Πύλη Ε1 λιμένα Πειραιά, 6.30 το πρωί. Ενα τσούρμο πιτσιρίκια παίζουν ανάμεσα στα μπαγκάζια των μεγάλων, περιεργάζονται τα στοιβαγμένα δέματα που περιέχουν τα μοναδικά υπάρχοντα των οικογενειών τους, κυνηγιούνται, γελούν. Τα πιο μικρά, ενοχλημένα από το ακαταλαβίστικο πρωινό ξύπνημα, χουζουρεύουν μακάρια στις αγκαλιές μανάδων και πατεράδων.

Αυτοί, πιο υποψιασμένοι, επανεξετάζουν τα έγγραφα, έχουν τον νου τους στις αποσκευές και πλησιάζουν διστακτικά τους διερμηνείς του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης που τους ενημερώνουν για τον επόμενο σταθμό της οδύσσειάς τους (ως την πραγμάτωση του ευρωπαϊκού ονείρου), με το παράξενο ελληνικό όνομα: Κατσικάς, Κόρινθος, Θήβα, Σχιστό, Σκαραμαγκάς. Μέχρι χθες αγνοούσαν πού πέφτουν στον χάρτη. Το πολύχρωμο μπουλούκι συνθέτουν οι 215 ψυχές που χθες άφησαν οριστικά πίσω τους την κόλαση της Μόριας.

Στα λασπόνερα

Τα όσα βίωσαν εκεί ωστόσο δύσκολα θα σβηστούν από τις μνήμες ενηλίκων και – κυρίως – ανηλίκων. Είναι μερικά από τα εκατοντάδες παιδιά που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στα λασπόνερα ενός πρώην χωραφιού (νυν Κέντρου Πρώτης Υποδοχής) χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη γενέτειρά τους, έβγαλαν τα πρώτα τους δοντάκια σε κοντέινερ, χτύπησαν τα γόνατά τους παίζοντας πλάι σε συρματοπλέγματα, πήραν το πρωινό τους σε ουρές συσσιτίων και έμαθαν τις πρώτες τους λεξούλες σε αντίσκηνα εν είδει σχολείων.

«Moria bad. Moria hell» λένε σε σπαστά αγγλικά για την πρώτη… υποδοχή που τους επεφύλαξε η Γηραιά Ηπειρος. Αφγανοί στην πλειονότητά τους, σίγουρα είχαν φανταστεί αλλιώς την «πολιτισμένη» Ευρώπη όταν εκποιώντας χωράφια, ζώα και σπίτια εγκατέλειπαν την τραχιά πατρίδα τους. Κάποιοι εξ αυτών έζησαν στη Μόρια για πάνω από έναν χρόνο και η τελευταία ανάμνηση που πήραν μαζί τους ήταν αυτή της κυριακάτικης πυρκαγιάς, της απανθρακωμένης μητέρας και των ταραχών που ακολούθησαν.

Με τρία παιδιά στα χέρια ο 34χρονος Μοχάμαντ Ταχίρ από το Αφγανιστάν μιλάει ακόμη – μετά τη φωτιά – για τις τελευταίες ημέρες στο καμπ, τότε που φοβήθηκε για την ασφάλεια της συζύγου και των τριών παιδιών τους, όλα μικρότερα των οκτώ ετών. Εχει στο κινητό του φωτογραφίες από την εξέγερση, όμως μετά ακολουθούν άλλες, με τα παιδιά στο κατάστρωμα του πλοίου για την ηπειρωτική Ευρώπη. Θυμίζουν αναμνηστικές λήψεις διακοπών. Οι λιγοστές γνώσεις του στα αγγλικά δεν αρκούν για να εκφράσει όσα αισθάνεται, που πάντως αντανακλώνται στο βλέμμα του. «Οι μήνες στη Μόρια ήταν δύσκολοι», περιγράφει στα «ΝΕΑ», ενώ όταν ερωτάται για τις συνθήκες απαντά λακωνικά: «Πεινάσαμε» λέει και δείχνει τα παιδιά του. «Τώρα πάμε στην Κόρινθο. Ελπίζουμε σε καλύτερα».

Για ένα πιάτο φαγητό

«Εζησα στη Μόρια εννέα μήνες σε άθλιες συνθήκες. Το αποκορύφωμα ήταν η φωτιά. Είμαι θυμωμένος. Είμαι χριστιανός και περίμενα φτάνοντας στην Ελλάδα καλύτερη αντιμετώπιση. Οπως και στην Τουρκία, δεν νιώθω ασφαλής. Ημουν από τους ελάχιστους χριστιανούς ανάμεσα σε 10.000 μουσουλμάνους», λέει απνευστί ο 40χρονος Εϊμαν από το Ιράν που χωρίς συγγενείς προσπαθεί να φτάσει στη δική του Γη της Επαγγελίας.

Απόμερα από τις οικογένειες, που περιμένουν στη σειρά να φορτώσουν τα όποια προσωπικά τους είδη (τυλιγμένα επιμελώς σε καρό πλαστικές τσάντες και μονόχρωμα υφάσματα) στα λεωφορεία που θα τους μεταφέρουν σε μία ακόμα προσωρινή κατοικία, στέκεται ο Καρίμ. Με μία μόνο χειραποσκευή, παρατηρεί το πλήθος των συμπατριωτών του. Από το Αφγανιστάν και ο ίδιος, ενηλικιώθηκε πρόσφυγας. Εζησε 16 μήνες στη Μόρια και άλλους τόσους μέχρι να φτάσει εκεί. Σήμερα, στα 20 του, κάνει σχέδια για τη συνέχιση του ταξιδιού του. «Δεν είμαι τρελός για να μείνω στην Ελλάδα» απαντά με αφοπλιστική ευθύτητα και εξηγεί πως στον καταυλισμό βρέθηκε συχνά να σπρώχνεται ή να παλεύει για ένα πιάτο φαΐ. Λεπτά αργότερα, κάθεται ξανά μόνος σε μία από τις θέσεις των αριθμημένων – ανάλογα με τον προορισμό – πούλμαν που είχαν από νωρίς σταθμεύσει στην αποβάθρα της Ε1. Πηγαίνει στην Αθήνα, λέει…