Το Θέατρο «Γκλόρια Μικρό» παρουσιάζει το νέο έργο του Σάκη Σερέφα «Ο κύριος Σμιθ ανοίγει την πόρτα» σε σκηνοθεσία Μαρίας Αιγινίτου, κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00. Πρωταγωνιστούν οι Μαρία Αιγινίτου, Παναγιώτης Μπουγιούρης και Γιάννης Σοφολόγης.

Η ιστορία ξεκινάει μ’ έναν ξένο που εισβάλλει στο σπίτι του κυρίου Σμιθ και του θέτει ένα εκβιαστικό δίλημμα. Η ζωή του λήγει σε δύο ώρες. Ποιον θα διαλέξει να μπει στη θέση σου ώστε να μην πεθάνει; Μια ετοιμοθάνατη γριά στην εντατική, τον Χίτλερ ή την διαχειρίστρια της πολυκατοικίας που ζει στο διπλανό διαμέρισμα; Μια μαύρη κωμωδία για το μαύρο που αποκαλούμε ύπαρξη και μας περιέχει όλους.

Η Μαρία Αιγινίτου μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τα διλήμματα και το παιχνίδι ζωής – θανάτου.

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Υπάρχει μία συγγένεια ανάμεσα στους ήρωες του Σερέφα κι εμένα. Ζουν σ’ έναν κόσμο οικείο, φιλικό και γνώριμο. Όμως δεν είναι μόνο η εγγύτητα που με προκαλεί να συνθέσω σκηνικά αυτό το σύμπαν. Η παραληρηματική αφέλεια του ανατρέπει τις εμμονές μου γύρω από το θέμα του θανάτου.

Εσείς αν ήσασταν στη θέση του κυρίου Σμιθ, ποιον θα επιλέγατε;

Φαντάζει απλό στην σκέψη να επιλέξεις κάποιον ο οποίος, για παράδειγμα, έχει διαπράξει εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής. Αναρωτιέσαι λοιπόν, είναι αυτός ένας τρόπος ν’ αλλάξω την Ιστορία; Ας υποθέσουμε πως, πράγματι, η χρονική αυτή περίοδος αλλάζει κι αποτρέπω με την απόφαση μου ολοκαυτώματα, γενοκτονίες και παγκόσμιους πολέμους. Είμαι σε θέση να σβήσω από την φύση του ανθρώπου την ανάγκη του για επιβολή, για σύγκρουση; Όχι. Τότε, τι έχω καταφέρει ν’ αλλάξω; Ας πάρουμε ένα ακόμη παράδειγμα. Φαίνεται σχεδόν ευσπλαχνικό να επιλέξεις κάποιον, ο οποίος περνάει βασανιστικά τις τελευταίες στιγμές του. Κι όμως, είναι αδύνατον. Δεν μπορείς ν’ αποφασίσεις για τη ζωή του άλλου. Εκτός αν είσαι Θεός ή πολιτικός, κι όχι βέβαια με την αρχική έννοια της λέξης πολιτικός. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή για την ζωή του άλλου είναι μια επιλογή που ξεπερνάει τα ανθρώπινα μέτρα.

Αυτό το μαύρο της ύπαρξής μας πώς βγάζει τελικά γέλιο στη σκηνή;

Είναι οι ανθρώπινες αδυναμίες που μας προκαλούν το γέλιο, είναι η αναμέτρηση με την αποτυχία κάθε φορά, είναι οι στιγμές της ήττας, οι στιγμές που μας εξαπατούν. Γιατί όταν κάποιος σκοντάψει και πέσει, εμείς γελάμε; Είναι αμυντικός μηχανισμός το γέλιο.

Ο θάνατος, αυτή η ακραία συνθήκη, είναι ο κινητήριος μοχλός όλων των εξελίξεων στην παράστασή σας;

Στον αντίποδα του φόβου, λένε, πως βρίσκεται η αγάπη. Ένας ακραίος φόβος δεν επιτρέπει μεγάλες εξελίξεις, δεν πυροδοτεί πλούσιες, ζωντανές αντιδράσεις. Οι άνθρωποι, πιστεύω ότι ζούμε μεταξύ αγάπης και φόβου. Προσπαθούμε να παραμείνουμε στην περιοχή της αγάπης, μα πάντα ξεγλιστράμε στην περιοχή του φόβου. Αυτός νομίζω πως είναι κι ο μηχανισμός που κινεί τους ήρωες του έργου μας.

Στο μεταίχμιο ζωής – θανάτου, κατά πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να πάρει σωστές αποφάσεις;

Ίσως ο νους να βλέπει καθαρότερα, όταν ο άνθρωπος βρεθεί σ’ αυτήν την μετάβαση. Είναι μία οριακή στιγμή όπου δεν χωρούν αυταπάτες ή ψευδαισθήσεις, είναι ίσως η μοναδική στιγμή που δεν μπορεί κανείς να εξαπατήσει, δεν μπορεί να προδώσει την πραγματική του φύση. Αυτό μου φαίνεται σωστό με την έννοια της αυθεντικής, της ανθρώπινης αντίδρασης.

Τα εκβιαστικά διλήμματα στη ζωή και την τέχνη, ποιες λύσεις χωρούν τελικά;

Δεν πιστεύω στα διλήμματα. Έχω την πεποίθηση ότι, στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι όταν αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα, αυτό που προσπαθούν είναι να ζυγίσουν δύο εκδοχές για να ανακαλύψουν από πού θα αποκομίσουν μέγιστο όφελος. Πρόκειται δηλαδή καθαρά για υπολογισμό. Αν κάποιος θέλει να περάσει τις μέρες του μετρώντας κέρδη και ζημιές, οφέλη κι επιτυχίες, στερείται ένα κομμάτι ελευθερίας που έτσι κι αλλιώς είναι λιγοστό. Η ζωή για ν’ ανθήσει, όπως και η τέχνη, χρειάζεται ελευθερία.

Μια και πρόκειται για ένα νέο ελληνικό έργο, πώς φιλοδοξείτε να το συστήσετε στο κοινό;

Συστήνοντας ένα έργο, συστήνω τον κόσμο γύρω μου, όπως εγώ τον αντιλαμβάνομαι, μέσα από το βλέμμα των ηθοποιών που συνεργάζομαι κάθε φορά, μέσα από το έργο των συνεργατών που βρίσκονται δίπλα μας και συμβάλλουν με το ταλέντο τους και με τον κόπο τους. Είναι τόσο πολύπλοκος αυτός ο μηχανισμός που τίθεται σε εφαρμογή, μέχρι να φτάσεις στο σημείο να πάψεις να υπάρχεις εσύ μέσα στο έργο, να πάψουν να υπάρχουν οι ηθοποιοί, οι συντελεστές, να πάψει να υπάρχει το έργο, όπως γράφτηκε, έτσι που να γεννηθεί το νέο έργο, το οποίο ονομάζουμε παράσταση. Μέχρι να υποδεχτούμε τους θεατές, ό,τι κι αν έχω φανταστεί, όπως κι αν έχω ονειρευτεί το έργο, είμαι ανοιχτή σ’ αυτήν την απρόσμενη συνάντηση. Είναι, για μένα, μέρος της γοητείας αυτού του παιχνιδιού.