμπιέ ντε Τινάν, δεν ενέκρινε τη δημιουργία ειδικής ζώνης και έτσι η αντίδραση τόσο των διοικητών των αγγλογαλλικών στρατευμάτων, που είχαν αποκλείσει το λιμάνι στο πλαίσιο του Κριμαϊκού Πολέμου, όσο και των τοπικών αρχών του Πειραιά ήρθε με, βαρύνουσας σημασίας, καθυστέρηση, τελικά, οι υγειονομικές αρχές στην Αθήνα, στις αρχές του Ιουλίου, άρχισαν να εφαρμόζουν τα πρώτα μέτρα.

Στη διεύθυνση του υγειονομικού τμήματος του ελληνικού βασιλείου βρισκόταν, ένα ανώτατο υγειονομικό συμβούλιο, στα πρότυπα των Collegia Medica και Collegia Sanitatis στην Ευρώπη, το Ιατροσυνέδριο. Αυτό, σε συνεργασία με τον γραμματέα των Εσωτερικών, αποφάσισε τον αποκλεισμό του Πειραιά, καθόρισε τα πρώτα κατά της χολέρας μέτρα, ενώ στις 8 Ιουλίου συνέταξε «διαιτητικά παραγγέλματα» για την προφύλαξη από τη νόσο. Τα παραγγέλματα αφορούσαν στα φαγητά, τα ποτά, την ενδυμασία, την κατοικία και την εργασία.

Σχετικά με τα φαγητά ό,τι προκαλούσε διάρροια ή δυσπεψία θεωρούνταν επικίνδυνο. Τα πολύ λιπαρά, τα τηγανητά, τα οστρακοειδή, αλλά και κάθε τι σε υπερβολή, σύμφωνα με τους ιατροσύνεδρους, εξασθενούσε τον οργανισμό και διευκόλυνε τη μετάδοση της νόσου. Αντίστοιχα, επικίνδυνα θεωρούνταν τα αλκοολούχα ποτά και τα παγωμένα αναψυκτικά. Το ξινό κρασί, η ρακή, το μπράντι, οι λεμονάδες και οι βυσσινάδες έπρεπε να αποφεύγονται, ιδιαίτερα το πρωί, με άδειο στομάχι. Αντιθέτως, το κόκκινο κρασί, όπως και ο καφές ή το τσάι, «μετρίως πινόμενα», θεωρούνταν ασφαλή.

Αναφορικά με την ενδυμασία, οι συστάσεις αποσκοπούσαν, κυρίως, στην προφύλαξη από την ψύξη. Η κοιλιά, η μέση και τα πόδια έπρεπε να διατηρούνται θερμά με τη χρήση μάλλινων τζουραπιών (κοντές κάλτσες) και μάλλινης ζώνης. Η παρατεταμένη έκθεση στη ζέστη θεωρούνταν, επίσης, βλαβερή, λόγω των μεγάλων διαφορών θερμοκρασίας μεταξύ μέρας και νύχτας.

Αερισμός σπιτιών

Αν και, γενικά, οι Αθηναίοι την εποχή του Οθωνα, όπως μαρτυρά ο βαυαρός καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο, Λουδοβίκος Ρος, προτιμούσαν οικίες με λεπτούς τοίχους, ώστε να μπορεί να μπαίνει ο «εμβάτης» (θαλασσινή αύρα) και να δροσίζει, επιπρόσθετα, και οι ιατροσύνεδροι συνιστούσαν τον καθαρό αέρα, ως το «εκ των ουσιωδεστέρων των προφυλακτικών της χολέρας» μέτρο, για τη διαφύλαξη της υγιεινής στο σπίτι. Ειδικότερα, οι πολίτες καλούνταν να αερίζουν επαρκώς τις οικίες τους, φροντίζοντας πάντα να αποφεύγουν να εκτίθενται στα ρεύματα αέρος. Ακολουθούσαν η σχολαστική καθαριότητα, ο εμποδισμός της συσσώρευσης στάσιμων υδάτων και γενικά η αποφυγή κάθε πηγής υγρασίας, η οποία θεωρούνταν ως μέσο μετάδοσης των ασθενειών. Ανάλογης σημασίας παράγοντες για τη μετάδοση της χολέρας θεωρούνταν οι υπερβολικοί κόποι του σώματος και του νου, τα ψυχικά πάθη και οι καταχρήσεις παντός είδους τις οποίες οι πολίτες καλούνταν να αποφεύγουν, εργαζόμενοι με μετριοπάθεια.

