Για άλλη μια εβδομάδα βλέπουμε πτωτικές τάσεις στο Χρηματιστήριο Αθηνών που έχασε χθες το όριο των 600 μονάδων και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την κατρακύλα. Επίκεντρο της πτώσης και πάλι το μαζικό sell-off στις τραπεζικές μετοχές.

Το να αποδοθεί η πτώση των μετοχών απλώς και μόνο στη στάση ορισμένων fund που σορτάρουν και παρεμβαίνοντας στην αγορά ρίχνουν τις τιμές των τραπεζικών μετοχών αποτελεί περισσότερο υπεκφυγή παρά πραγματική ανάλυση.

Η αλήθεια είναι ότι οι τράπεζες βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση. Μπορεί να ορισμένοι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας να φαίνονται θετικοί, όμως εξακολουθούν να έχουν την ανοιχτή πληγή των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE’s), που μπορεί να υποχώρησαν κάτω από τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ αλλά παραμένουν υψηλά, την ίδια ώρα που η αξία των μετοχών τους υποχωρεί σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.

Αλλωστε, όταν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν συνολική κεφαλαιοποίηση κάτω από 4 δισ. ευρώ όταν στις αρχές του έτους ήταν περί τα 9 δισ. κι όταν τα «κόκκινα» δάνεια είναι κοντά στα 90 δισ. αυτό και μόνο του είναι μια επικίνδυνη στρέβλωση.

Έχει γίνει σαφές ότι όλες οι λύσεις που δοκιμάστηκαν μέχρι τώρα, από την επανεκκίνηση των πλειστηριασμών μέχρι τις τιτλοποιήσεις και τις μαζικές πωλήσεις δανείων σε ειδικά funds, μαζί με θεσμικές αλλαγές όπως ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, δεν έχουν καταφέρει να αποδώσουν τα αναμενόμενα.

Με το σημερινό όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων οι τράπεζες εξακολουθούν να φαντάζουν τοξικές στα μάτια των επενδυτών και σε κάθε περίπτωση με υπερβολικό αριθμό «σκελετών στα ντουλάπια τους».

Με αυτή την έννοια, οι απλές διαβεβαιώσεις ότι οι υπόλοιποι δείκτες τους είναι επαρκείς, σε κανένα βαθμό δεν πρόκειται ούτε τη φυγή επενδυτών να σταματήσει ούτε το Χρηματιστήριο να βοηθήσει να ανακάμψει.

Πόσο μάλλον που είμαστε σε μια δύσκολη εποχή για περιφερειακές ή αναδυόμενες αγορές παγκοσμίως, καθώς το σταδιακό σταμάτημα των πολιτικών «ποσοτικής χαλάρωσης» σε συνδυασμό με την ανησυχία για ενδεχόμενη νέα ύφεση μέσα στην επόμενη διετία, οδηγεί σε μια απόσυρση κεφαλαίων από την περιφέρεια και επανατοποθέτησή τους σε ώριμες αγορές στους «ασφαλείς προορισμούς» των ηγεμονικών σχηματισμών.

Η Τράπεζα της Ελλάδας παίρνει την πρωτοβουλία

Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να δούμε την πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος να καταθέσει συγκεκριμένη πρόταση για «Όχημα Ειδικού Σκοπού» Special Purpose Vehicle – SPV) που θα αναλάβει μέρος των «κόκκινων δανείων» των τραπεζών.

Η πρόταση  για διαμόρφωση οχήματος ειδικού σκοπού είχε ακουστεί πρόσφατα και από κυβερνητικά χείλη, έστω και ένα μεγάλο διάστημα η κυβέρνηση απέφευγε να αναφερθεί στην ανάγκη κάποιας λύσης τύπου Bad Bank, επιμένοντας ότι τα προβλήματα τα απάντησε η ανακεφαλαιοποίηση του 2016.

Αντίθετα, την ανάγκη ειδικής παρέμβασης για το ζήτημα των δανείων είχε επισημάνει κατ’ επανάληψη και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας. Στην Ετήσια έκθεση για το 2017 που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Φεβρουάριο ο διοικητής της ΤτΕ επεσήμαινε τα ακόλουθα για το τραπεζικό σύστημα κάνοντας ρητή αναφορά και στην ανάγκη κεντρικών φορέων στους οποίους θα μπορούσαν να μεταβιβαστούν μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.

«Στο αμέσως προσεχές διάστημα οι τράπεζες πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, οι οποίοι για τα επόμενα δύο έτη είναι υψηλοί και φιλόδοξοι, αλλά εφικτοί, ιδίως τώρα που η οικονομία έχει επανέλθει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. […] Μετά τη δημοσίευση σχετικών κατευθύνσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο μεταβίβασης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε έναν ή περισσότερους κεντρικούς φορείς που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν για το σκοπό αυτό. Επίσης, οι τράπεζες θα πρέπει να αναθεωρήσουν το επιχειρησιακό τους σχέδιο δίνοντας έμφαση στην ανάπτυξη νέων εργασιών και στην περαιτέρω περιστολή του λειτουργικού τους κόστους».

