Αφορμή η δημοσίευση μιας έκθεσης του αμερικανικού think tank Rand με θέμα την εθνικιστική στροφή της Τουρκίας και τις προοπτικές των αμερικανοτουρκικών σχέσεων.

Σε αυτή την έκθεση, που περιλαμβάνει μια σε βάθος ανάλυση της κατάστασης της Τουρκίας αλλά και των σχέσεών της με άλλες χώρες, γειτονικές και μη, υπάρχει και μια αναφορά στο στρατό. Παρουσιάζοντας τις μεγάλες αλλαγές που έχουν γίνει στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις και κυρίως τις μεγάλης κλίμακας εκκαθαρίσεις στελεχών τα τελευταία χρόνια, η έκθεση διαπιστώνει αυξημένη δυσαρέσκεια των μεσαίων στελεχών και υποστηρίζει ότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει κάποια στιγμή σε νέα απόπειρα πραξικοπήματος, όπως και ότι ο Ερντογάν λαμβάνει σοβαρά αυτή την απειλή.

Γιατί προκάλεσε θόρυβο η είδηση

Η είδηση προκάλεσε μεγάλο θόρυβο, όπως είναι αναμενόμενο σε μια χώρα όπου η τελευταία αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος ήταν μόλις το 2016, ενώ ακόμη και το 1997 (στο λεγόμενο «αναίμακτο πραξικόπημα» κατά της κυβέρνησης Ερμπακάν) ο Στρατός είχε μπορέσει να επιβάλει τη βούλησή του.

Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν έχει κάνει πολλά για να εξασφαλίσει τον πολιτικό έλεγχο του στρατού, θεσμού που θεωρούσε ως καθήκον την υπεράσπιση των αρχών του κεμαλικού κράτους. Έχει αλλάξει σημαντικά το θεσμικό πλαίσιο, έχει αυξήσει τα περιθώρια παρέμβασης, ενώ συνεργάζεται και ένα κόμμα, το εθνικιστικό και ακροδεξιό MHP που του επιτρέπει ένα άνοιγμα πέραν των παραδοσιακών ορίων του πολιτικού Ισλάμ, ενώ επιτρέπει και ένα βαθμό επιρροής στα σώματα και τις υπηρεσίες ασφαλείας.

Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι η αναφορά προέρχεται από μια έκθεση αμερικανικού think tank με ιστορικούς δεσμούς με το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας προκάλεσε διάφορες σκέψεις. Ιδίως εάν κανείς δει ότι η σχετική αναφορά δεν είναι ιδιαίτερα αναλυτική μέσα στο σώμα της έκθεσης, ωστόσο περιλαμβάνεται στην περίληψη με τα κύρια σημεία, ως να ήθελαν να την υπογραμμίσουν οι συντάκτες της. Ας μην ξεχνάμε ότι πάντα στην Τουρκία υπήρχε μια καχυποψία για το ρόλο των ΗΠΑ στο πραξικόπημα με δεδομένη και το γεγονός ότι ο Φετουλάχ Γκιουλέν παραμένει στις ΗΠΑ που έχουν αρνηθεί να τον εκδώσουν.

Ανεξαρτήτως του γιατί συμπεριλήφθηκε η σχετικά αναφορά στη συγκεκριμένη έκθεση (που μπορεί να περιλαμβάνει και την απλή υπογράμμιση όλων των ενδεχομένων) και του εάν είναι πραγματικό ενδεχόμενο, τόσο ο Ερντογάν όσο και ο ηγέτης του MHP Μπαχτσελί έσπευσαν να διαψεύσουν τους φόβους περί ενός πραξικοπήματος, επικαλούμενοι την εμπειρία που υπάρχει από το 2016 και την πεποίθησή τους ότι ο λαός και πάλι θα αντισταθεί σε τυχόν πραξικόπημα, προσπαθώντας έτσι να εκμεταλλευτούν και πολιτικά υπέρ τους την όλη φημολογία. Ωστόσο, ενδεικτική της συνεχιζόμενης προσπάθειας εκκαθάρισης του στρατού είναι η ανακοίνωση ενός νέου γύρου συλλήψεων, κυρίως στρατιωτικών και στελεχών του υπουργείου Δικαιοσύνης, για υποτιθέμενη συμμετοχή στην τρομοκρατική οργάνωση του Φετουλάχ Γκιουλέν.

