Πώς είναι η ζωή μιας συγγραφέως; Τον τελευταίο καιρό, για παράδειγμα.

Πριν από λίγες ημέρες ήμουν καλεσμένη – ως ποιήτρια – στη Ρώμη, στο μεγάλο αμφιθέατρο στην Della Conciliazione, για το «Ritratti di poesia» («Πορτρέτα ποίησης») που γίνεται μία φορά τον χρόνο. Στη συνέχεια είχα εκδηλώσεις στον Βορρά για την ιταλική έκδοση του βιβλίου «Τι μένει από τη νύχτα». Είναι η τρίτη φορά που κάνω τουρνέ στην Ιταλία για το συγκεκριμένο βιβλίο. Οταν έφτασα στην Τεργέστη, βγαίνοντας από το αεροπλάνο, ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα ντυμένοι σαν αστροναύτες που μας έπαιρναν τη θερμοκρασία. Ο κόσμος στην πόλη κυκλοφορούσε κανονικά και χωρίς να δείχνει ότι βρίσκεται σε πανικό. Επιστρέφοντας από την Ιταλία, μέσα στο αεροπλάνο φορούσαν μάσκες.

Εσείς φορούσατε μάσκα;

Οχι. Διάφοροι φίλοι μου μού ζήτησαν να τους φέρω. Πάω σε ένα φαρμακείο για ν’ αγοράσω και οι 50 μάσκες έκαναν 120 ευρώ. Οπως μου εξήγησε ο φαρμακοποιός, μπορείς να φορέσεις τη μάσκα μέχρι δυόμισι ώρες. Σε αυτό το χρονικό διάστημα δεν πρέπει καθόλου να την αγγίξεις. Υπολόγισε τώρα ότι χρειάζεσαι έξι με επτά μάσκες στη διάρκεια μιας ημέρας.

Τι σας δείχνει αυτός ο πανικός που επικρατεί γύρω;

Με τις ελάχιστες γνώσεις που έχω – γιατί δεν είμαι λοιμωξιολόγος -, οφείλεται στα social media. Ελπίζω να έχω δίκιο. Δεν μπορώ να ξέρω. Τα δεδομένα αλλάζουν συνεχώς. Το μόνο θετικό, για να πει κανείς και κάτι θετικό αυτής της ιστορίας – χθες έβλεπα μια εκπομπή στη γαλλική τηλεόραση -, είναι ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και υποξειδίου του αζώτου πάνω από το Hubei έχουν μειωθεί σημαντικά.

Ησασταν πάντα σε τέτοια εγρήγορση;

Ημουν πάντα κανονική, θες να πεις. Βλέπουμε, έχουμε μάτια, ακούμε, θέτουμε ερωτήματα.

Βεβαίως, όμως δεν διεγείρονται οι αισθήσεις όλων των ανθρώπων με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένταση.

Με τα χρόνια επέρχεται η τελμάτωση, αφήνεται κανείς. Θυμήθηκα ότι οι πιο μεγάλοι σε ηλικία φίλοι μου, οι οποίοι έχουν «φύγει» και μου άρεσαν πάρα πολύ, με διασκέδαζαν. Ο Νάνος Βαλαωρίτης ή η Καίη Τσιτσέλη είχαν μια συνεχή περιέργεια μέχρι το τέλος. Και αυτό θεωρώ ότι είναι ένα μυστικό που σε κρατάει «ζωντανό». Μιλούσαν και ρωτούσαν για κανονικά, για καθημερινά πράγματα, όχι «διανοουμενίστικα». «Πώς πέρασες εκεί που πήγες, τι είδες, ποιον συνάντησες, τι έφαγες;».

Τι κεντρίζει περισσότερο το δικό σας ενδιαφέρον;

Πάντα με αφορούν οι ζωές των άλλων. Θα κάνω έναν παραλληλισμό: μπορείς να γράψεις σε ένα μυθιστόρημα για έναν αρνητικό ήρωα – έναν serial killer, έναν βιαστή – και να επιχειρείς την ίδια στιγμή ν’ αντιληφθείς τι συμβαίνει μέσα σε όλο αυτόν τον πολυσύνθετο ψυχικό κόσμο.

