Ο Εμανουέλ Μακρόν έσπασε τελικά τη σιωπή του μιλώντας στους βουλευτές του κόμματός του. Για να αναλάβει την ευθύνη –«ο μόνος υπεύθυνος είμαι εγώ» είπε –για την υπόθεση που έχει επισκιάσει την πολιτική ζωή της Γαλλίας: τον ξυλοδαρμό από τον σωματοφύλακά του ενός διαδηλωτή την Πρωτομαγιά. Για να πει ακόμη ότι εξέλαβε τη συμπεριφορά του Αλεξάντρ Μπεναλά ως «προδοσία» αλλά και για να απαντήσει σε ό,τι έχει ειπωθεί ή μάλλον ψιθυριστεί στο Παρίσι: «Ο Αλεξάντρ Μπεναλά ποτέ δεν είχε τους κωδικούς για τα πυρηνικά, δεν είχε σπίτι 300 τετραγωνικών, δεν είχε μισθό 10.000 ευρώ, δεν ήταν ποτέ εραστής μου». Ο γάλλος πρόεδρος έσπασε τη σιωπή του ενώ συμπληρώνεται μια εβδομάδα από την ημέρα που η «Μοντ» δημοσιοποίησε ένα βίντεο όπου ο σωματοφύλακας εικονίζεται να χτυπά έναν διαδηλωτή φορώντας, χωρίς να το δικαιούται, κράνος της αστυνομίας. Ο ίδιος υποστήριξε ότι έσπευσε να βοηθήσει τους αστυνομικούς που βρίσκονταν σε άμυνα, ενώ απέδωσε τον θόρυβο που προκλήθηκε σε πολιτική σκοπιμότητα. Ο θόρυβος όμως δεν λέει να κοπάσει: ο Μπεναλά δεν παύθηκε από τα καθήκοντά του παρά μόνο αφότου έπεσαν πάνω στην υπόθεση τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ η ποινή που του είχε επιβληθεί για ολόκληρη «προδοσία» ήταν μόλις δύο εβδομάδες αργία από τα καθήκοντά του. Οπως φαίνεται πάντως, δύσκολα η απάντηση Μακρόν θα κάνει τον θόρυβο να καταλαγιάσει. Η «Μοντ», η ίδια εφημερίδα που δημοσιοποίησε την υπόθεση, ξεσκόνισε λέξη λέξη την απάντηση για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι σκιές παραμένουν. «Τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα είναι πολλά» σχολιάζει. Ο Μακρόν, για παράδειγμα, θέλησε να καυτηριάσει τις υπερβολές που έχουν ακουστεί όταν λέει ότι ο Μπεναλά δεν είναι εραστής του, δεν έχει τους πυρηνικούς κωδικούς και δεν μένει σε σπίτι 300 τετραγωνικών. Αλλά, επισημαίνει η «Μοντ», εάν οι δυο πρώτες αρνήσεις αντιστοιχούν σε τερατολογίες που έχουν κυκλοφορήσει στα σόσιαλ μίντια, η τρίτη ανταποκρίνεται στην αλήθεια: πράγματι ο Αλεξάντρ Μπεναλά κατοικεί σε διαμέρισμα ιδιοκτησίας της προεδρίας.

Κι όταν λέει «εάν θέλουν έναν υπεύθυνο, είναι μπροστά σας, ας έρθουν να τον ψάξουν», δεν διευκρινίζει ποιοι είναι αυτοί που «θέλουν»: Οι δημοσιογράφοι; Τα μέλη της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής που ερευνούν την υπόθεση; Η αντιπολίτευση; Ή απλώς οι Γάλλοι; Κι έπειτα, τι σημαίνει «βλέπω μια μιντιακή εξουσία που θέλει να μετατραπεί σε δικαστική εξουσία και που έχει αποφασίσει πως δεν υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας στη Γαλλική Δημοκρατία και πως θα έπρεπε να ποδοπατηθεί ένας άνθρωπος μαζί με ολόκληρη τη Δημοκρατία»; Μήπως οι δημοσιογράφοι δεν έκαναν απλώς τη δουλειά τους; Δεν είναι τα μόνα ερωτήματα που δεν έχουν απαντηθεί, οι συνταγματολόγοι διχάζονται: επιτρέπει ή δεν επιτρέπει το Σύνταγμα να κληθεί ο πρόεδρος της Γαλλίας για να καταθέσει στην Εθνοσυνέλευση;