Βιέννη, 4 Ιουνίου 1961: τα βλέμματα όλου του κόσμου είναι καρφωμένα στην παγκόσμια πρωτεύουσα της μουσικής, μα για πολιτικούς λόγους.

Η πάλαι ποτέ έδρα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, που βρίσκεται από το 1945, όπως και το Βερολίνο, υπό καθεστώς διεθνούς κατοχής των Συμμάχων, είναι ο τόπος που φιλοξενεί την πρώτη συνάντηση των δύο πιο ισχυρών εξ αυτών που τώρα είναι σκληροί αντίπαλοι: του νεοεκλεγέντος αμερικανού ηγέτη Τζον Φ. Κένεντι και του σοβιετικού ομολόγου του Νικίτα Χρουστσόφ, ο οποίος είχε πριν από λίγα χρόνια αποκηρύξει τον Στάλιν και την πολιτική του.

Στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου οι επικεφαλής των δύο υπερδυνάμεων έχουν να συζητήσουν το αν αυτός κινδυνεύει αληθινά να μετεξελιχθεί σε «θερμό».

Η αγωνία στη Δύση, όπου η κοινή γνώμη μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα, είναι τεράστια. Ομως τα πράγματα δεν πάνε καλά: η συνάντηση αποτυγχάνει: τα γεγονότα, λίγες εβδομάδες πριν, στην Κούβα και τα όσα διαρκώς εξελίσσονται στο Βερολίνο την έχουν δυναμιτίσει πριν καν ξεκινήσει. Τελικά, οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που ήλπιζαν οι εμπνευστές της: στη μεγιστοποίηση της όξυνσης αντί στην εξεύρεση κοινού τόπου.

ΑΝΑΧΩΜΑ ΣΤΗ ΔΥΣΗ. Λίγες μόλις εβδομάδες αφότου έσβησαν οι διεθνείς προβολείς στη Βιέννη, έπιασαν ξαφνικά δουλειά οι ανατολικογερμανοί εργάτες στο Βερολίνο: ξαφνικά, η ΕΣΣΔ, που προχώρησε εν τω μεταξύ σε θεαματικές πυρηνικές δοκιμές που πάγωσαν τη Δύση και που προκάλεσε κρίση στην, επίσης κατεχόμενη, γερμανική πρωτεύουσα η οποία λίγο έλειψε να γίνει ξανά θέατρο βομβαρδισμών, ξεκινά τώρα, τα χαράματα της 13ης Αυγούστου 1961, να οικοδομεί το Τείχος του Βερολίνου.

Τις πρώτες ώρες οι περισσότεροι από τους κατοίκους της πόλης δεν συνειδητοποίησαν τι συνέβαινε. Οσοι κατάλαβαν έγκαιρα και πήραν τη μεγάλη απόφαση πρόλαβαν και έκαναν το βήμα που χώριζε για τα επόμενα περίπου τριάντα χρόνια την ελευθερία από την καταπίεση. Ηταν οι τελευταίοι από τα περίπου 3 εκατομμύρια Γερμανών που είχαν περάσει απέναντι από το 1949 μέχρι το 1961. Οσοι δεν το έκαναν έχασαν μέσα σε λίγες ώρες οριστικά την ευκαιρία: έκτοτε, αν το επιχειρούσαν, θα ήταν με κίνδυνο της ζωής τους. Χιλιάδες το τόλμησαν στα επόμενα χρόνια. Οι περισσότεροι έπεσαν νεκροί από τις σφαίρες των ανατολικογερμανών φρουρών.