Αυτή η επιθυμία για κατανόηση αυξάνει με τον χρόνο.

Νομίζω ναι. Για να συνεχίσω το παράδειγμα, να σου πω ότι δεν μπορείς να γράφεις για κάτι που σιχαίνεσαι.

Υπάρχουν χαρακτήρες που σας απογοήτευσαν;

Θα με απογοητεύσει ένας χαρακτήρας που μοιάζει ψεύτικος, κάπως κλισέ, αλλά αυτός θα εξωθηθεί από το βιβλίο. Για μένα ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας πηγαίνει καλά, προχωράει δηλαδή, από τη στιγμή που γίνεται ανεξάρτητος. Σε κάποιο σημείο, όταν ο ήρωας αποκτήσει τη δική του φωνή, δεν μπορείς να τον καθοδηγήσεις απόλυτα. Είναι αυτό, αν θέλεις, και το σημάδι το οποίο αποδεικνύει ότι η πορεία του γραψίματος βρίσκεται σε καλό δρόμο. Επίσης, κάτι άλλο. Οταν αρχίζω να γράφω, δεν ξέρω πού θα με πάει. Περιμένω εκπλήξεις.

Πώς ξεκινάτε;

Από μια εμμονή. Από κάτι τυχαίο, μια κουβέντα που άκουσα ή τη χροιά μιας φωνής. Δεν αρχίζω από μια πλοκή που επιθυμώ να τη φτάσω κάπου. Δεν θα με ενδιέφερε. Βάζω ένα σημάδι κάπου, σκάβω συνεχώς, πετάω μπάζα. Μπορεί να μη με οδηγήσει πουθενά και να τα παρατήσω.

Σας έχει συμβεί;

Βεβαίως. Επίσης μου έχει συμβεί να τελειώσω ένα βιβλίο, να το αφήσω ή να το ξαναγράψω από την αρχή, όπως με την «Εύα». Κάτι δεν μου πήγαινε. Η πρώτη παράγραφος ήταν πολύ ωραία γιατί βασιζόταν σε μια δική μου εμπειρία. Μια ιστορία με έναν κλέφτη στο Βερολίνο που μου άρπαξε το πορτοφόλι. Οτιδήποτε ακολούθησε την παράγραφο αυτή μου φαινόταν λίγο. Τη μετέφραζα από ελληνικά σε αγγλικά, μια φίλη Κινέζα από τα αγγλικά σε κινέζικα. Ημουν σε ένα αδιέξοδο. Οι φίλοι μου μού έστελναν SMS «τι γίνεται με την…» και μετά έβαζαν την παράγραφο. Ανέκδοτο είχε γίνει. Αυτά συμβαίνουν την άνοιξη του 2004, πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Επιστρέφω το φθινόπωρο στη Γερμανία και όλοι συζητούσαν τι πρότζεκτ ολοκλήρωσαν ή ποιο προχωράνε κι εγώ πάλευα ακόμη με την παράγραφο. Πήγα και σε ψυχαναλυτή γι’ αυτή την παράγραφο. Τελικά την έβγαλα από την αρχή του βιβλίου και αυτό με απελευθέρωσε.

Τι εξήγηση έδωσε ο ψυχαναλυτής για την εμμονή σας;

Τα έχω ξεχάσει. Η αλήθεια είναι ότι δεν βοήθησε και πάρα πολύ.

Συνεχίσατε την ψυχανάλυση;

Κατά διαστήματα έχω πάει. Αλλά όλα αυτά προ κρίσης. Δεν νομίζω ότι τώρα θα μπορούσα να το κάνω.

Η καθημερινότητα και όσα πρέπει ν’ αντιμετωπίσει κανείς επηρεάζουν τη διάθεσή του για γράψιμο.

Απολύτως. Χρειάζεσαι ένα πλαίσιο ζωής για να αφοσιωθείς και να έχεις έναν δικό σου κόσμο. Ομως δεν θα γράψεις καλύτερα ή χειρότερα.

Τι σας καθόρισε ως συγγραφέα;

Νομίζω αυτά που έχω διαβάσει. Ο καλός συγγραφέας είναι πρώτα καλός αναγνώστης.

