Οι δικηγόροι που συμμετέχουν στην ομάδα έρευνας του ειδικού ανακριτή με εισαγγελικά καθήκοντα Ρόμπερτ Μάλερ, προσπαθούν να πείσουν ένα ομοσπονδιακό εφετείο στις ΗΠΑ, ν’ απορρίψει το αίτημα του πρώην προέδρου της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, Πολ Μάναφορτ για την αποφυλάκισή του με την καταβολή εγγύησης.

Το αίτημα του Μάναφορτ δρομολογήθηκε δικαστικά, καθώς ο ίδιος, προετοιμάζεται για δύο ποινικές δίκες. Η μία από τις δίκες αυτές, αναμένεται ν’ αρχίσει αργότερα μέσα στον Ιούλιο, σύμφωνα με το “Politico.”

Σε μία κατάθεση δικαστικών εγγράφων που έγινε την Πέμπτη, η ομάδα έρευνας του Μάλερ προσπάθησε να πείσει εφετείο στην Ουάσινγκτον (U.S. Court Appeals for the D.C. Circuit) να μην προχωρήσει στην ανάκληση της εφαρμογής απόφασης χαμηλόβαθμου δικαστηρίου.

Η απόφαση αυτή, δημοσιοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα, επιβάλλοντας την κράτηση του Μάναφορτ, για κατηγορίες που σχετίζονται με τις υποθέσεις του, που εκκρεμούν στην αμερικανική δικαιοσύνη.

Οι εισαγγελείς παρότρυναν τους δικαστές ν’ απορρίψουν τα επιχειρήματα του Μάναφορτ. Ο ίδιος, υποστηρίζει ότι οι ισχυρισμοί που έχουν διατυπωθεί από μάρτυρες εναντίον του και φτάνουν μέχρι την παραποίηση στοιχείων, δεν είναι ανησυχητικοί, επειδή δεν περιείχαν απειλή για την χρήση βίας.

“Η επιχειρηματολογία του Μάναφορτ υποβαθμίζει την σοβαρότητα της κατάστασης που επέβαλε την κράτηση του. Η συμπεριφορά αυτή, δεν είναι λιγότερο βλαπτική για το δικαστικό σύστημα, αν γίνεται μέσω μιας καλυμμένης παρότρυνσης για διαφθορά ή μέσω της απροκάλυπτης βίας,” έγραψαν χαρακτηριστικά τα μέλη της ομάδας έρευνας του Μάλερ.

Ενα αναβαθμισμένο κατηγορητήριο απαγγέλθηκε κατά του Μάναφορτ τον προηγούμενο μήνα, κατηγορώντας τον ότι προσπάθησε προσεγγίσει δύο προηγούμενους συνεργάτες του, τον Αλαν Φρίντμαν και τον Εκαρτ Σέιγκερ, ώστε αυτοί να καταθέσουν ότι η προώθηση των ουκρανικών συμφερόντων με την οποία ασχολήθηκε στο παρελθόν, είχε ως στόχο την Ευρώπη κι όχι τις ΗΠΑ.

Από την πλευρά του, ο Μάναφορτ έχει υποστηρίξει την αθωότητά του για τις κατηγορίες που του έχουν απαγγελθεί.

Από τη μεριά τους, οι δικαστικές αρχές υποστηρίζουν ότι η προώθηση των συμφερόντων του πρώην προέδρου της Ουκρανίας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς και του πολιτικού κόμματος του, είχε ως στόχο Αμερικανούς αξιωματούχους και για το λόγο αυτό, θα έπρεπε να είχε γνωστοποιηθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Η δικαστής Εϊμι Μπέρμαν Τζάκσον εποπτεύει την ποινική υπόθεση που θα εκδικαστεί σε βάρος του Μάναφορτ στην Ουάσινγκτον.

Οι κατηγορίες που βαρύνουν τον Μάναφορτ για την υπόθεση αυτή, είναι σχετικές με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, την μη γνωστοποίηση των δραστηριοτήτων προώθησης ξένων συμφερόντων σε αμερικανικό έδαφος, αλλά και την προσπάθεια που έγινε από τον ίδιο, προκειμένου μάρτυρες να καταθέσουν παραποιώντας τα γεγονότα. Η αναφερόμενη δικαστής ακύρωσε τον κατ’ οίκον περιορισμό του στις 15 Ιουνίου και διέταξε την κράτησή του σε ομοσπονδιακή φυλακή που βρίσκεται σε απόσταση δύο ωρών νοτίως της Ουάσινγκτον (Northern Neck Regional Jail).