Μια παρενέργεια της έκθεσης αφορούσε και την εικόνα του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν συνομιλητής με τις ΗΠΑ, την ώρα που στην Τουρκία εντείνεται ένα αντιαμερικανικό κλίμα.

Συνεχίζεται η εμπλοκή στην Συρία

Την ίδια ώρα η Τουρκία συνεχίζει να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα που προκύπτουν από την εμπλοκή της στη Συριακή κρίση.

Οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις συνεχίζουν να προελαύνουν προς την Ιντλίμπ, την ώρα που συνεχίζουν και την προέλασή του προς τις περιοχές του δυτικού Χαλεπιού. Αυτό αντικειμενικά φέρνει σε υποχώρηση τις ένοπλες τάσεις της συριακής αντιπολίτευσης που στηρίζει η Τουρκία που δείχνουν αδύναμες να ανακόψουν τις κυβερνητικές δυνάμεις.

Η Τουρκία προσπαθεί όλο το τελευταίο διάστημα να ενισχύσει τη στρατιωτική της παρουσία μεταφέροντας δυνάμεις στην Ιντλίμπ, όμως αυτό δεν έχει καταφέρει να τροποποιήσει το συσχετισμό δύναμης, την ώρα που αυξάνονται και οι τα θύματα στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι ήδη ένας σημαντικός αριθμός από τα τουρκικά παρατηρητήρια στην περιοχή της Ιντλίμπ είναι περικυκλωμένα από κυβερνητικές δυνάμεις.

Την ίδια στιγμή η Άγκυρα ανησυχεί όχι μόνο για το ενδεχόμενο νέων ενισχυμένων προσφυγικών ροών από την περιοχή της Ιντλίμπ, αλλά και για τον κίνδυνο η τροποποίηση του συσχετισμού στην Ιντλίμπ θα διακυβεύσει τη συνολική της παρουσία στη Συρία.

Η δύσκολη διαπραγμάτευση με τη Ρωσία

Πέραν της ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας η Τουρκία έχει προσπαθήσει να διαπραγματευτεί με τη Ρωσία. Ωστόσο, η βασική της απαίτηση που είναι η επιστροφή στους όρους της συμφωνίας του Σότσι, όπως τους διαβάζει η Άγκυρα, δεν γίνεται δεκτή από τη Μόσχα που για προφανείς λόγους δεν συμφωνεί στην απαίτηση για υποχώρηση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων στα σημεία που ήταν πριν τις τελευταίες επιχειρήσεις.

Η Ρωσία έχει κάνει σαφές ότι τα επόμενα βήματα δεν μπορούν παρά να περιλαμβάνουν από τον Ιντλίμπ και την απομάκρυνση των ομάδων που θεωρούνται τρομοκρατικές, υπενθυμίζοντας ότι και αυτό ήταν τμήμα της συμφωνίας στο Σότσι την οποία επικαλείται η Άγκυρα.

«Κανείς δεν υποσχέθηκε στους τρομοκράτες ότι θα είναι ασφαλείς στη ζώνη της Ιντλίμπ, διαβάστε τις συμφωνίες ανάμεσα στο Ρώσο και τον Τούρκο πρόεδρο» ήταν η χαρακτηριστική αποστροφή του Σεργκέι Λαβρόφ.

Η Ρωσία υποστηρίζει ότι θέλει τη συνεργασία με την Τουρκία όμως θα πρέπει να σταματήσουν να γίνονται επιθέσεις από την περιοχή της Ιντλίμπ κατά των ρωσικών και κυβερνητικών δυνάμεων.