Τέλος, τα διαιτητικά παραγγέλματα ολοκλήρωναν γενικές παρατηρήσεις και συμβουλές για την παροχή πρόχειρης βοήθειας σε όσους είχαν προσβληθεί από χολέρα, όπου γινόταν σαφές πως οι πολίτες σε κάθε περίπτωση έπρεπε, πρωτίστως, να αναζητούν τη βοήθεια του ιατρού και, κατ’ επέκταση, να αποφεύγουν να μεταχειρίζονται, χωρίς ιατρική συνταγή, «καθάρσια», όπως τα λεγόμενα γερμανικά χάπια, τη ροδοζάχαρη, την αλόη και το ραβέντι, καθώς αυτά, σε περιπτώσεις χολέρας, λειτουργούσαν ως δηλητήρια.

Ο κόσμος τότε δεν είχε ακριβή γνώση της φρικτής χολέρας, ακόμα και η ονομασία της ήταν για πολλούς μπερδεμένη: Αλλοι την έλεγαν χολέρα, χόλερα, χολόρροια και χολεριά.

Αλλοι την αποκαλούσαν «ξένη», καθώς την είχαν φέρει τα γαλλικά στρατεύματα. Η αύξηση των θανάτων όμως είναι τραγική και φτάνει τις 3.000 ανάμεσά τους και 800 γάλλοι ναύτες αφού ο γαλλικός στόλος ήταν η βασική αιτία διασποράς. Τη χολέρα ο γαλλικός στόλος μετέφερε λίγο αργότερα και στη Σύρο, στην πόλη της Ερμούπολης, όπου προκλήθηκε τεράστιος πανικός. Υπολογίζεται μάλιστα ότι από τους 25.000 κατοίκους της Ερμούπολης, οι μισοί τουλάχιστον μετακινήθηκαν είτε σε άλλα νησιά – στην Τήνο και στη Μύκονο – είτε στην επαρχία της Σύρου.

Ο Δήμος πήρε άμεσα μέτρα όπως:

1) Τη διαίρεση της πόλης σε 4 τμήματα και σε κάθε ένα διόρισε επικεφαλής «επιστήμονα» ιατρό με μηνιαίο μισθό 200 δρχ.

2) Την άμεση σύναψη δανείου 10.000 δρχ. για να μπορούν οι «πραγματικώς» άποροι ασθενείς να προμηθεύονται, υστέρα από σχετικό σημείωμα των ιατρών, δωρεάν φάρμακα και υγιεινή τροφή (ψωμί καλής ποιότητας, κρέας, ρύζι).

3) Τοποθέτησε 5 αστυνομικούς κλητήρες για να βοηθούν τους ιατρούς στο έργο τους. Επιπλέον μέσω της Σύρου τον Οκτώβριο, πιθανώς μέσω ρουχισμού κάποιου που νόσησε,  η χολέρα καταφθάνει και στην Αθήνα όπου σκορπά τον ίδιο πανικό. 1.000 – 1.500 άνθρωποι βρίσκουν τον θάνατο, ενώ το 1/3 της πόλης βρίσκει τώρα καταφύγιο στον Πειραιά και σε διάφορα νησιά αφήνοντας συχνά αβοήθητους ανθρώπους που είχαν ανάγκη.

Τέλος, οι επεκτατικές βλέψεις οι οποίες υπήρξαν η αφορμή όλης αυτής της κατάστασης δεν υλοποιήθηκαν αφού τα ελληνικά στρατεύματα ηττήθηκαν και γύρισαν πίσω. Η αντίστροφη μέτρηση της λήξης της βασιλείας του Οθωνα είχε πλέον ξεκινήσει.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

«Διαιτητικά Παραγγέλματα εις Προφύλαξιν από της Χολέρας», Εν Αθήναις,

8 Ιουλίου 1854

Κορασίδου Μαρία, «Οταν η αρρώστια απειλεί. Επιτήρηση και έλεγχος της υγείας του πληθυσμού στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», Τυπωθήτω, Αθήνα 2002.

Κωστής Κώστας, «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», Πατάκης, Αθήνα, 2018

Λούκος Χρήστος, «Επιδημία και κοινωνία. Η χολέρα στην Ερμούπολη της Σύρου (1854)», Μνήμων, τόμος 14, 1992

Ρος Λουδοβίκος, «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833)», μετ. Α. Σπήλιος, Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1976.