Γράφετε σε μια χώρα που δεν διαβάζει.

Δεν μπορείς να ζήσεις εύκολα από αυτή τη δουλειά. Στην Ελλάδα εργάζεσαι χωρίς ατζέντη, χωρίς δηλαδή εκείνον που θα πηγαίνει και θα συζητάει για εσένα με τους εκδότες. Είναι διαδικαστικά θέματα τα οποία θα πρέπει να χειρίζεται κάποιος άλλος και όχι ο ίδιος ο συγγραφέας.

Είναι άχαρο. Αλήθεια, ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας;

Μα πώς να διαλέξω; Πολλοί. Μπορώ όμως να σου πω ότι συνήθως το καλοκαίρι ξαναδιαβάζω Ντοστογέφσκι. Ξαναδιάβασα επίσης το «Μαγικό βουνό» (Τόμας Μαν) και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» (Προυστ). Εχει ενδιαφέρον να ξαναπιάνεις βιβλία σε διαφορετικές περιόδους, γιατί έχεις αλλάξει και εστιάζεις σε άλλα πράγματα. Θυμάμαι μια σκηνή στο «Μαγικό βουνό» που την έβρισκα εξαιρετικά διατυπωμένη, καθρεφτίζοντας έναν άνθρωπο. Τώρα εστίασα αλλού. Είναι ρευστό και αλλάζει, είναι ζωντανό.

Η μεγάλη αλλαγή στη δική σας ζωή πότε ήρθε;

Οταν ζούσα στη Ρώμη. Ηταν τέλος της δεκαετίας του ’80 και εργαζόμουν ως μορφωτική ακόλουθος στην πρεσβεία. Ακούγεται ιδανική δουλειά, αλλά υπέφερα.

Αλλαξε το πρόσωπό σας ξαφνικά.

Μα ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή. Μια εποχή δυσφορίας. Ζούσα με ένα μόνιμο σφίξιμο στο στομάχι και άπειρες υποχρεώσεις. Ερχόταν κάθε πικραμένος και ζητούσε ό,τι φανταζόταν. Μέχρι και αστυνομικά τμήματα αδελφοποιούσα. Δεν φαντάζεσαι πόση χαρτούρα απαιτεί κάτι τέτοιο. Και δεν ήταν το πιο δυσάρεστο αυτό που συνέβαινε!

Πώς κόψατε αυτή την «αλυσίδα»;

Ανοίγω ένα πακέτο που μου έχει έρθει το πρωί με το ταχυδρομείο, μέσα στο ταξί που είχα πάρει για να πάω σε ένα επαγγελματικό ραντεβού. Είχε μέσα ένα βιβλίο με ποιήματα Gozo Yoshimasu.

Ποιο;

To «Οσιρις, ο θεός της πέτρας». Αρχίζω να διαβάζω έναν στίχο: «Παρακαλώ, ψαράδες, μην κλαίτε». Αρχισαν να τρέμουν τα χέρια μου. Μέσα σε λίγα λεπτά αποφάσισα να παραιτηθώ από την πρεσβεία. Σκέφτηκα: «Γράφονται τόσο ωραίοι στίχοι και εγώ βρίσκομαι σε ψυχική καθίζηση;».

Μετά τι ακολούθησε;

Δύσκολα πράγματα. Ζούσα στη Ρώμη μόνη μου και βρέθηκα στην Ελλάδα με οικογένεια. Δεν μετάνιωσα ποτέ. Επέστρεψα έπειτα από εννιά χρόνια εδώ και όλη η ζωή μου άλλαξε. Ηταν μια απόφαση που πάρθηκε τον σωστό χρόνο.

Γράφετε τώρα;

Ναι, ένα μυθιστόρημα που το time span είναι 60 λεπτά. Εχω ανάγκη ν’ αφοσιωθώ σε αυτό, αλλά δεν μπορώ γιατί τρέχουν ταυτοχρόνως και άλλα πράγματα. Χρειάζομαι απομόνωση. Ενα δωμάτιο δηλαδή και απόλυτη ησυχία. Χωρίς τηλέφωνα να χτυπούν, χωρίς e-mail που πρέπει ν’ απαντηθούν.