Τα όρια της τουρκικής τακτικής

Την ίδια ώρα ο Ερντογάν ανήγγειλε ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να κάνει επιχείρηση ανά πάσα στιγμή στην Ιντλίμπ για «να την μετατρέψουμε σε ασφαλές καταφύγιο τόσο για τους πολίτες όσο και για την Τουρκία, με κάθε κόστος», όπως τόνισε χαρακτηριστικά.

Όμως όλα αυτά δεν ακυρώνουν και τις πραγματικές δυσκολίες (ή και αδιέξοδα) της τουρκικής κίνησης. Η Τουρκία γνωρίζει ότι μόνη της πολύ δύσκολα μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο, χωρίς τη στήριξη της Ρωσίας. Στο βαθμό που δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη στήριξη της Ρωσίας σε κάποια παραλλαγή κατάπαυσης του πυρός που θα εξασφάλιζε την ενισχυμένη τουρκική παρουσία και τις ένοπλες ομάδες στις οποίες επενδύει για να εξασφαλίσει λόγο στη μεταπολεμική Συρία, το  μόνο που της μένει είναι η ακόμη μεγαλύτερη στρατιωτική εμπλοκή, που όμως δεν δείχνει να φέρνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ταυτόχρονα απειλεί να έχει μεγαλύτερο κόστος.

Σε αυτή την κίνηση προφανώς δεν θα μπορούσε να έχει τη στήριξη του ΝΑΤΟ (που έχει αποφύγει τέτοιου είδους εμπλοκές), δείχνει όμως να έχει μια μερική στήριξη των ΗΠΑ, αλλά περισσότερο στο πλαίσιο της αμερικανικής επιθυμίας να παραταθεί η συριακή κρίση ως στοιχείο φθοράς της Ρωσίας.

Η αντιπολίτευση αντιδρά

Δεν είναι τυχαίο πάντως ότι ενώ παραδοσιακά ιδίως η κεμαλική αντιπολίτευση στήριζε τέτοιες κινήσεις, αυτή τη φορά η αντιπολίτευση κατηγορεί τον Ερντογάν για τις επιλογές του και την κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στην  Συρία. Ειδικότερα τον κατηγορούν ότι προχωρά στην κλιμάκωση της εμπλοκής χωρίς να έχει ζητήσει την έγκριση της Βουλής. Ο Ενγκίν Αλτάι, αντιπρόεδρος του CHP υπογράμμισε ότι η στήριξη της Τουρκίας σε οργανώσεις που θεωρούνται τρομοκρατικές και δρουν στην Ιντλίμπ έρχεται σε αντίθεση με τη διακηρυγμένη θέση για υπεράσπιση της ακεραιότητας της Συρίας και χαρακτήρισε αυτή την αντίφαση ως «διπλωματικό σκάνδαλο». Αλλά και το «Καλό Κόμμα» κατηγόρησε την τουρκική κυβέρνηση ότι δεν έχει τηρήσει τη δέσμευση για διαχωρισμό μετριοπαθούς αντιπολίτευσης και τζιχαντιστών. Ανάλογη ήταν και η κριτική του φιλοκουρδικού HDP που υποστήριξε ότι η Ιντλίμπ έχει γίνει φωλιά τζιχαντιστών.

Υπενθυμίζουμε ότι πολιτικοί της αντιπολίτευσης, όπως η ηγέτης του «Καλού Κόμματος» Μεράλ Ακσενέρ έχουν υποστηρίξει την ανάγκη διαλόγου με τη Δαμασκό. Όμως, ο σύμμαχος του Ερντογάν, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ηγέτης του εθνικιστικού MHP, επέμεινε στη σκληρή γραμμή υποστηρίζοντας ότι «το τουρκικό έθνος πρέπει να μπει στη Δαμασκό μαζί με τον τουρκικό στρατό».