Η ομάδα έρευνας του Μάλερ, δήλωσε στα δικαστικά έγγραφα που κατέθεσαν στο δικαστήριο, ότι προσέφερε τόσο “προφορικά, όσο και γραπτά” την δυνατότητα στον Μάναφορτ να μεταφερθεί σε φυλακή πιο κοντά στην περιοχή της Ουάσινγκτον. Οι ίδιοι, τόνισαν ότι οι δικηγόροι του Μάναφορτ δεν ανταποκρίθηκαν στην προσφορά αυτή.

Ενας εκπρόσωπος του Μάναφορτ αρνήθηκε να σχολιάσει, ενώ οι δικηγόροι του παραπονέθηκαν στα έγγραφα που κατέθεσαν στο δικαστήριο, πως ο Μάναφορτ κρατείται στην απομόνωση και πως οι ίδιοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την προετοιμασία για τις δίκες του, με δεδομένη την απόσταση της φυλακής από την Ουάσινγκτον.

Η δίκη του Μάναφορτ στην Βιρτζίνια για φοροδιαφυγή, τραπεζική απάτη και μη γνωστοποίηση τραπεζικών λογαριασμών σε ξένες τράπεζες, προγραμματίζεται ν’ αρχίσει στις 25 Ιουλίου.

Η υπόθεσή του στην Ουάσινγκτον θα εκδικαστεί στις 17 Σεπτεμβρίου.

Η ομάδα έρευνας του Μάλερ υποστήριξε στα δικαστικά έγγραφα που κατέθεσε στο δικαστήριο, ότι οι Εκαρτ και Σέιγκερ που διευθύνουν μία εταιρία δημοσίων σχέσεων με την επωνυμία FBC Media, μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες στην υπόθεση που θα εκδικαστεί στην Βιρτζίνια.

Ωστόσο, δεν γνωστοποιήθηκε αν οι δύο άντρες έχουν συμπεριληφθεί στην λίστα μαρτύρων για την υπόθεση.

Ο Μάλερ υποστηρίζει πως θα πρέπει να θεωρούνται μάρτυρες, καθώς “πληρώθηκαν μέσω λογαριασμών που ελέγχονταν από τον Μάναφορτ στο εξωτερικό.” Οι λογαριασμοί αυτοί σχετίζονται με κατηγορίες για φοροδιαφυγή και ξένους τραπεζικούς λογαριασμούς που έχουν συμπεριληφθεί στην υπόθεση που θα εκδικαστεί στην Βιρτζίνια.

Στο μεταξύ έγινε γνωστό, ότι μία συνάντηση που έγινε τον περασμένο χρόνο μεταξύ δημοσιογράφων του Associated Press και ομοσπονδιακών αξιωματούχων σχετικά με τα οικονομικά του Μάναφορτ, ενδέχεται να οδήγησε το FBI στην πραγματοποίηση επιδρομής για τον έλεγχο ενός αποθηκευτικού ντουλαπιού, με επιβαρυντικά στοιχεία για τον Μάναφορτ, σύμφωνα με τις καταθέσεις Αμερικανών πρακτόρων.

Οι εξελίξεις στην υπόθεση του Πολ Μάναφορτ με έμφαση στις δύο δίκες που θα διεξαχθούν έχουν και μία ουσιαστική πολιτική διάσταση, καθώς οι ΗΠΑ αρχίζουν πλέον να κινούνται σε προεκλογικούς ρυθμούς για τις ενδιάμεσες εκλογές του Κογκρέσου, που θα πραγματοποιηθούν στις αρχές Νοεμβρίου.

Ο Μάλερ ανέλαβε την ευθύνη διεξαγωγής της έρευνας του FBI για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, αμέσως μετά την αιφνιδιαστική αποπομπή του πρώην διευθυντή του FBI Τζέιμς Κόμεϊ, από τον πρόεδρο Τραμπ τον περασμένο Μάιο.

Ο διορισμός του έγινε από τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Ροντ Ρόζενσταϊν, ενώ πέρα από τα ανακριτικά του καθήκοντα, έχει και εισαγγελικά καθήκοντα για την απαγγελία κατηγοριών, με την σύμφωνη γνώμη ειδικού σώματος ενόρκων (grand jury).

Ο Μάλερ διερευνά το ενδεχόμενο διάπραξης συνωμοσίας μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας, ενώ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της έρευνας του βρίσκονται και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες πρώην μελών της προεκλογικής εκστρατείας με την Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό, έγινε η απαγγελία κατηγοριών κατά του Μάναφορτ.

Επίσης, ο Μάλερ διερευνά εάν υπήρξε προσπάθεια παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης από τον πρόεδρο Τραμπ ή υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησής του.