Την Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2017-2018 που δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Ιούλιο, ο Διοικητής της ΤτΕ έγινε ακόμη πιο συγκεκριμένος ως προς αυτό που πρότεινε. Συγκεκριμένα στην Έκθεση αναφέρεται:

«Θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά το σχέδιο οδηγιών (blueprint) για την ίδρυση εθνικών εταιριών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset management companies-AMC) που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. […] Καθώς στο τεχνικό αυτό σχέδιο οδηγιών υπάρχουν αρκετές παράμετροι, ενίοτε περιοριστικές (π.χ. όσον αφορά το είδος των υπό μεταβίβαση δανείων και την αποτίμησή τους, αλλά και τον τρόπο χρηματοδότησης της AMC), που πρέπει να ληφθούν υπόψη από την Πολιτεία, τις τράπεζες και τις εποπτικές αρχές, η λήψη οποιασδήποτε απόφασης (από την Πολιτεία ή/και τις τράπεζες) πρέπει να προετοιμαστεί προσεκτικά.»

Η πρόταση της Κομισιόν

Από τη μεριά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή από τον Μάρτιο του 2018 έχει προτείνει ένα σχέδιο για τις Εταιρείες Διαχείρισης Ενεργητικού (Asset Management Companies – AMC) για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το σχέδιο επισημαίνει αναλυτικά τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες τα κράτη μέλη εάν χρειαστεί μπορούν να διαμορφώσουν τέτοια σχήματα. Η βασική επιμονή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι κυρίως να δοθεί έμφαση σε δάνεια που έχουν ισχυρές εγγυήσεις και κυρίως η μεταφορά στοιχείων ενεργητικού να μην γίνει σε τιμές πάνω από τις αγοραίες μια που αυτό θα συνιστούσε μορφή κρατικής ενίσχυσης.

Όμως, παρότι διατυπώθηκε η πρόθεση να εξεταστεί ένα συγκεκριμένο σχέδιο για ένα «όχημα ειδικού σκοπού», στο πλαίσιο των παραπάνω κατευθύνσεων, εντούτοις τέτοιο σχέδιο τελικά δεν παρουσιάστηκε από τη μεριά της κυβέρνησης.

Τώρα έρχεται η Τράπεζα της Ελλάδος και κάνει συγκεκριμένη πρόταση. Το σχέδιο προβλέπει τη δημιουργία ενός οχήματος ειδικού σκοπού (SPV), στο οποίο οι τράπεζες θα μεταβιβάσουν τα μισά περίπου από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα που έχουν σήμερα στους ισολογισμούς τους, δηλαδή περί τα 40 – 45 δισ. ευρώ από το σύνολο των 88 δις ευρώ. Κλειδί στη λύση αυτή είναι η συνεισφορά σημαντικού μέρους από τον αναβαλλόμενο φόρο των τραπεζών.

Η λύση αυτή εξασφαλίζει τις τράπεζες ως προς το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και τους επιτρέπει να απευθυνθούν στις αγορές από πολύ καλύτερη θέση από τη σημερινή, πράγμα που σημαίνει και ευκολότερη εξεύρεση κεφαλαίων και φραγμό στην πίεση στις μετοχές τους.

Από την άλλη, για να μπορέσει να λειτουργήσει η λύση, οι τράπεζες θα πρέπει να αναζητήσουν κεφάλαια ύψους 3-5 δισεκατομμυρίων ευρώ για να έχουν κεφαλαιακή επάρκεια. Το σημείο αυτό, όπως και το γεγονός ότι κάθε τράπεζα θεωρεί ότι είναι σε διαφορετική κατάσταση από τις άλλες και άρα θα προτιμούσε μια πιο εξειδικευμένη λύση εξηγεί γιατί έχουν διατυπωθεί οι όποιες επιφυλάξεις από τη μεριά τους.

Όμως, είναι σαφές ότι οποιαδήποτε άλλη λύση σήμερα θα είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι πλέον στην Ευρώπη η γενική κατεύθυνση δεν είναι οι ανακεφαλαιοποιήσεις με τη μορφή bail-out, δηλαδή παροχή κεφαλαίων με πρωτοβουλία των κρατών, αλλά οι λύσεις τύπου bail-in, δηλαδή κούρεμα μεγάλων καταθέσεων κ.λπ.

Η κυβέρνηση σιωπά και δεν παίρνει θέση

Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά και παρότι η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσίασε την πρότασή της στους εκπροσώπους των τραπεζών και εξετάζει το εάν θα γίνει αποδεκτή από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (με θετικά πρώτα μηνύματα από την αρμόδια και πανίσχυρη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), η κυβέρνηση εξακολουθεί να σιωπά και να μην παίρνει θέση, παρότι ήταν αυτή που άνοιξε το σχετικό θέμα.

Ο πολιτικός υπολογισμός της σχετικής σιωπής είναι προφανής καθώς ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είναι από τους αγαπημένους στόχους των κυβερνητικών επιθέσεων και προφανώς κάποιοι στον ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύονται να αποδεχτούν το ενδεχόμενο να ηγηθεί ουσιαστικά της λύσης για το τραπεζικό σύστημα, ακόμη και εάν αυτό εντάσσεται στον θεσμικό του ρόλο.

Όμως, την ίδια στιγμή κάθε καθυστέρηση στην αντιμετώπιση του ζητήματος απλώς κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Η κυβέρνηση έχει ευθύνη να πάρει θέση τώρα: είτε με το κάνει αποδεκτή την πρόταση της ΤτΕ είτε να καταθέσει το δικό της σχέδιο. Μεθαύριο θα κατατεθεί επίσημα το σχέδιο της ΤτΕ. Και τότε η κυβέρνηση δεν θα μπορεί να υπεκφύγει. Γιατί τότε θα αναλάβει και τις ευθύνες μιας επώδυνης ανακεφαλαιοποίησης.